[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Ξέρετε πολύ καλά ότι ο Γέροντάς μας (όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής) ήταν των άκρων ησυχαστής και της νοεράς προσευχής. Και όμως δεν μας παρέδωσε ως πρώτο την ησυχία ή τη νοερά προσευχή, αλλά μας παρέδωσε την υπακοή, το κοινόβιο!».
«Και τα βιβλία των Αγίων Πατέρων αν παρακολουθήσετε, θα δείτε ότι πολλοί με ευκολία, με πολλή άνεση αγίασαν, αγιάσθησαν οι ψυχές τους, δίχως να κάνουν κόπους, δίχως να κάνουν θυσίες, δίχως να κάνουν ασκητικούς αγώνες, αλλά τι; Διάλεξαν την υπακοή».
«Βεβαιώθηκα με πείρα ότι η υπακοή είναι ανώτερη από την προσευχή».
«Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες μπορεί να κάνουμε και ένα λάθος. Εσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγει σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό! Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησης Χριστού».
«Έκανες υπακοή, θα πας στον παράδεισο, δεν έκανες υπακοή, δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση…περισσότερο ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν· όπως ενεργεί η υπακοή δεν ενεργούν οι άλλες αρετές. Για αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή».
«Δεν έχεις βάλει ως ρίζα την υπακοή. Εγώ δεν κοιτάω να κάνω προσευχή, κοιτάω να κάνω υπακοή. Σου είπανε η αδελφότητα εδώ, μάζεψε τα σεντόνια. Να ‘ναι ευλογημένο. Ο Θεός μπορεί· εσύ τώρα ελαττώνεις την προσευχή σου μαζεύοντας τα σεντόνια, έστω, να πούμε, μισή ώρα. Όταν θα πας να προσευχηθείς, θα σου δώσει ο Θεός για αυτήν την αυταπάρνηση και την υπακοή την οποία έκανες, διπλή τη χάρη. Αν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τη νύχτα τρεις ώρες, έβρισκες χάρη, να πούμε, δέκα βαθμών. Τώρα επειδή ελαττώνεις την ώρα της προσευχής και γίνεται δυόμιση ώρες, νομίζεις ότι δεν θα απολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θα απολαύσεις. Γιατί έβαλες το θεμέλιο της καλογερικής ζωής, του καλογερικού νομού. Ήρθαμε εδώ να κάνουμε υπακοή, όχι να κάνουμε προσευχή. Υπακοή».
«Θυμάμαι όταν ζούσε ο γέροντας Νικηφόρος, τον κατέκρινα σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή· βλέπω «ντουβάρι», δεν μπορώ να προχωρήσω στην ευχή… Κύριε Ιησού… Κύριε Ιησού… δεν προχωράει! Κάπου έχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν, την προηγούμενη ημέρα: πού πήγα, τι μίλησα τι έπραξα; το βρήκα, είχα κατακρίνει τον Γέροντά μου! Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με που κατέκρινα τον Γέροντά μου· έσφαλα, ζητώ συγνώμη». Τίποτα! «Καλά, για μένα δεν υπάρχει συγχώρεση; δεν υπάρχει «Ευλόγησον»;». Τίποτα! «Μα ο Πέτρος, Κύριε, σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες· Εγώ δεν σε αρνήθηκα· κατέκρινα τον Γέροντά μου. Ε, τώρα βάζω και εγώ μετάνοια· μετανόησα που κατέκρινα και ζητώ συγχώρεση». Τίποτα!... Ξαναπιάνω το κομποσχοίνι, δεν προχωράει η προσευχή! Άρχισα τα κλάματα· έβγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δεν υπάρχει για μένα «Ευλόγησον»; Ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι, και εμένα γιατί δεν με συγχωράς …Τρεις ώρες περάσαν έτσι· έκανα όλη την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Στο τέλος βλέπω μία ειρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρά μέσα μου. Άρχισε να λέγεται η ευχή τότε. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με…» Α…, εντάξει· και έτσι προχώρησα στη Λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν τόσο να κατακρίνεις έναν ξένο, όσο να κατακρίνεις τον Γέροντά σου! Αλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τον ίδιο το Θεό, να πούμε!».
«Είπε ο Γέροντας, είπε ο Θεός. Το στόμα του Γέροντα είναι το στόμα του Χριστού».
«Αν κάνεις διάκριση [ξεχωρίζεις τι είναι καλό ή κακό] σε ό,τι σου λέει ο Γέροντας, δεν είσαι υποτακτικός, είσαι ελεγκτής του Γέροντα».
«Δεν έχεις ευλογία να πας ένα βήμα, αν δεν πάρεις ευλογία από τον Γέροντα. Όταν πάρεις ευλογία από τον Γέροντα, μη φοβάσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Γέροντά σου και πήγαινε και γίνε αστροναύτης πάνω στη σελήνη· μη φοβάσαι, διότι σε σκεπάζει η ευχή, η υπακοή σε σκεπάζει».
«Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας».
«Κάποιος από ένα μοναστήρι ήρθε στο σπίτι και λέει: «Μα ο Γέροντας αλάθητος είναι; Δεν φταίει;». «Α, άκουσε, παιδί μου», του λέω, «αν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ότι ο Γέροντας φταίει, ποτέ δεν θα ορθοποδήσεις. Ήρθες να κάνεις υπακοή ή θες να κρίνεις τον Γέροντα, πότε λέει αλήθεια, πότε λέει ψευτιά;».
«Πολλά με δίδαξε και η υπακοή, πολλά διδάχτηκα και ως Γέροντας. Έτσι είναι. Να θυσιάσω τον εαυτό μου, μόνο να σε δω εσένα, το παιδί μου, να πας στον παράδεισο. Αυτός είναι ο δικός μου ο παράδεισος, να είσαι εσύ στον παράδεισο και εγώ ας καώ, ας καώ. Έτσι είναι. Δεν μετριέται η πατρική αγάπη. Και ως Γέροντας και ως υποτακτικός πήρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια υποτακτικός και 10-15 χρόνια ως Γέροντας. Είδα και τη μία αγάπη και την άλλη αγάπη. Η πατρική αγάπη είναι πολύ ψηλά, πολύ ψηλά!».
«Όσο ισχύει η ευχή του Γέροντά σου, δεν ισχύει όλη η οικουμένη. Πήρες την ευχή του Γέροντά σου; Μη φοβάσαι πουθενά».
«Και εγώ στο σπίτι μας πολλά δέντρα φύτεψα αλλά σε όσα ο γέροντάς μου ήταν σύμφωνος, έπιασαν, σε άλλα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας, δεν έπιασαν. Φύτεψα κλήματα, ο γέροντας δεν ήταν σύμφωνος, ούτε ένα δεν έπιασε. Φύτεψα δέντρα, μηλιές και αλλά· δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας· έπιασαν μεν, αλλά δεν ευδοκίμησαν. Τα πήρε ο Γέρο-Κλήμης απάνω και γινήκαν μεγάλα δέντρα και τρώει πολλές οκάδες, πολλά κιλά τρώει μήλα από τα δικά μου. Δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας όταν τα φύτεψα εγώ. Φύτεψε και μία καϊσιά. Εφτά χρόνια έβγαλε δύο λουλούδια, εφτά χρόνια! Τα είχα φέρει από τα θερμοκήπια από τη Θεσσαλονίκη. Φύτεψα και μία μουριά, ήταν σύμφωνος ο γέροντας και τρώμε τώρα ένα μήνα και περισσότερο όλο μούρα. Φύτεψα και έναν λωτό, ήταν και ο γέροντας σύμφωνος και δεν ξέρω 300, 400 λώτα κάνει κάθε χρόνο· επειδή ο γέροντας ήταν σύμφωνος. Σε όλα τα άλλα τα πράγματα τα οποία ο γέροντας δεν ήταν σύμφωνος, είτε θα τα έβγαζα και θα τα φύτευα αλλού, ή δεν θα πρόκοφταν, δεν θα έπιαναν, δηλαδή δεν θα είχαν τέλος καλό, επειδή ο γέροντας μου δεν ήταν σύμφωνος».
«Πάντως, ένα είναι: η καλογερική στηρίζεται στην υπακοή. Δοκίμασα και την υπακοή, δοκίμασα και την παρακοή. Και τα δύο τα δοκίμασα. Και είδα ότι όταν κάνει κανένας υπακοή, είναι ειρηνικός, δεν τον ελέγχει ο λογισμός πουθενά!».
«Ανάπαυσες στον γέροντά σου; Ανάπαυσες τον Θεό σου».
«Έχεις τον λογισμό σου: να τον πεις στο γέροντά σου. Και ό,τι ο Θεός φώτισει τον Γέροντα, αυτό να ακούσεις. Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο και σε πάει εκεί που θέλει αυτός».
«Πέντε χρόνια με πολεμούσε ο διάβολος να φύγω από τον γέροντά μου, τον παπα-Νικηφόρο. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα. Έως ότου ο πόλεμος έφυγε μονάχος του».
«Η πηγή της ειρήνης, η πηγή της χάριτος, η πηγή της σωτηρίας, η πηγή του παραδείσου είναι ο γέροντας».
«Ο Γέροντας παρακολουθεί τον λογισμό του υποτακτικού του: -Έλα δω, παιδί μου. – Ναι, ευλόγησον. – Πώς με βλέπεις; - Γέροντα, άγγελο σε βλέπω. – Καλά, θα έρθει καιρός που θα με δεις άνθρωπο. Μετά από λίγο καιρό: -Πώς με βλέπεις παιδί μου; - Άνθρωπο. - Αύριο θα με δεις ως διάβολο. Ε, αύριο: -Πώς με βλέπεις; - Διάβολο. Έτσι είναι. Γιατί λίγο λίγο λίγο ο διάβολος -το 'χω πάθει, πατέρες, από πείρα το λέω- ο διάβολος προσπαθεί να σε ξεκολλήσει από τον Γέροντα, να σε ξεκολλήσει!».
«Δεν πρέπει να ανέχεσαι να κατηγορεί κανείς τον Γέροντά σου! Αυτό είναι το σωστό και πρέπον να γίνεται. Να αντιδράς, όταν ακούς να λέγουν κάτι κατά του Γέροντά σου».
«Ο υποτακτικός είναι βασιλιάς, δεν ελέγχεται».
«Ο υποτακτικός δεν έχει λογοθέσιο, δεν έχει τελώνια, διότι έχει το μητρώο του λευκό. Όταν έχεις το μητρώο σου λευκό, δεν μπορούν να σε πιάσουν οι δαίμονες· εννοώ, όταν κάνεις υπακοή».
«Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή, αυτός βραβεύεται, αυτός αμείβεται, αυτός στεφανώνεται. Και ο πρώτος (ο εντελλόμενος) βέβαια, αλλά περισσότερο ο υποτακτικός. Διότι ο υποτακτικός είναι ίδιος ο Χριστός, μιμείται τον Χριστό»
(βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, σελ. 161-185)