Τονίζει ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, τα εξής πολύ σημαντικά για την ευχαριστία που πρέπει να αποδίδουμε στο Θεό κατά την προσευχή:
«Η Θεία χάρη μας εφοδίασε με άφθονα, κάθε είδους αγαθά, και για ν’ ανταποδώσουμε όλα όσα λάβαμε έχουμε αυτό μόνο, να προσπαθούμε να ξεπληρώσουμε τον Ευεργέτη μας με την προσευχή και την ευχαριστία.
Στοχάζομαι, λοιπόν, ότι κι αν ακόμα συμπαρατείνουμε σε όλο το μάκρος της ζωής μας τη συνομιλία μας με το Θεό με ευχαριστία και προσευχή, μας απομένει τόσο ακόμα για να εξοφλήσουμε τον Ευεργέτη, όσο εάν ούτε καν είχαμε προθυμοποιηθεί να κάνουμε αρχή της αντιπροσφοράς σ’ Αυτόν!
Το διάστημα του χρόνου το διαιρούμε σε τρία μέρη: Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η ευεργεσία του Θεού γίνεται αντιληπτή στα τρία αυτά στάδια.
Αν αναλογιστείς το παρόν, σ’ αυτό είναι που ζεις. Αν αναλογιστείς το μέλλον, Εκείνος είναι η ελπίδα των προσδοκιών σου. Αν αναλογιστείς το παρελθόν, δεν θα υπήρχε βέβαια αν δεν είχες δημιουργηθεί από Εκείνον.
Ευεργετήθηκες παίρνοντας την ίδια σου την ύπαρξη από Εκείνον κι αφού έγινες ευεργετήθηκες πάλι, αφού ζεις και κινείσαι μέσα σ’ Αυτόν, όπως λέγει ο Απόστολος (Πράξ. 17, 28). Από την ίδια ενέργεια εξαρτώνται κι οι ελπίδες για τα μελλοντικά. Εσύ είσαι μόνο του παρόντος κύριος.
Ώστε, κι αν ακόμα δε σταματήσεις ποτέ να ευχαριστείς το Θεό, μόλις θα ξεπληρώσεις τη χάρη για το παρόν και δεν μπορείς να επινοήσεις ένα τρόπο ν’ ανταποδώσεις το χρέος σου ούτε για το μέλλον ούτε για το παρελθόν.
Κι ενώ είμαστε σε τόση αδυναμία να ευχαριστούμε, δε δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας ούτε όσο μπορούμε. Δε λέω όλη την ημέρα, αλλά ούτε πολλοστημόριο της μέρας μας δεν αφιερώνουμε στην απασχόληση μας με το Θεό.
Ποιος έστρωσε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου;
Ποιος με την επινοητικότητά μας, μας έκανε να διαπλέουμε την υγρή φύση;
Ποιος στερέωσε για χάρη μου το θόλο του ουρανού;
Ποιος μου ανάβει τη λαμπάδα του ήλιου;
Ποιος στέλνει στα φαράγγια τις πηγές;
Ποιος άνοιξε τα περάσματα των ποταμών;
Ποιος έβαλε στο ζυγό να με υπηρετούν τα άλογα ζώα;
Ποιος έμενα την αναίσθητη σκόνη μ’ έκανε να πλημμυρίσω από ζωή και σκέψη;
Ποιος διαμόρφωσε αυτόν εδώ τον πηλό σύμφωνα με την εικόνα της Θείας σφραγίδας;
Ποιος επανέφερε στην πρωταρχική χάρη τη Θεία εικόνα που είχε θαμπώσει απ’ την αμαρτία;
Κι ενώ είχα δεχθεί έξωση απ’ τον Παράδεισο κι είχα απομακρυνθεί απ’ το δέντρο της ζωής κι είχα κατασκεπαστεί στο βάραθρο της υλικής ζωής, ποιος με έλκει στην αρχική μακαριότητα; «Δεν υπάρχει ο συνετός», λέγει η Γραφή (Ρωμ. 3, II).
Γιατί ασφαλώς αν σκεπτόμασταν όλ’ αυτά θα συνεχίζαμε ακατάπαυστη και ασταμάτητη την ευχαριστία μας σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Ενώ τώρα όλοι σχεδόν οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι μόνο για ό,τι υλικό. Γι’ αυτό δείχνουν ενδιαφέρον και προθυμία, μ’ αυτά καταγίνεται και η μνήμη και η ελπίδα. Ούτε νυστάζει, ούτε κοιμάται ο άνθρωπος επιθυμώντας σε κάθε πράγμα το περισσότερο, όπου μπορεί ν’ αποκτήσει το περισσότερο.
Είτε στην τιμή και τη δόξα είτε στα χρήματα και την περιουσία είτε στη νόσο του θυμού, σ’ αυτά όλα η ανθρώπινη φύση αποβλέπει στο περισσότερο. Για τα αληθινά αγαθά του Θεού λόγος κανένας, ούτε γι’ αυτά που βλέπουμε ούτε γι’ αυτά που μας έχει υποσχεθεί».
(«Εις την Προσευχήν», Λόγος Α’)