153.«Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ» (Ματθ. κζ' 56).
Η Μαρία αυτή ήταν σύζυγος του Κλωπά (Ιω. ιθ' 25) , αδελφού του μνήστορος Ιωσήφ και επομένως συνυφάδα της Θεοτόκου. Και αυτή η συγγενής της Θεοτόκου ήταν κοντά της στις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας της, επάνω στον Γολγοθά.
Η Θεοτόκος, όπως φαίνεται, διατηρούσε στενές σχέσεις με τους συγγενείς της. Η υπερφυσική και μοναδική κλήσις της να γίνη μητέρα του Θεού δεν την απεμάκρυνε από τους συγγενείς της ούτε την κλήσι της αυτή τη χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα για να διακόψη τους συγγενικούς της δεσμούς. Από τη στάσι της μάλιστα αυτή ωφελήθηκε και η ίδια. Διότι, όταν ξέσπασε η θύελλα του Γολγοθά και όταν η «ρομφαία» του Συμεών της τρυπούσε την μητρική της καρδιά, μόνο οι συγγενείς της έτρεξαν να της συμπαρασταθούν και να τη βοηθήσουν.
Όσοι καλούνται να υπηρετήσουν τον Θεό και την Εκκλησία του, στις σχέσεις τους με τους συγγενείς, ακολουθούν συνήθως δύο ακραίες τακτικές: ή απαρνούνται τελείως κάθε συγγενικό δεσμό ή δεσμεύονται απόλυτα με συγγενικά πρόσωπα (nepotismus) . Η πλήρης απάρνησις των συγγενών κατά σάρκα δεν φαίνεται να είναι χριστιανική στάσις, ακόμα και για τους Μοναχούς. Και μία μεν τοπική απομάκρυνσις από τους συγγενείς δικαιολογείται, ίσως και επιβάλλεται, για τα πρώτα χρόνια της δοκιμασίας και της σταθεροποιήσεως του Μοναχού (όπως άλλωστε γίνεται και με τη στρατιωτική θητεία των νέων) . Ένας όμως ισόβιος και ουσιαστικός αποχωρισμός από τους γονείς και συγγενείς δεν δικαιολογείται.
Το ίδιο και πολύ περισσότερο ισχύει για όσους εργάζονται σε έργα της Εκκλησίας μέσα στην Κοινωνία. Η συμμετοχή τους στην εκκλησιαστική διακονία δεν πρέπει να συνδυάζεται με αντι-συγγενικό πνεύμα. Μια τέτοια στάσις προδίδει μάλλον φαρισαϊκή και όχι χριστιανική νοοτροπία. Η χριστιανική διακονία άλλωστε πρέπει ν’ αρχίζη από το συγγενικό μας περιβάλλον και να τελειώνη σ’ αυτό. Στους ανθρώπους δηλαδή, με τους οποίους ο Θεός μας ένωσε με στενούς δεσμούς αίματος. Η σχετική δήλωσις του αποστόλου Παύλου είναι χαρακτηριστική: «Ει τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται και έστιν απίστου χείρων» (Α’ Τιμ. Ε’ 8) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)