[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος γέρων, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Κάποια μέρα με κάλεσε ο Ηγούμενος Μισαήλ και μου είπε ότι το μοναστήρι χρειάζεται ανθρώπους που να γνωρίζουν την Ελληνική γλώσσα: «Λοιπόν εσείς, πάτερ Σωφρόνιε, να μάθετε την Ελληνική γλώσσα. Έκανα εδαφιαία μετάνοια, όπως συνηθίζεται στο Άγιο Όρος και κατευθύνθηκα προς την θύρα. Με κάλεσε πίσω. «Πάτερ Σωφρόνιε!» Γύρισα πίσω, στάθηκα σιωπηλά. Λέει: «Ο Θεός δεν κρίνει δύο φορές. Αν εσείς το κάνετε από υπακοή σε μένα, τότε εγώ θα είμαι υπόλογος στο Θεό για αυτό. Εσείς λοιπόν πηγαίνετε εν ειρήνη και εργαστείτε». Μόλις ο άνθρωπος αυτός, ο εκλεκτός του Θεού, μίλησε έτσι σε μένα που δεν γνώριζα ποτέ πραγματική ειρήνη, τους έξι μήνες που δαπάνησα για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας με περιέβαλε ειρήνη. Υπήρξε στιγμή κατά την οποία αρρώστησα και σκέφτηκα ότι θα πεθάνω. Και τότε είχα το αίσθημα: «αν τώρα με καλέσει ο Κύριος, διακόπτω στη μέση του γράμματος την εργασία μου και πηγαίνω στην Κρίση». Δεν με χαρακτήριζε τέτοια τόλμη μπροστά στο Θεό, αλλά μου δόθηκε κατά τον λόγο του ηγουμένου μου. Έτσι και εσείς, να έχετε τα ζωντανά αυτά παραδείγματα να σας καθοδηγούν στη μοναχική σας ζωή, και θα γνωρίσετε εκείνο για το οποίο σας μιλώ» (Οικοδομώντας…σελ.240-241).
«Όταν ήμουν στη Γαλλία, κατοικούσα με κάποιον ιερομόναχο, νεότερο από εμένα που τον γνώριζα από πολλά χρόνια. Ήταν πολύ έξυπνος, πολύ σοβαρός κλπ., αλλά δεν καταλάβαινε την υπακοή χωρίς να κάνει παρατηρήσεις. Έλεγε στους άλλους: «να υπακούσω χωρίς να καταλαβαίνω, είναι ανόητο. Ποιος είναι ο γέροντας; Δεν λέει «χρησμούς», δεν είναι αλάθητος όπως ο Πάπας! Είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε αν πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο του ή όχι». Αυτό που έλεγε στους άλλους έφτασε κάποτε μέχρις εμένα, και τότε αναγκάστηκε να με ρωτήσει: «Είστε αλάθητος;». Του απάντησα: «Με την ερώτηση αυτή τα ανατρέπετε όλα, δεν κάνετε παρά το δικό σας θέλημα και βάζετε εσείς τον εαυτό σας πάνω από μένα». Αν ο πνευματικός πατέρας ζητά με την προσευχή απάντηση από το Θεό, αυτή η απάντηση δεν είναι πάντοτε σύμφωνη με τη λογική της καθημερινής ζωής. Ένα πρόσωπο όπως αυτό για το οποίο σας είπα, δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτό τον λόγο, του φαίνεται ανόητος και δεν θα τον ακούσει. «Όταν παίρνουμε πάνω μας το δικαίωμα να κρίνουμε αν ο λόγος του γέροντα είναι σωστός ή όχι, όπως σας εξήγησα, στην περίπτωση αυτή, εσείς είστε ο κριτής· ακόμα και όταν συμφωνείτε με τον λόγο μου, κατά βάθος δεν ακολουθείτε παρά τη δική σας αντίληψη, το ίδιον θέλημά σας». Ο άγιος Βαρσανούφιος λέει ότι σε παρόμοιες περιστάσεις δεν θέλει ούτε να καταδικάσει ούτε να δικαιώσει, αλλά δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτούς που υπακούν μόνο στην περίπτωση όπου βλέπουν στο λόγο του γέροντά τους ένα νόημα που τους φαίνεται σωστό και αρνούνται να τον ακολουθήσουν, όταν δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Είναι εύκολο να καταλάβετε αυτό που θέλω να πω, ότι πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο του ηγουμένου ή του πνευματικού χωρίς να τον κρίνουμε; Τι σημαίνει «χωρίς να τον κρίνουμε;». Είναι δυνατόν κάποιο λογικό πρόσωπο να ενεργεί έτσι; Αλλά ακριβώς ο μοναχισμός είναι το σχολείο όπου μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το έργο του ανακαινισμού μας με την μετάνοια, ως το σημείο που να μπορούμε να ακούσουμε με άμεσο τρόπο τον λόγο του Ίδιου του Θεού» (ο.π. σελ. 254-255).
«Ακούσατε τη διδαχή που αναφέρει ότι ο πνευματικός πρέπει να είναι ένας, όπως γράφει ο αββάς Δωρόθεος: «στη σωτηρία οδηγούμαστε με πολλές συμβουλές, αλλά σύμβουλος είναι μόνο ένας». Για το κοινοβιακό μοναστήρι η ζωή είναι πολυπλοκότερη. Ο Ηγούμενος είναι το επίκεντρο όλων. Πρέπει λοιπόν να δεχόμαστε τον λόγο του έχοντας υπ’ όψη ότι είναι ο πρώτος υπεύθυνος ενώπιον του Θεού. Αν όμως είναι έτσι, τότε αφήστε τον να μιλήσει και ακούστε τον» (ο.π. σελ. 204).
«Δεν είναι εύκολο για έναν πνευματικό πατέρα να καθοδηγεί ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια ενός ορθοδόξου συνεδρίου, που πρόσφατα έλαβε χώρα στο Βέλγιο, όλοι αναζητούσαν τέλειους πνευματικούς, αυθεντίες αλάθητες κλπ. Σας είπα ήδη ότι πολλά εξαρτώνται από τη στάση του προσώπου που έρχεται στον πνευματικό. Για να καλλιεργήσουμε τον λαό που αποτελεί το πλήρωμα της εκκλησίας πρέπει να τους μάθουμε να πλησιάζουν τον πνευματικό με την προσευχή: «δι’ ευχών του δούλου Σου π.Ν., Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο σωτήρ ημών, δίδαξόν με το θέλημά σου, δίδαξόν με πώς οφείλω να πορεύομαι». Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πνευματικός πατέρας, στο μοναστήρι μας τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω, δεν προφέρει λόγο χωρίς να «σκεφτεί», χωρίς προσευχή. Για αυτό να κρατάτε τον λόγο που σας λέει. Έτσι, η συζήτηση θα είναι σύντομη αλλά πολύ εποικοδομητική. Αν όμως αρχίσουμε να συζητούμε για όλες τις άλλες πιθανές πλευρές του προβλήματος, όλα θα χαθούν. Αρχίστε με τη σκέψη ότι, ακόμα και αν ο πνευματικός κάνει λάθος, διότι κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι τέλειο, λόγω της ταπεινής στάσης σας η θεία Χάρη θα είναι παρ’ όλα αυτά μαζί σας» (ο.π. σελ. 224-225).
«Πρέπει να πω ότι μέχρι τώρα, παρόλο που με βλέπετε όπως είμαι, όταν τα λόγια μου τηρήθηκαν πιστά, τα πράγματα εξελίχθηκαν με σωτήριο τρόπο. Και αντιθέτως, όταν, ψάχνοντας κάτι άλλο πιο πνευματικό, πιο τέλειο, απέρριψαν τον λόγο μου, συνάντησαν δυσκολίες. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί είμαι προφήτης, αλλά εξαιτίας ενός πνευματικού νόμου. Πρέπει να ακολουθούμε τα λόγια του ηγουμένου, του πνευματικού πατέρα, για να βρεθούμε τελικά σε μία πνευματική κατάσταση πιο ασφαλή. Τα λόγια ενός πνευματικού πατρός μπορεί να φανούν ότι στερούνται γνώσεως ή δεν έχουν έννοια, αλλά ο Θεός υπερασπίζεται όσους κόβουν το δικό τους θέλημα για να εκπληρώσουν το θέλημα του Θεού. Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και αν ο λόγος του πνευματικού πατρός είναι όχι μόνο σχετικός αλλά και λανθασμένος, ο Θεός θα μας προστατεύσει, αν τον ακολουθήσουμε. Με την πνευματική αυτή υπακοή ενεργείται μία πράξη πολύτιμη στα μάτια του Θεού: η συνείδησή μας αναγνωρίζει ότι το ίδιον θέλημα μας χωρίζει από τον Θεό και τους αδελφούς. Έτσι κόβουμε το θέλημά μας για να διατηρήσουμε την καρδιά μας ανοιχτή για όλους τους άλλους» (ο.π. τόμος Α΄, σελ. 303-304).
«Όλως ιδιαιτέραν προσοχήν έδιδεν (ο Άγιος Σιλουανός) εις την εσωτερικήν υπακοήν εις τον ηγούμενον και τον πνευματικόν, θεωρών αυτήν Μυστήριον της Εκκλησίας και δώρημα της χάριτος. …Τοιαύτη πνευματική υπακοή, άνευ αντιρρήσεων και εναντιώσεων, (ουχί μόνον εκφραζομένων, αλλ’ ούτε και εσωτερικών και ανεκδηλώτων) είναι απαραίτητος προϋπόθεσις δια την πρόσληψιν και αφομοίωσιν της ζώσης παραδόσεως… Ευθύς δε ως υπεισέλθη έστω και μικρά τις αντίθεσις προς τον πνευματικόν πατέρα, η ψυχή του διδασκάλου αναποφεύκτως κλείεται και το νήμα της αμιάντου παραδόσεως διακόπτεται. Εις μάτην σκέπτονταί τινες ότι «και ο πνευματικός είναι ατελής άνθρωπος», ότι «είναι ανάγκη να εξηγής λεπτομερώς εις αυτόν την υπόθεσιν, ειδ’ άλλως δεν θα εννοήση», ότι «και αυτός δύναται ευκόλως να περιπέση εις σφάλμα και δια τούτο πρέπει να διορθώσης αυτόν». Εκείνος όστις διαφωνεί μετά του πνευματικού και διορθοί αυτόν, θέτει εαυτόν υψηλότερον του τελευταίου και παύει πλέον να είναι μαθητής… Έλεγεν ότι εάν οι μοναχοί και εν γένει οι πιστοί υπακούουν εις τους πνευματικούς και τους ποιμένας αυτών μη κρίνοντες αυτούς και άνευ εσωτερικής εναντιώσεως, τότε και οι ίδιοι δεν στερούνται της σωτηρίας και σύμπασα η Εκκλησία ζη εν πληρότητι ζωής… αλλά οι έχοντες ίδιον θέλημα και ίδιον νουν, όσον και αν είναι πολυμαθείς και ευφυείς και εάν εισέτι φονεύσουν εαυτούς δια των πλέον αυστηρών ασκήσεων ή εργασιών πολυμαθείας θεολογικής, δεν θα επιτύχουν να περισυλλέξουν ει μη ψυχία πίπτοντα εκ του Θρόνου του Ελέους» (Ο Άγιος Σιλουανός, σελ. 104-107).
«…η μέριμνα αύτη απόκειται κυρίως εις τους ποιμένας της Εκκλησίας, εις τους οποίους εδόθη τοσούτον μεγάλη χάρις, ώστε εάν ηδύναντο οι άνθρωποι να ίδουν το μεγαλείον της χάριτος αυτής, όλος ο κόσμος θα εξεπλήττετο δι’ αυτήν. Ο Κύριος όμως έκρυψεν αυτήν, ίνα μη υπερηφανευθούν οι λειτουργοί Αυτού, αλλ’ ίνα σώζωνται εν τη ταπεινώσει… Και όσον μεγαλυτέρα είναι η αγάπη του ποιμένος, τοσούτον μεγαλυτέρα είναι η οδύνη αυτού. Ημείς δε, τα πρόβατα, οφείλομεν να κατανοώμεν τούτο και να αγαπώμεν και να τιμώμεν τους ποιμένας ημών… Πάσαι αι συμφοραί επέρχονται εις ημάς, διότι δεν ερωτώμεν τους πνευματικούς πατέρας οίτινες ετέθησαν, ίνα καθοδηγούν ημάς· οι δε ιεράρχαι και πνευματικοί, διότι δεν ερωτούν τον Κύριον πώς πρέπει να ενεργήσουν…. Κατά τινα εσπερινόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εν τω Παλαιώ Ορεινώ Ρωσικώ, μοναχός τις είδε τον πνευματικόν Αβραάμιον κατ’ εικόνα Χριστού. Ο γέρων-πνευματικός, φέρων επιτραχήλιον, ίστατο εν τω εξομολογητηρίω και εδέχετο τας εξομολογήσεις. Ότε εισήλθεν ο μοναχός εκείνος, προσέβλεψεν εις τον πνευματικόν, κατάλευκον γέροντα, και είδε το πρόσωπον αυτού νεανικόν, ως παιδίου, και έλαμπεν όλος, και ήτο όμοιος προς τον Χριστόν. Τότε κατενόησεν ο μοναχός εκείνος ότι ο πνευματικός τελεί το μυστήριον εν Πνεύματι Αγίω και δια Πνεύματος Αγίου αφίενται εις τον μετανοούντα αι αμαρτίαι. … Πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα ότι ο πνευματικός τελεί το λειτούργημα αυτού εν Πνεύματι Αγίω, και δια τούτο οφείλομεν να ευλαβώμεθα αυτόν. … Εάν ο άνθρωπος δεν λέγη τα πάντα εις τον πνευματικόν, τότε η οδός αυτού είναι σκολιά και δεν οδηγεί προς την σωτηρίαν. Εάν όμως λέγη τα πάντα, πορεύεται κατ’ ευθείαν εις την Βασιλείαν των Ουρανών. … Γνωρίζω πολλούς οίτινες ηπατήθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον εις τους λογισμούς αυτών, και ένεκα της καταφρονήσεως αυτών προς τον πνευματικόν δεν ηυδοκίμησαν. Επιλανθάνονται οι τοιούτοι ότι εν τω μυστηρίω ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήτις και σώζει ημάς. … Εάν δε εξήλθες από του πνευματικού συγκεχυμένος, τούτο σημαίνει ότι δεν εξωμολογήθης, ως έπρεπε, και ο ίδιος δεν συνεχώρησας εκ ψυχής εις τον αδελφόν τα παραπτώματα αυτού. … Σπανίως γνωρίζει τις το βαθύ μυστήριον της υπακοής. Ο υπήκοος είναι μέγας ενώπιον του Θεού· είναι μιμητής του Χριστού, Όστις έδωκεν εις ημάς εν Εαυτώ τύπον υπακοής…Η υπακοή είναι απαραίτητος ουχί μόνον εις τους μοναχούς, αλλά και εις πάντα άνθρωπον… Όστις φέρει εντός αυτού έστω και ολίγην χάριν, ούτος υποτάσσεται μετά χαράς εις πάσαν αρχήν, διότι γνωρίζει ότι ο Θεός προνοεί περί πάντων και εν τω ουρανώ και επί της γης και εν τοις καταχθονίοις, και περί αυτού του ιδίου, και δια τα έργα αυτού, και δια πάντα όσα υπάρχουν εν τω κόσμω, και ως εκ τούτου μένει πάντοτε ήρεμος… Ο νους εκείνου, όστις φυλάττει την υπακοήν, κατέχεται μόνον υπό του Θεού και της εντολής του γέροντος, ο νους όμως του ανυπηκόου είναι απησχολημένος εις διαφόρους υποθέσεις και κατακρίσεις του γέροντος, και δια τούτο ουδέποτε είναι καθαρός Είδα έναν υποτακτικό που ξεπλήρωνε βαρύ διακόνημα, και όμως είχε την καρδιακή προσευχή, και ο Κύριος του έδινε δάκρυα για να κλαίει για όλο τον κόσμο· και ο Ηγούμενος Ανδρέας του είπε: «αυτό σου δόθηκε για την υπακοή σου»… Δια της υπακοής φυλάττεται ο άνθρωπος εκ της υπερηφανίας. Δια την υπακοήν χαρίζεται η προσευχή· δια την υπακοήν δίδεται και η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ιδού δια ποίον λόγον η υπακοή είναι ανωτέρα της νηστείας και της προσευχής (Ο Άγιος Σιλουανός, σελ. 502-509 & 526-529).
«Ο Θεός εγκαταλείπει αυτόν που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στη σύνεσή του. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν κάποιος λόγος είναι εναντίον μας, ή κάποια συμβουλή φαίνεται παράλογη για την κοινή λογική. Αν είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε αυτό τον λόγο, αυτή τη συμβουλή, αν έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτόν το λόγο, σε αυτή τη συμβουλή, ο Θεός τελικά θα τακτοποιήσει τα πράγματα, ώστε η έκβαση να είναι θετική. Το μυστήριο της υπακοής είναι μία από τις πιο σοβαρές πραγματικότητες στην οδό της σωτηρίας» (Περί Πνεύματος σελ. 59-60).
«Κάποτε πήγα στο Μοναστήρι (επειδή η Θεία Λειτουργία την Κυριακή άρχιζε στις 10 π.μ. και τελείωνε περίπου στις 1μ.μ.) και είχα από προηγουμένως ετοιμαστεί να κοινωνήσω. Όμως το μεγάλο πρόβλημα με το στομάχι μου, με ανάγκασε να πιω ένα γάλα, με την απόφαση να μην κοινωνήσω. Θα έλεγα στον γέροντα (π. Σωφρόνιο) πως δεν κοινώνησα, για το λόγο που ανέφερα μετά το πέρας της ακολουθίας. Πήγα, περίπου στις 10:30 στο ναό και κάθισα σε μία γωνιά τελευταία. Όμως προς μεγάλη μου έκπληξη βγαίνει ένας μοναχός από το Ιερό, διασχίζει τον κόσμο, έρχεται προς το μέρος μου και μου λέει: Μου είπε ο γέροντας να κοινωνήσεις. Έτσι και έγινε. Στο τέλος ο γέροντας είπε: Υπήκουσες. Και έφυγε» (Αναμνήσεις από τον γέροντα Σωφρόνιο, Δ. Δαβίτη, σελ. 113).