168. «όλον μεν τον άνθρωπον εν τη γαστρί σου ανέπλασεν»
Ο Θεός, στο «εργαστήριον» της Θεοτόκου εργάσθηκε και άλλα θαυμαστά έργα. Ένα τέτοιο βασικό έργο ήταν και η ανάπλασις του πεσμένου ανθρώπου. Ο Κύριος, με αλλά λόγια, μέσα στο «νοητόν παράδεισον», τη Θεοτόκο αναδημιούργησε τον Αδάμ, χρησιμοποιώντας εντελώς νέα υλικά: Στη δεύτερη αυτή δημιουργία του ανθρώπου, ο Θεός χρησιμοποιεί για δομικό υλικό όχι πλέον τον «χουν από της γης» (Γεν. β' 7) , αλλά την άχραντη σάρκα της Παρθένου, την οποία ενώνει με τη θεία φύσι του Υιού και Λόγου. Έτσι δημιουργείται μια καινούργια ανθρώπινη ύπαρξις, όπως τη γνωρίσαμε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Η ανάπλασις λοιπόν της ανθρωπίνης φύσεως επιτεύχθηκε με την «πρόσληψί» της από τη θεία φύσι του Υιού του Θεού. Η ανθρώπινη φύσις δεν είναι πια αδύνατη, αλλά πανίσχυρη και παντοδύναμη, εγκεντρισμένη στη θεία υπόστασι του Υιού του Θεού. Η ανθρώπινη ύπαρξις δεν είναι πια «κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος» (Ματθ. ια' 7) , αλλά μοιάζει με «Κέδρο του Λιβάνου» (Ψαλμ. 91, 12) . Η πτώσις και η συντριβή της δεν είναι πια εύκολη, όπως ήταν στην περίπτωσι του πρώτου Αδάμ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο διάβολος υπελόγιζε στο ευάλωτο της παλαιάς φύσεως και γι’ αυτό «προσήλθε τω Ιησού πειράζων» (Ματθ. δ’ 3 - 11) . Θα εξεπλάγη όμως από την αυθεντικότητα και τη δύναμη της νέας εν τω Χριστώ ανθρωπίνης φύσεως.
Η νέα ανθρώπινη φύσις που ήταν ενωμένη με τη θεία, στο πρόσωπο του Χριστού, εκτός από την αυθεντικότητα, διέθετε και άλλες τελειότητες και χαρίσματα, όπως είναι η υπερφυσική γνώσις, η αγιότης και αναμαρτησία,, η υπερφυσική δύναμις και η θέωσις (ΔΤ/2, 128). Όταν διαβάζωμε τα ιερά Ευαγγέλια μένομε έκπληκτοι μπροστά στα χαρίσματα της ανθρωπίνης φύσεως, όπως τη βλέπομε εξυψωμένη, χαριτωμένη, δυνατή, θεωμένη στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)