Όχι, δεν θεραπεύονται. Ως προς το πρώτο σκέλος του μυστηρίου (την ίαση της σωματικής νόσου), η θεία χάρη δεν ενεργεί «εξ ανάγκης», όπως γίνεται στα υπόλοιπα μυστήρια. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα έκλειναν όλα τα νοσοκομεία και τα ιατρεία. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους πιστούς σε περίπτωση σωματικής ασθένειας προτιμούν να επισκέπτονται τους φυσικούς γιατρούς (όχι βέβαια αδικαιολόγητα) παρά τους πνευματικούς (τους ιερείς). Το ότι δεν θεραπεύονται παντότε οι σωματικές ασθένειες αυτό δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πίστεως από μέρους του ασθενούντος που δέχεται το ιερό μυστήριο, αλλά γενικότερα στη θεία βούληση, η οποία θέλησε μεν την ίαση των ασθενούντων μελών της Εκκλησίας (η οποία πολλάκις πραγματοποιείται), όχι όμως και να εξαλείψει ολοσχερώς τις σωματικές ασθένειες η ν’ αποσοβήσει το θάνατο, πράγματα που είναι άλλωστε σημαντικά μέσα στους παιδαγωγικούς σκοπούς της θείας πρόνοιας.
Αν όμως το μυστήριο του ευχελαίου δεν λειτουργεί εξ ανάγκης ως προς το πρώτο σκέλος του (την ίαση των ασθενειών), λειτουργεί πάντοτε εξ ανάγκης όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία συνδέει το ευχέλαιο με τη μετάνοια, επιτελώντας αυτό και σε υγιείς πιστούς, οι οποίοι ετοιμάζονται για την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων. Δυσκολία αναφύεται μόνο ως προς το είδος των αμαρτιών που συγχωρούνται στο ευχέλαιο, δεδομένου ότι για την άφεση των αμαρτημάτων υπάρχει ειδικό μυστήριο, η μετάνοια και η εξομολόγηση, στο οποίο είναι υποχρεωμένος να προσέλθει ο πιστός.
Το ευχέλαιο μπορεί να αντικαταστήσει τη μετάνοια; Αν δε ο πιστός έλαβε άφεση στο μυστήριο της μετάνοιας, τί περισσό θα έχει από το ευχέλαιο; Να υποθέσουμε, ότι στους ασθενούντες πιστούς το ευχέλαιο εξαφανίζει τα όποια εναπομείναντα λείψανα της αμαρτίας, που συνδέονται με τη σωματική ασθένεια, ή τις αμαρτίες εκείνες που λόγω καταστάσεώς του ο ασθενής αδυνατεί να εξομολογηθεί στον ιερέα; Ποιος άραγε γνωρίζει αυτά τα πράγματα;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 284-285)