«Ο πολύ αγαθός μας Θεός, βλέπων την άγνοια όπου είχον, δεν με άφησεν εις το σφάλμα, αν και κάθε ολίγον ήρχοντο οι του Ματθαίου (αρχηγός της ακραίας παράταξης των Ζηλωτών[Παλαιοημερολογιτών]) και μου έλεγαν τα συνήθη.
Ενώ εγώ αντιθέτως τούς έλεγα ότι το σχίσμα είναι χειρότερο όλων, η δε ομόνοια είναι Θεού εντολή και φέρει καλά αποτελέσματα. Τέλος, βλέποντας ο Θεός την ψυχή μου ζωηράν και φαεινοτέραν του ηλίου, μού υπέδειξεν, ότι είμαι έξω πεσμένος και ότι όλοι αυτοί του Ματθαίου και οι λοιποί όπου εχωρίσθησαν, είναι εσφαλμένοι και δημιουργούν ανόνητον (=ανώφελο) σχίσμα εις βάρος της υπερηφάνου ψυχής των. Καθότι, άλλο δεν είναι το αίτιον, ει μη ο εγωισμός των.
Δεν έχω καιρόν να σας γράψω το θαύμα που έγινε εις εμένα. Ως εκ τούτου εφώναξα τον πάτερ Αντώνιον να με εξηγήσει πώς έχει το πράγμα και είδον αληθώς ότι έσφαλα εξ’ αγνοίας. Βλέπεις λοιπόν την αγαθότητα του Κυρίου μας; Ότι ο άνθρωπος πολλάκις εξ’ αγνοίας πλανάται, ή άλλοι τον παρασύρουν. Αλλά όταν είναι ευθείας ψυχής, δεν αφήνει ο Κύριος, αλλά πολλαχώς θα τον φέρει να τον φωτίσει» (Επιστολές και Ποιήματα σελ. 125)