«Η πρώτη δοκιμασία με τις 3.000 μετάνοιες του φάνηκε (του π. Χαραλάμπους Διονυσιάτου) σαν παιχνιδάκι και ενώ ετοιμαζόταν να συναγωνιστεί και αυτόν ακόμα τον νονό του ο οποίος έφτασε ένα διάστημα μέχρι και 5.000 γονυκλισίες το εικοσιτετράωρο, ξαφνικά όμως προσέκρουσε στον διακριτικό βράχο, δηλαδή τον Γέροντά του (Ιωσήφ Ησυχαστή). Ο διακριτικός και έμπειρος γέροντας Ιωσήφ είχε υπόψη του το πατερικό λόγιο «Είδες νέο να τρέχει, κόψε του λίγο τα φτερά». Χαρούμενος ο νέος αγωνιστής αναγγέλλει το νέο ρεκόρ: «Γέροντα σήμερα έφτασα μέχρι τις 5.000 μετάνοιες». Στη συνέχεια ανέμενε τον δίκαιο έπαινο του γέροντά του για το άθλημα. Παραδόξως όμως με κάπως αυστηρό ύφος του απαντά ο γέροντας:
- Και ποιος σου έδωσε την ευλογία αυτή ρε θεληματάρη, να κάνεις τόσες μετάνοιες; Δεν ξέρεις ότι ο κόπος σου χωρίς ευλογία πήγε χαμένος;
- Μα, γέροντα, εδώ για να αγωνιστούμε δεν ήρθαμε; Τι ευλογία χρειάζεται;
- Και παραχρειάζεται.
- Καλά ας είναι· από σήμερα ας γίνεται τούτο με την ευλογία σας.
- Ευλογία; Δηλαδή εσύ θα μας κουμαντάρεις! Λοιπόν, άκουσέ με καλά. Από σήμερα πάνω από χίλιες μετάνοιες απαγορεύεται αυστηρά.
- Αμάν, τι είναι αυτό γέροντα· με έκαψες!
- Αυτό που σου λέω εγώ και τα θελήματα να τα αφήσεις στην άκρη. Έτσι και έγινε. Πραγματικά ο γέροντας διέβλεπε ότι κινδύνευε να πέσει θύμα κλοπής από τα δεξιά (υπερηφάνειας) ο νέος αγωνιστής, όταν στην ίδια αδελφότητα υπήρχαν αδελφοί οι οποίοι για λόγους σωματικής ασθένειας δεν μπορούσαν να κάνουν τόσες πολλές γονυκλισίες. Αλλά και με το διορατικό του βλέμμα ο γέροντας διέβλεπε τον κίνδυνο κάποτε να καταπέσουν οι σωματικές δυνάμεις του παπά-Χαράλαμπου ο οποίος δεν ήταν και μικρός (ήδη τεσσαρακονταετής). Για αυτό και τον παρότρυνε να ρίξει το βάρος στη συγκέντρωση του νου» (Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σελ. 77-79).
«Μία φορά πάλι όταν ήμουν αρχάριος πέρασε ένας μοναχός από τα καλύβια μας και μας λέει: «Άστε! ήρθε εδώ στη σκήτη από τον κόσμο ένας πνευματικός θεοφόρος». Μόλις τον ακούω σκέφτηκα: «Βρε, ευκαιρία να ωφεληθούμε». Τρέχω στον γέροντα.
- Γέροντα, έχει ευλογία να γνωρίσω αυτόν τον θεοφόρο πνευματικό να ωφεληθώ;
- Άμα θέλεις πήγαινε, μου λέει ο γέροντας.
Δεν χάνω καιρό, τρέχω και τον βρίσκω. Μα άκουσα τόσο ωραία λόγια, τόσο ωραίες διδαχές, ώστε με τον λογισμό μου δικαίωσα απόλυτα τον μοναχό που τον σύστησε. Γυρνάω ενθουσιασμένος και λέω στο γέροντα:
- Γέροντα, πολύ ωφελήθηκα· πράγματι είναι θεοφόρος. Ο γέροντας κούνησε το κεφάλι. Φεύγοντας, μου λέει:
- Απόψε μετά την αγρυπνία, να περάσεις από κοντά μου. Πράγματι, πέρασα, αλλά αυτή τη φορά σκυθρωπός και με κατεβασμένο κεφάλι. Ρωτά ο γέροντας.
- Για πες μου, πώς πήγε απόψε η αγρυπνία; Τι να απαντήσω;
- Αχ, γέροντά μου, απόψε όλο σκοτισμό και αμέλεια είχα. Τότε με περιλαμβάνει και μου λέει:
- Μα εσύ χθες είπες, ότι γνώρισες έναν θεοφόρο πνευματικό και τη νύχτα η προσευχή δεν πήγε καλά;
- Ναι, γέροντα δεν πήγε καλά· δεν ξέρω γιατί.
- Να σου πω εγώ το γιατί. Κάθισες κοντά μου τόσο καιρό· σε έκανα Μοναχό, σε έκανα παπά. Κατάλαβες ωφέλεια από τον Γέροντά σου;
- Ναι, γέροντα και πολύ ωφέλεια.
- Ε, λοιπόν, ο υποτακτικός που έχει γέροντα και αναπαύεται κοντά του, δεν έχει δικαίωμα να πάει σε άλλον πνευματικό. Είναι σαν να κόβει την εμπιστοσύνη από αυτόν που του ανέθεσε ο Θεός. Λίγο-πολύ είναι σαν πνευματική μοιχεία. Δυο-τρεις βραδιές κανόνα από το Θεό έφαγα για αυτό το πράγμα για να ξαναβρώ και πάλι τη σειρά μου. Ωστόσο κάποτε μου μπήκε μία απορία. Λέω στο γέροντά μου:
- Εσύ, γέροντα, είπες ότι ο υποτακτικός απαγορεύεται να συμβουλευτεί άλλον πνευματικό. Απορώ όμως, πώς ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έχει άλλον γέροντα και ο ίδιος ομολογεί ότι όλα τα καλά τα οφείλει σε σένα;
- Ε, αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Πες πως ζεις σε μία οικογένεια και ο πατέρας σου δεν σου δίνει να φας· τι θα κάνεις; Θα πεθάνεις από την πείνα; Ε, αυτό έπαθε ο παπά-Εφραίμ. Αναγκάστηκε να φάει από εμένα· με τη διαφορά ότι, δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί ούτε να εγκαταλείψει τον γέροντά του, όσο άξεστος και αν είναι. Για αυτό και με τη συγκατάθεση του παπά-Νικηφόρου (δηλ. του γέροντα του π. Εφραίμ) τα μοιράσαμε· σε αυτόν υπακοή και τα πνευματικά σε εμένα». (ο.π. σελ. 98-101).
«Τόνιζε και η Γερόντισσα Γαβριηλία: «Για την υγεία ένα ρητό λέει: ένας γιατρός είναι συμβουλή, δύο γιατροί είναι σύγχυση, τρεις γιατροί είναι… νεκροταφείο. Το ίδιο ισχύει και με τα πνευματικά. Ο ένας πνευματικός είναι από το Θεό, ο δεύτερος είναι σύγχυση, ο τρίτος, χάσιμο της ψυχής» (Η ασκητική της αγάπης, σ. 387).
«Είπε ο γέροντας Ιάκωβος (Τσαλίκης): Δεν επιτρέπεται ο ένας πνευματικός να αλλάζει τον κανόνα του άλλου πνευματικού. Ήλθε σε μένα μία γριά και εξομολογήθηκε και της έβαλα κανόνα να μην κοινωνήσει για 3 χρόνια. Ο ιερέας και πνευματικός της ενορίας της ρώτησε τη γιαγιά γιατί δεν κοινωνά. Αυτή του απάντησε: Μου έβαλε «κανόνα» ο πατήρ Ιάκωβος να μην κοινωνήσω τρία χρόνια.
- Γιατί σου έβαλε τέτοιο κανόνα; τη ρώτησε. Και όταν η γιαγιά είπε την αιτία, της απαντά ο εφημέριος:
- Όχι, γιαγιά, μη στεναχωριέσαι, ο πατήρ Ιάκωβος είναι αγράμματος καλόγερος, τι ξέρει από αυτά, εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω. Όταν η γιαγιά πήγε την Κυριακή να κοινωνήσει ένιωσε στο στόμα της την Αγία λαβίδα άδεια και κρύα. Ένα «χλιαράκι» (κουταλάκι) άδειο και κρύο, όπως είπε, ούτε κατάλαβε γεύση θείας κοινωνίας στο στόμα της και αυτό της έκανε μεγάλη εντύπωση. Όταν επαναλήφθηκε το ίδιο γεγονός άλλες δύο Κυριακές ανησύχησε και ξανανέβηκε στο μοναστήρι και μου εξομολογήθηκε τα γεγονότα. Τότε της είπα:
- Παιδί μου, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα τον οποίο σου έβαλα. Οι Κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται» (Ένας άγιος Γέροντας… σελ. 17-18).