172. «Εύα μεν τω της παρακοής νοσήματι την κατάραν εισωκήσατο˙ Συ δε τω της κυοφορίας βλαστήματι τω κόσμω την ευλογίαν εξήνθησας»
Η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη «δεύτερη Εύα», τη Θεοτόκο είναι η εξής: η Εύα αρνήθηκε να συνεργασθή με τον Θεό στην εφαρμογή του σχεδίου του για τον άνθρωπο και τον κόσμο, ενώ η Θεοτόκος δέχθηκε. Η Παρθένος Μαρία έγινε έτσι η αποκατάστασις της Εύας, όπως είπαμε. Η υπακοή δε της Θεοτόκου είχε και αυτή συνέπειες, όπως και η παρακοή της Εύας. Η παρακοή της πρώτη Εύας, σαν θανατηφόρο μικρόβιο μεταδόθηκε στο σώμα της ανθρωπότητος, η οποία έτσι κληρονόμησε την κατάρα του θανάτου. Η υπακοή όμως της δεύτερης Εύας έγινε αφορμή ν’ ανθίση στον κόσμο το λουλούδι της ευλογίας και της χαράς.
Δυό άνθρωποι — δυό διαφορετικές στάσεις απέναντι στο Θεό. Δύο διαφορετικοί δρόμοι για τον άνθρωπο.
Ο Θεός είναι αναλλοίωτα αγαθός. Δεν διαφοροποιείται. Εκείνος που διαφοροποιείται είναι ο άνθρωπος. Όταν ο άνθρωπος υπακούη και συνεργάζεται με τον Θεό, τότε οικειοποιείται και απολαμβάνει τα αγαθά που πηγάζουν από την μακαρία ζωή της Παναγίας Τριάδος. Όταν όμως ο άνθρωπος αντιδρά και δεν θέλει να υπακούση στον Θεό, τότε η φύσις και η ζωή του διαφοροποιείται και γνωρίζει την κατάρα και τη δυσαρμονία.
Αυτό αποδεικνύει, ότι ο άνθρωπος είναι μια εξαρτημένη ύπαρξις. Η ζωή και η ευτυχία του εξαρτάται από τη σχέσι του με τον Θεό. Η εξάρτησις όμως αυτή από τον Θεό δεν έχει την έννοια της δεσμεύσεως και της δουλείας, αλλά της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας. Διότι, κοντά στον Θεό που είναι απόλυτα ελεύθερος, αδέσμευτος και «ανενδεής» (=δεν έχει ανάγκη από κανένα και από τίποτε), ο άνθρωπος βρίσκει τις κατάλληλες συνθήκες για να ζήση ελεύθερα και να αναπτυχθή ελεύθερα. Μακρυά απ’ τον Θεό χάνει τις συνθήκες αυτές ο άνθρωπος και επομένως γνωρίζει τον μαρασμό, τη δουλεία και τον θάνατο. Και όπως γράφει ο Μ. Βασίλειος, «όσον ο Αδάμ απεμακρύνετο εκ της ζωής, τόσον επλησίαζε προς τον θάνατον. Καθ' όσον ο Θεός είναι ζωή, στέρησις δε του Θεού (της ζωής) ο θάνατος».
Σύμφωνα με αυτά, γίνεται φανερό ότι ο Θεός είναι ό,τι το οξυγόνο για τα έμψυχα πλάσματα του πλανήτη μας. Ζούμε και κινούμεθα και απολαμβάνομε τη ζωή, χάρις στο οξυγόνο της γης. Όταν όμως βρεθούμε στο χάος του διαστήματος, θα γνωρίσωμε οπωσδήποτε τον θάνατο, από έλλειψι οξυγόνου. Η δυστυχία ή ευτυχία, η ζωή ή ο θάνατος του ανθρώπου εξαρτάται επομένως από τη θέσι που θα πάρη ο άνθρωπος έναντι του Θεού. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η ζωή κοντά στον Θεό είναι «η φυσιολογική» κατάστασις ζωής για τον άνθρωπο. Ενώ η ζωή μακρυά από τον Θεό σαν κατάστασις θανάτου είναι αφύσικη. Η υπακοή επομένως ή η ανυπακοή στον Θεό δεν είναι θέμα «γούστου» για τον άνθρωπο, αλλά ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Φώτισον Αγνή την ψυχήν μου, τη αμαρτία σκοτισθείσαν.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)