Είναι το ιερό εκείνο μυστήριο στο οποίο δύο άνθρωποι (άνδρας και γυναίκα) προσερχόμενοι με τη συναίνεση και την ελεύθερή τους συγκατάθεση λαμβάνουν από τον ιερέα τη θεία χάρη, που εξυψώνει και αγιάζει το φυσικό του γάμου δεσμό, βοηθώντας τους να ζήσουν βίο θεοφιλή και ενάρετο εν αμοιβαιότητι αγάπης και να φέρουν στον κόσμο χριστιανούς απογόνους.
Ο γάμος είναι πρωταρχικά πράξη της φύσεως, την οποία έτσι έπλασε ο δημιουργός (διαμόρφωσε τα φύλα), ώστε να είναι δι’ αυτής δυνατή η μετάδοση του ανθρώπινου γένους. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο Αδάμ, μόλις είδε την Εύα, που του έδωσε σαν σύντροφο ο Θεός, η οποία προήλθε από την πλευρά του: «Τούτο νυν όστούν εκ των όστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής έλήφθη. Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν».
Τον φυσικό αυτό δεσμό ο Σωτήρας ανύψωσε σε μυστήριο στην Κ. Διαθήκη. Περί αυτού βέβαια δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες στη Γραφή. Όμως υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, ότι ο γάμος δεν είναι απλή τελετή αλλά κάτι το βαθύτατα μυστηριακό και θρησκευτικό. Κλασικό σχετικά χωρίο είναι το Έφεσ. 5,22-33, όπου ο Παύλος χαρακτηρίζει την ένωση ανδρός και γυναικός σαν εικόνα της μυστηριακής ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας, συνάγων ότι ο άνδρας οφείλει ν’ αγαπά τη γυναίκα του, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία.
Ότι ο γάμος είναι μυστήριο εξαίρει πολυειδώς και ιερά της Εκκλησίας παράδοση. Στα αρχαία ευχολόγια περιλαμβάνεται κατά κανόνα η ιερολογία του γάμου μαζί με την ιερολογία των άλλων μυστηρίων, σε αρχαία δε μνημεία παριστάνεται ο Χριστός στο μέσο των συζευγνυμένων να τους στεφανώνει και να τους ευλογεί, Αλλά και οι ιεροί Πατέρες δεν παύουν να εξαίρουν το μυστηριακό χαρακτήρα του μυστηρίου. Είναι δε ενδεικτικό ότι το γάμο θεωρούν ως μυστήριο όχι μόνον οι Δυτικοί αλλά και οι αποσπαθείσες τον Ε' αιώνα από την Εκκλησία παραφυάδες των Μονοφυσιτών και Νεστοριανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 277-278)