«Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από επάνω σαν πρωινή αυγή -ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός-, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν επίστευε άτι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι ο ίδιος με όλο του το σώμα έχει βγή έξω από τα γήινα. Αλλά βεβαίως, επειδή το φως εκείνο συνέχιζε να λαμπρύνεται ζωηρότερα και του φαινόταν σαν μεσουράνημα ήλιου που λάμπει από υψηλά αισθανόταν σαν να στέκεται ο ίδιος στο μέσο του φαινομένου και όλος σε όλο το σώμα να είναι γεμάτος χαρά και δάκρυα που ερχόταν από την εκείθεν γλυκύτητα. Και μάλιστα έβλεπε ότι το ίδιο το φως παραδόξως ήγγισε την σάρκα του και βαθμιαίως διαπερνούσε τα μέλη του. Το παράδοξο λοιπόν του οράματος τούτου τον απεμάκρυνε από την προηγουμένη θεωρία του και τον έκανε να διαλογίζεται μόνο το πανεξαισίως γινόμενο μέσα του. Το έβλεπε λοιπόν λίγο λίγο να εισδύη όλο σε όλο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του, έως ότου τον κατέστησε ολόκληρον πυρ και φως. Όπως δε προηγουμένως την οικία, έτσι τώρα τον έκανε να χάση την αίσθησι του σχήματος, της θέσεως, του πάχους και του είδους του σώματος· και σταμάτησε να δακρύζη. Φωνή λοιπόν απευθύνεται σ’ αυτόν από το φως, και λέγει· «έτσι αποφασίσθηκε ν’ αλλαγούν οι ζώντες και υπολειπόμενοι άγιοι την ώρα της έσχατης σάλπιγγος και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλαγμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέγει ο Παύλος. Σ’ αυτήν λοιπόν την κατάστασι ευρισκόμενος και ιστάμενος ο μακάριος πολλές ώρες ανυμνώντας τον Θεό ακαταπαύστως με μυστικές φωνές και κατανοώντας την δόξα που τον περιέβαλλε και την μακαριότητα που έμελλε να δοθή αιωνίως στους αγίους, άρχισε να διαλογίζεται και να λέγη μέσα του· «άραγε θα επιστρέψω πάλι στο προηγούμενο σχήμα του σώματος ή θα παραμείνω όπως είμαι τώρα;». Μόλις λοιπόν σκέφθηκε τούτο, αμέσως κατάλαβε ότι περιέφερε πλέον το σχήμα του σώματος σαν σκιά και σαν πνεύμα· διότι, όπως λέχθηκε, αισθανόταν τον εαυτό του ότι είχε γίνει ολόκληρος ανείδεος, ασχημάτιστος και άυλος, και ότι γνώριζε ότι το σώμα συνυπήρχε με αυτόν, αλλά κάπως ασώματο και πνευματικό· διότι δεν αισθανόταν τούτο να έχη πλέον βάρος ή παχύτητα και θαύμαζε βλέποντας τον εαυτό του μέσα σε σώμα ως ασώματον. Εν τούτοις όμως το μέσα του λαλούν φως έλεγε με την προηγουμένη πάλι φωνή «τέτοιοι θα είναι μετά την ανάστασι στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβεβλημένοι ασωμάτως πνευματικά σώματα, ή ελαφρότερα και λεπτότερα και υψιπετέστερα ή παχύτερα και βαρύτερα και χαμαιπετέστερα, επί τη βάσει των οποίων θα ορισθή τότε στον καθένα η στάσις και η τάξις και η οικείωσις προς τον Θεό». Αφού άκουσε λοιπόν αυτό ο θεοπτικώτατος και θεόληπτος Συμεών, αφού είδε το ανεκλάλητο φως του Θεού και ευχαρίστησε τον Θεό που δόξασε το γένος μας και το κατέστησε κοινωνό της θεότητος και βασιλείας του, επανήλθε αμέσως στον εαυτό του πλήρως και ευρέθηκε πάλι να είναι μέσα στο κελλί του εντελώς άνθρωπος κατά τον προηγούμενο τρόπο και σχήμα. Μόνο που διαβεβαίωνε με όρκους όσους είχε έμπιστους και τους απεκάλυπτε τα μυστικά του, ότι είχε αυτήν την ελαφρότητα του σώματος επί πολλές ήμερες, χωρίς να αισθάνεται καθόλου ούτε κόπο ούτε πόνο ούτε πείνα ούτε δίψα. Αλλά βέβαια, επειδή δι αυτών των ενεργειών γινόταν του Πνεύματος μόνου και ήταν γεμάτος με τα ένθεα χαρίσματά του, εύλογα, καθώς ήταν και αυτός καθαρός στο νου, έβλεπε τις φρικτές οράσεις και αποκαλύψεις του Κυρίου, όπως παλαιά οι προφήτες» (τ. 19Α, σελ. 151-5).
«Και πώς άραγε θα διαλυθούν (τα σώματα); Όπως ένα χάλκινο παλαιό σκεύος, που μολύνθηκε και αχρηστεύθηκε από ιό, παραδίδεται από τον τεχνίτη στην φωτιά κι έτσι αναχωνευόμενο κατασκευάζεται απ’ αυτόν πάλι καινούργιο, έτσι ακριβώς και η κτίση, επειδή επαλαιώθηκε και μολύνθηκε από τις αμαρτίες μας, θα διαλυθεί δια πυρός από τον δημιουργό των όλων, έπειτα θ’ αναχωνευθεί, θ’ αναστοιχειωθεί και θα γίνει λαμπρή και ασυγκρίτως καινότερη από αυτήν που φαίνεται τώρα» (τ. 19Β, σ. 135).
«Γι’ αυτό όλοι οι τελειωμένοι σε αγιωσύνη και αρετή σώθηκαν δωρεάν και όχι από τα δίκαια έργα τους, και όχι μόνο αυτοί αλλά και οι μετέπειτα τελειούμενοι όλοι έτσι θα σωθούν» (τ. 19Γ, σ. 71).
«Έτσι λοιπόν, οι πατέρες από πατέρες, οι φίλοι και συγγενείς από φίλους και συγγενείς, οι αδελφοί από αδελφούς, οι δούλοι και ελεύθεροι από δούλους και ελευθέρους, οι πλούσιοι και φτωχοί από πλουσίους και φτωχούς, οι έγγαμοι από όσους διέπρεψαν στον γάμο, οι ανύπανδροι από εκείνους που έζησαν άγαμοι, και γενικά κάθε αμαρτωλός άνθρωπος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως θα δει στην αιώνια ζωή και μέσα στο απερίγραπτο εκείνο φως τον όμοιό του απέναντί του και θα κριθεί απ’ αυτόν. Τι εννοώ μ’ αυτό που λέγω; Αφού ρίψει ο καθένας από τους αμαρτωλούς το βλέμμα του προς τον όμοιό του, βασιλεύς προς βασιλέα, άρχων προς άρχοντα, αμετανόητος πόρνος προς μετανοημένο πόρνο, φτωχός προς φτωχό και δούλος προς δούλο, και αφού αναλογισθεί ότι και εκείνος ήταν άνθρωπος, που είχε την ίδια ψυχή, τα ίδια χέρια, τα ίδια μάτια και γενικά ίδια όλα τα άλλα, και συνυπήρχε μ’ αυτόν στη ζωή και είχε το ίδιο αξίωμα, την τέχνη, το επάγγελμα, αλλά δεν θέλησε να τον μιμηθεί, αμέσως θα φράξει το στόμα του και θα μείνη αναπολόγητος, χωρίς να έχει απολύτως τίποτε να πει. Όταν λοιπόν θα δουν στα δεξιά του οι κοσμικοί κοσμικούς και οι αμαρτωλοί βασιλείς αγίους βασιλείς, και οι ύπανδροι πλουσίους και υπάνδρους αγίους, και όλοι όσοι είναι στα βάσανα όταν δουν όμοιούς τους στη βασιλεία των ουρανών, θα νοιώσουν τότε τέτοια ντροπή και θα ευρεθούν αναπολόγητοι, όπως ακριβώς ο πλούσιος εκείνος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ εκείνος τηγανιζόταν μέσα στη φωτιά» (τ. 19Γ, σελ. 461-3).
«Πιστέψατε, αδελφοί, τα λόγια μου, η ντροπή μας θα είναι χειρότερο βάσανο από την αιώνια κόλαση των κοσμικών. Γιατί όταν εγώ, που αρνήθηκα με όλη μου την ψυχή την ζωή, θα στέκομαι, φέρ’ ειπείν, μαζί με κοσμικούς, που έχουν τώρα παιδιά και είναι μπλεγμένοι σε δημόσιες υποθέσεις ή και υπηρετούν στο στρατό, και θα πρόκειται να λάβω την ίδια με εκείνους τιμωρία, εάν στραφούν αυτοί και με δουν και μου πουν, ‘και εσύ, μοναχέ, που άφησες τον κόσμο, στέκεσαι εδώ μαζί μ’ εμάς τους κοσμικούς; Και γιατί και εσύ;’ Τι άραγε θ’ απολογηθώ; τι θα πω προς αυτούς; Γιατί ποιος, αδελφοί, θα μπορέσει επάξια να παρουσιάσει με λόγια το μέγεθος της θλίψεως που πρόκειται τότε να μου γίνει; Οπωσδήποτε κανένας!» (τ. 19Γ, σ. 465).
«Έτσι λοιπόν ο καθένας από εμάς τους αμαρτωλούς θα καταδικασθεί από καθέναν από τους αγίους, οι άπιστοι δηλαδή θα καταδικασθούν από τους πιστούς, και εκείνοι που αμάρτησαν, αλλά δεν μετανόησαν, από εκείνους που ίσως αμάρτησαν περισσότερο αλλά μετανόησαν θερμά» (τ. 19Γ, σ. 481).
«Και τα σώματα όπως είπαμε επίσης, φθείρονται και σαπίζουνε και των αγίων αλλά τέτοια σηκώνονται που έχουν σπαρεί, σιτάρι καθαρό, σιτάρι αγιασμένο, του Πνεύματος του αγίου άγια σκεύη. Επειδή ολοκάθαρα είχαν ζήσει ξανά τώρα σηκώνονται γεμάτα δόξα και λάμπουνε κι αστράφτουν σαν το φως το θείο. Σ’ αυτά μέσα οι ψυχές των αγίων κατοικώντας θα λάμψουν τότε πέρα από ό,τι ο ήλιος κι όμοιοι θα γίνουνε με το Δεσπότη, εκείνου που φυλάξανε τους θείους τους νόμους. Σηκώνονται και των αμαρτωλών τα σώματα τέτοια κι αυτά που είχαν σπαρεί στη γη γεμάτα βόρβορο και δυσοσμία και σήψη, βέβηλα σκεύη ακάθαρτα, κακίας ζιζάνια, ζόφο γεμάτα, της κακίας καθώς τα έργα έχουνε πράξει κι όργανα όλων των κακών του πονηρού σπορέα έχουν χρηματίσει, και σηκώνονται αθάνατα και τούτα κι ενώ από πνεύμα είναι μοιάζουν με το σκότος. Με τούτα οι άθλιες ψυχές σαν ενωθούν, ζοφερές κι αυτές κι ακάθαρτες ως είναι θα γίνουν με το διάβολο όμοιες, αφού έχουν μιμηθεί τα έργα εκείνου» (τ. 19ΣΤ, σ. 321).
«Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε να ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (τ. 19Ε, σ. 383, στιχ. 28-35).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)