Γενικά δεν τους ταιριάζει ο γάμος ως μυστήριο. Δεν βρίσκουν σ’ αυτό ούτε ορατό σημείο ούτε μετάδοση θείας χάριτος ούτε και επαγγελία αφέσεως αμαρτιών, την οποία πρέπει να διακονούν τα γνήσια μυστήρια. Είναι δε γι’ αυτούς μόνο θεία διάταξη δια της οποίας αποσκοπείται η μετάδοση του ανθρώπινου γένους. Από την άποψη αυτή ο γάμος των απίστων και των μη αναγεννημένων θεωρείται εξίσου ιερός, μη υπολειπόμενος του γάμου των Χριστιανών. Από προτεσταντικούς δε κύκλους προέκυψε και ο πολιτικός γάμος, ένα συμβόλαιο κοινωνικό, που καμιά σχέση δεν έχει με την ευλογία της Εκκλησίας και την καθαγίαση αυτού ως ιερού συζυγικού δεσμού. Ο πολιτικός γάμος, ως μη ώφελε, παρεισέφρησε τελευταία και στην ορθόδοξη χώρα μας, αποτελώντας εμπαιγμό του δόγματος, του ήθους και της μυστηριακής υποστάσεως της Ορθοδοξίας!
Ως αιτία διαλύσεως του γάμου οι Διαμαρτυρόμενοι θεωρούν την πορνεία και την εγκατάλειψη. Αυτό όμως δεν είναι και πολύ ακόλουθο με τη βασική τους περί γάμου εκδοχή, γιατί μια και δεν τον θεωρούν ως μυστήριο, αλλά μάλλον ως σχέση φυσική, δεν είναι λογικό να μη δέχονται την αυθαίρετη διάλυσή του. Δέχονται και αυτοί τους μικτούς γάμους, ως κώλυμα δε του γάμου δέχονται μόνο τη συγγένεια του αίματος και όχι την πνευματική.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 281-282)