«Τον ρώτησα κάποτε (τον όσιο Πορφύριο): Γέροντα ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ υπακοής και ταπεινώσεως χριστιανικής; Και εκείνος μου απάντησε χαμογελώντας: Είναι το ίδιο πράγμα» (Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο σ. 320).
«Μου εξηγούσε ο γέροντας Πορφύριος: «Μου έλεγαν για παράδειγμα: «Νικήτα» -αυτό ήταν το όνομά του ως μοναχού στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους- «τρέξε κάτω στον αρσανά να πάρεις αυτό το τσουβάλι με το αλεύρι. Και προτού να τελειώσει ο γέροντάς μου την εντολή του, εγώ ήδη είχα αρχίσει να τρέχω για τον αρσανά, να φορτωθώ το τσουβάλι και με χαρούμενη υπακοή να επιστρέψω» (Ο γέρων Πορφύριος σ.97).
«Έλεγε ο πατήρ Πορφύριος στον σέρβο μετέπειτα επίσκοπο Ειρηναίο Μπούλοβιτς: «Άκουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σου τα ζητάει η Εκκλησία και τα επευλογεί ο πνευματικός σου και εσύ κάνεις αυτή την υπακοή ειλικρινώς, τότε, με την αγάπη του Χριστού μας, αυτή σου η υπακοή θα μπορέσει να μετατρέψει όλη αυτή την εξωτερική κίνηση σε προσευχές, χωρίς να το καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος. Αν πάλι διαλέξεις και το πιο ήσυχο μέρος του Αγίου Όρους ή μία οποιαδήποτε Μονή, αλλά αυτό το κάνεις με το δικό σου θέλημα, για να βολευτείς εσύ ο ίδιος, έστω πνευματικά, για ένα βόλεμα πνευματικό ας το πούμε, και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας ή του πνευματικού σου, τότε ό,τι και να κάνεις, όλα θα παραμείνουν χαμερπή, δεν θα φτάσουν πουθενά». Και, μας λέει ο ίδιος (ο π. Ειρηναίος) μπορώ να σας ομολογήσω ότι έκτοτε οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τα λόγια του και αμέσως ανακουφιζόμουν. Και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα» (Ανθολόγιο Συμβουλών, σ. 345).
«Πήγα στον γέροντα Πορφύριο και όταν μπήκα στο κελί του τον είδα ξαπλωμένο και άρρωστο στο κρεβάτι του. Με ρώτησε: - Τι θέλεις, παιδί μου; Και εγώ του απάντησα: - Γέροντα, έχω ένα πρόβλημα και θέλω να σας συμβουλευτώ, για να μου πείτε τι να κάνω. Τότε ο γέροντας έκανε το εξής: Μέσα στο κελί του είχε έναν παπαγάλο, ο οποίος πετούσε από έπιπλο σε έπιπλο. Σε ένα τραπέζι πάνω ήταν το κλουβί του. Έκανε μία κίνηση του χεριού του ο γέροντας και φωνάζοντας: Ε, μπες στο κλουβί σου!», ο παπαγάλος μπήκε μέσα στο κλουβί και μας κοιτούσε από εκεί. Τότε γύρισε προς εμένα ο γέροντας και με τόνο κάπως αυστηρό στη φωνή του μου είπε: - Είδες, παιδάκι μου; Ο παπαγάλος όταν του είπα να μπει στο κλουβί, έκανε υπακοή και μπήκε. Εσύ όμως δεν έχεις διάθεση να υπακούσεις σε ό,τι και να σου πω, για αυτό και εγώ δεν μπορώ να σου πω τίποτα απολύτως» (ο.π. σ. 351).
«Όταν βρισκόμουν σε μακρινές αποστάσεις λόγω μεταθέσεών μου, ο παππούλης παράλληλα με αυτόν σαν πνευματικό, μου είχε δώσει την ευλογία, για εξομολόγηση των διαφόρων μου αμαρτημάτων μόνο, να έχω και τους μακαριστους γέροντες π. Ελευθέριο Καψωμένο στα Χανιά Κρήτης, τον «μεγάλο αυτόν άγιο και υψηλά ιστάμενο ενώπιον του Θεού», όπως πολλές φορές μου έλεγε, και τον άγιο Γέροντα πρωτοπρεσβύτερο Ιωάννη Ταμπάκη, θαυμαστό λειτουργό του Υψίστου … «πολύ σεβάσμιος Γέροντας αυτός ο ιερέας. Σε αυτόν να πηγαίνεις, παιδί μου, να εξομολογείσαι τώρα τα αμαρτήματά σου» μου είπε, όταν σταμάτησε και δεν μπορούσε να μας εξομολογεί λόγω υγείας» (ο.π. 341).
«Όταν είσαι μακριά από την Αθήνα, λέει σε έναν αδελφό, και δεν μπορείς να έρχεσαι τόσο τακτικά εδώ, να ψάχνεις εκεί να βρίσκεις έναν πολύ καλό πνευματικό για να εξομολογείσαι τις αμαρτίες σου. Και ό,τι άλλο σε απασχολεί σχετικά με νοερή προσευχή ή λογισμούς να μην τους τα αναφέρεις, γιατί μερικοί δεν τα γνωρίζουν όλα και μπορεί να σε μπερδέψουν. Να έρχεσαι εδώ και να μου λες τα άλλα» (ο.π. 341).
«Μερικούς μήνες πριν γνωρίσω τον π. Πορφύριο, επειδή βρισκόμουν σε μεγάλη πνευματική ανάγκη και, επικαίρως, στενός φίλος με πληροφόρησε για κάποιον παρεπιδημούντα αγιορείτη γέροντα, που λέγανε ότι είχε διορατικό χάρισμα, τον επισκέφτηκα και μάλιστα χωρίς προηγούμενη ευλογία του πνευματικού μου. Αλλά ο γέροντας εκείνος, αντί να με αναπαύσει ψυχικά, μεγάλωσε την ταραχή μου. Όταν το ανέφερα στον πνευματικό μου, μου απάντησε: Αν μου το έλεγες δεν θα σου έδινα ευλογία να πας στο συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και με παραπεμπτικό πλέον του πνευματικού μου, γνώρισα τον π. Πορφύριο, ο οποίος με ανέπαυσε πλήρως, του ανέφερα και για εκείνη τη συνάντησή μου με τον Αγιορείτη γέροντα. Ο π. Πορφύριος τον ήξερε και μου είπε, κάπως συνεσταλμένα: «Τώρα ο Θεός τον ανέπαυσε. Είναι λεπτό αυτό το θέμα. Δεν τα κατάφερνε και τόσο ο ευλογημένος. Σε κάποιον είπε ότι θα γίνει Δεσπότης και τώρα θέλει να πετάξει τα ράσα. Ο Θεός να τον συγχωρέσει» (ο.π. σ. 343).