170. «Ανεκαινίσθη ο κόσμος εν τη κυήσει σου».
Στο εργαστήριο της Θεοτόκου δεν αναπλάσθηκε μόνο ο άνθρωπος, οντολογικά και ηθικά, όπως είδαμε, αλλά και ολόκληρη η φυσική δημιουργία,. Με την Ενσάρκωσι η Θεοτόκος συνήργησε στην αναδημιουργία και ανακαίνισι της Κτίσεως: «Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η Κτίσις», ψάλλει ο υμνωδός. Και ο ι. Δαμασκηνός λέει ότι «δια της Θεοτόκου, ο κτίστης πάσαν την κτίσιν προς το κρείττον μετεστοιχείωσεν» (Δ, 66).
«Η νεουργία όμως αυτή, αποτελούσα τον κύριον λόγον της θείας του Λόγου ενανθρωπήσεως, εξυπακούει την παλαίωσιν της κτίσεως. Όντως η φύσις επαλαιώθη εν τω αρχαίω κήπω της Εδέμ. Η παράβασις του Γενάρχου ηχρείωσεν αυτήν, απέσβεσε τους θεοειδείς χαρακτήρας της, εζόφωσε το αρχαίον κάλλος της, εμελάνωσε την θεοείδειαν και την θεομορφίαν της. Δια της παραβάσεως του Αδάμ η φύσις ενεδύθη την μελάνωσιν της αμαρτίας, περιεβλήθη το ζοφώδες πνεύμα της πονηρίας... Ο Κύριος ήλθεν επί της γης, ίνα ανακαλέση την φύσιν εις την αρχαίαν αυτής ευγένειαν... Ήλθεν ίνα μεταπλάση την φύσιν εν τω χαλκίω της χάριτος, αναχωνεύση αυτήν μετά της θείας ενεργείας και δυνάμεως, ανακτίση και μεταστοιχειώση αυτήν δια της μετά του Θεού αφράστου κοινωνίας και ενώσεώς της. Και ταύτα πάντα ετέλεσεν ο Σωτήρ εν τη θεοχωρήτω μήτρα της Παρθένου... Εν τη μήτρα της Παρθένου ανέλαμψεν η φύσις εν πάση τη προπτωτική αίγλη αυτής... Εν τη μήτρα, της Παρθένου η φύσις ανέλαμψεν εν όλω τω θεοδυνάμω μεγαλείω της, φερομένη και διαπερωμένη υπό της θεότητος» (Θεοδώρου, 69 - 70) .
Η πτώσις του ανθρώπου είχε σαν συνέπεια την αχρείωσι της Δημιουργίας. Μετά το ηθικό κακό ακολούθησε το φυσικό κακό: την αποστασία του ανθρώπου από τον Θεό ακολούθησε η επανάστασις του ζωϊκού βασιλείου εναντίον του αποστάτου πρώην βασιλέα της κτίσεως καθώς και η δυσαρμονία των στοιχείων και των δυνάμεων της «ρύσεως (σεισμοί, καταποντισμοί, πυρκαϊές, λοιμοί και λιμοί, ανομβρίες κλπ.) . Η κτίσις έπαυσε να είναι Παράδεισος και γέμισε «ακάνθας και τριβόλους»˙ έγινε και αυτή φθαρτή, παράγων εξουθενώσεως του πεσμένου ανθρώπου, ο οποίος τρώει πια το ψωμί του «εν ιδρώτι του προσώπου του» (Γεν. γ’ 18). Γενικά, η κτίσις έχασε τον ιερό της χαρακτήρα και υποδουλώθηκε στην εξουσία του διαβόλου, ο οποίος έγινε «κοσμοκράτωρ του αιώνος τούτου» (Εφ. στ' 12) . Η κτίσις έτσι απέκτησε δαιμονικό χαρακτήρα και ο διάβολος, χρησιμοποιώντας τα διάφορα στοιχεία της φύσεως (κεραυνό, φωτιά, νερό, δένδρα κλπ. πρβλ. «ανιμισμός») επηρέαζε τους ανθρώπους και ασκούσε φοβερή επικυριαρχία στη ζωή και την ύπαρξί τους.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)