Ιωάννης Χρυσόστομος
«Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να διαλύσει και να καταστρέψει την Εκκλησία, ή καλύτερα δεν είναι δυνατό να γίνει αυτό τόσο εύκολα από αλλού, παρά μόνο όταν δεν είναι δεμένοι με πολλή ακρίβεια οι μαθητές με τους διδασκάλους και τα παιδιά με τους πατέρες και οι πιστοί με τους προϊσταμένους όταν κατηγορείς τον πνευματικό πατέρα, θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να περάσει τα πρόθυρα του ναού; και πώς μπορεί να έχει δικαιολογία αυτό; Αν λοιπόν αυτοί που κακολογούν τον πατέρα ή τη μητέρα τους καταλήγουν σε θάνατο, ποια τιμωρία θα αξίζει εκείνος που τολμάει να κακολογεί αυτόν που είναι πολύ πιο αναγκαίος και καλύτερος από τους γονείς εκείνους; Και δε φοβάται μήπως ανοίξει η γη και τον αφανίσει εντελώς ή πέσει κεραυνός από τον ουρανό και κατακάψει τη γλώσσα που κατηγορεί; Δεν άκουσες τι έπαθε η αδελφή του Μωϋσή όταν κατηγόρησε τον αρχηγό; πως έγινε ακάθαρτη και έπεσε σε λέπρα και υπέμεινε τη χειρότερη ατιμία και παρ’ όλο που ο αδελφός της παρακαλούσε και εκλιπαρούσε το Θεό δε βρήκε καμιά συγγνώμη» (ΕΠΕ 27, 77-89).
Γρηγόριος Θεολόγος
«Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο ούτε πιο ασφαλές από το να εξουσιάζει κάποιος με τη θέλησή του ανθρώπους που το επιθυμούν αυτό, επειδή ο νόμος μας προτρέπει να μην οδηγούμε με τη βία, ούτε αναγκαστικά αλλά με τη θέλησή τους. Διότι αυτό δεν θα μπορούσε να συστήσει άλλη αρχή, επειδή εκείνο το οποίο κρατείται με τη βία, είναι φυσικό κάποτε να επαναστατήσει, όταν βρει ευκαιρία. Την δική μας όμως, όχι εξουσία, αλλά παιδαγωγία, πάνω από όλα την συντηρεί το γνώρισμα ότι είναι οικειοθελής και ελεύθερη. Διότι το μυστήριο της ευσεβείας αρμόζει σε ανθρώπους που θέλουν και δεν εξαναγκάζονται» (Γρηγόριος Θεολόγος Λόγος ΙΒ, ΕΠΕ 1, 316).
Αββάς Κασσιανός
«Ο Απόστολος ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ μόνο και μόνο για να κοινοποιήσει στους αδελφούς και προκατόχους του στο αποστολικό αξίωμα -υποβάλλοντας έτσι τον εαυτό του σε ένα είδος ιδιωτικών και αδελφικών εξετάσεων- το Ευαγγέλιο… Ποιος θα ήταν τόσο αλαζόνας και τυφλός, ώστε να τολμήσει να υπερηφανευτεί για τη δική του κρίση και διάκριση τη στιγμή που ο Απόστολος Παύλος, αυτό το σκεύος εκλογής, δηλώνει ότι είχε ανάγκη να συσκεφθεί με τους αδελφούς του και συλλειτουργούς του στο αποστολικό αξίωμα; Στο παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου έχουμε μία ολοφάνερη απόδειξη ότι ο Κύριος δεν δείχνει σε κανέναν μας την οδό της τελειότητας, τη στιγμή που υπάρχουν πνευματικοί οδηγοί και εμείς περιφρονούμε τη διδαχή και το παράδειγμά τους, αδιαφορώντας για το αγιογραφικό παράγγελμα που θα ‘πρεπε με ζήλο να τηρούμε και το οποίο λέει «Ρώτησε τον πατέρα σου και θα σου το διδάξει· τους πρεσβυτέρους σου και θα σου το πουν Δευτερ. 32,7)» (αββά Κασσιανού, εκδ. Ετοιμασία, σ. 176).
Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι
«Εκείνος που είναι αληθινά υπάκουος πρέπει να φυλάει κατά πρώτον την πίστη· δηλαδή να έχει πίστη καθαρή και άδολη προς τον πνευματικό του, τόσο που να θεωρεί ότι βλέπει τον ίδιο το Χριστό και υποτάσσεται σε Αυτόν όπως λέει και ο Κύριος Ιησούς «Εκείνος που ακούει εσάς, ακούει εμένα και εκείνος που απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα»… Δεύτερον να φυλάει την αλήθεια· δηλαδή να είναι αληθινός και στα λόγια και στα έργα και στην ακριβή εξομολόγηση των λογισμών… Τρίτον το να μην κάνει αυτό που θέλει… γιατί είναι ζημιά του, αλλά να κόβει το θέλημά του με τη θέλησή του χωρίς δηλαδή να αναγκάζεται από τον δικό του πνευματικό πατέρα. Τέταρτο, το να μην αντιλέγει και να μην φιλονικεί καθόλου… Γράφει ο ιερότατος Παύλος: «αν κανείς από σας είναι φιλόνεικος εμείς δεν έχουμε τέτοια συνήθεια, ούτε και οι Εκκλησίες του Θεού» (Α' Κορ. 11,16)… Το να αντιλέγει κανείς και να φιλονικεί, προέρχεται από την ατομική γνώμη, που συνυπάρχει με την απιστία και την υψηλοφροσύνη» (Φιλοκαλία, Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι).