...Ο αββάς Παύλος έφτασε στην ηλικία των εκατό και δεκατριών ετών.Τότε και ο Μέγας Αντώνιος ήταν ενενήντα χρόνων και πολλές φορές σκεπτόταν και απορούσε λέγοντας. Άραγε θα υπάρχη άλλος Μοναχός στην πιο βαθειά έρημο; Μια νύκτα ήλθε Άγγελος Κυρίου και του λέγει: Πήγαινε γρήγορα στο βάθος της ερήμου, να βρεις τον Αββά Παύλο, ο οποίος είναι πιο ενάρετος από σένα και θα λάβεις μεγάλη ωφέλεια από αυτόν. Όταν άκουσε αυτά δεν καθυστέρησε καθόλου, αλλά αφού περιφρόνησε την αδυναμία των γηρατειών, την μεγάλη οδοιπορία και όλα τα άλλα εμπόδια, ξεκίνησε το πρωί και περπατώντας όλη την ημέρα εκαίγετο από τον καφτερό ήλιο. Είχε όμως την ελπίδα στον Κύριο ότι θα του δείξει τον έμψυχο θησαυρό, και δεν σκεπτόταν καθόλου τις δυσκολίες του δρόμου.
Την τρίτη ημέρα είδε ένα λιοντάρι, που ανέβαινε βιαστικά σε ένα βουνό. Ο δε Όσιος γνωρίζοντας ότι ο Θεός τον άκουσε, ακολούθησε το θηρίο και έτσι έφθασε στο σπήλαιο. Τότε το μεν λιοντάρι μπήκε στο σπήλαιο, ο δε όσιος έμεινε απ’ έξω. Έτσι, αφού άφησε για την αγάπη κάθε δειλία και φόβο, ξεκίνησε γρήγορα να μπει μέσα σε αυτό και από την βιασύνη του σκόνταψε σε μια πέτρα και κτύπησε λίγο το πόδι του.
Ακούγοντας τον θόρυβο ο ευρισκόμενος μέσα στο σπήλαιο Όσιος Παύλος, έκλεισε την πόρτα, ο δε όσιος Αντώνιος τον παρακαλούσε από έξω λέγοντας: ”Σε παρακαλώ για τον Κύριο, Όσιε Πάτερ, άνοιξέ μου για να δω το σεβάσμιο πρόσωπο σου.” Ο δε Όσιος Παύλος, θέλοντας να τον δοκιμάσει δεν άνοιγε. Έτσι, επειδή δεν μπορούσε ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπο της οδοιπορίας και το κτύπημα να στέκεται όρθιος, έπεσε με το πρόσωπο στην γη και έμεινε έτσι εξ ώρες να τον παρακαλεί.
Βλέποντας τον ήλιο να πλησιάζει την δύση του, παρακαλούσε πιο θερμά τον Όσιο να του ανοίξει την είσοδο. Ο δε Όσιος τον ρώτησε από μέσα ποιος ήταν, από που ήλθε και τι ζητούσε. Ο Αντώνιος του αποκρίθηκε λέγοντάς του την αλήθεια και πρόσθεσε: Άνθρωπε του Θεού, γνωρίζω πως δεν είμαι άξιος να σε δω και να συναντηθούμε, αλλά μάθε ότι δεν φεύγω από δω αν δεν απολαύσω την ποθούμενη μου θέα σου και τα γλυκύτατα σου λόγια. Γι’ αυτό περπάτησα ο γηραιός τόσο δρόμο ,και δεν λογάριασα τόση ταλαιπωρία, και βάσανα και τον φόβο των θηρίων, ω επώνυμε και μιμητά του Παύλου, τα άγρια θηρία φιλοξενείς και τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, αν και αμαρτωλό και ανάξιο αποστρέφεσαι; …αλλά δεν φεύγω από εδώ έως να μου ανοίξεις , ακόμα και να πεθάνω έξω από την πόρτα σου, κι έτσι νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαχνία σου. Αυτά έλεγε ο Αντώνιος κλαίγοντας.
Και απαντώντας του ο Παύλος “χαριέντως” του λέγει: Όποιος ζητεί δεν φοβερίζει κι όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει. Και ανοίγοντάς του τον υποδέχεται εγκάρδια: “Καλώς ήρθες αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε”. Έτσι αφού κατασπάσθηκε ο ένας τον άλλο εν φιλήματι αγίω και αφού συνομιλούσαν με λόγια θεϊκά, αισθάνθηκαν μεγάλη πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έπειτα είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο: Τι ανάγκη είχες αδελφέ να κακοπαθήσεις τόσο να έλθεις έως εδώ , για να δεις έναν σαπρό και άχρηστο γέροντα ο οποίος πρόκειται σε λίγο να πεθάνει;…
Κι ενώ συνομιλούσαν οι Άγιοι, βλέπουν πάνω σε ένα κλαδί δένδρου, κόρακα να βαστάζει ένα ολόκληρο άρτο, ο οποίος αφού πέταξε από το δένδρο τοποθέτησε τον άρτο ανάμεσα τους. Ενώ θαύμαζε ο Όσιος Αντώνιος αυτό το παράδοξο του είπε ο Όσιος : Στα αλήθεια, αδελφέ Αντώνιε, πολύ φιλάνθρωπος και Ελεήμων είναι ο Κύριος χορηγώντας σπόρο σε αυτόν που σπέρνει και άρτο για τροφή. Εξήντα χρόνια είναι όπου μου φέρνει την τροφή ο κόρακας αυτός, όπως είδες και όχι ένα άρτο, αλλά το μισό και σήμερα για την παρουσία σου διπλασίασε ο αγαθός Τροφεύς και Δεσπότης την τροφή.
Ευχαρίστησαν τον Θεό και οι δυο και πήγαν στην πηγή να δειπνήσουν («παξιμαδήσουσι»). «Και φιλονικούντες ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, συνερίζουνταν τις να κόψη τον άρτον, να ευλογήση την τράπεζαν, κι επροτίμα ένας τον άλλον τους»… «Τέλος, συμφώνως έλαβε πας ένας τον άρτον από το ένα μέρος.» Και τον έκοψαν μαζί εις το Όνομα του Κυρίου. …Αφού έφαγαν ο Όσιος, έκαναν αγρυπνία όλη την νύκτα, προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο, και το πρωί είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο. Είναι πολλές μέρες, όπου μου απεκάλυψε ο Κύριος μας, ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο, και μου υποσχέθηκε ότι θα σε ιδώ προτού τελειώσει η ζωή μου. Τώρα λοιπόν κατά την υπόσχεση σε απέστειλε να ενταφιάσεις το σώμα μου.
Όταν άκουσε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, έτρεχαν τα δάκρυα του σαν ποτάμι , κλαίοντας για τον χωρισμό και τον παρακαλούσε θερμά να κάνη δέηση προς τον Κύριο, για να πάει και αυτός στην συνοδεία του.
Σε παρακαλώ για την αγάπη μου, να μην βαρεθείς μέσα στους άλλους κόπους σου, αλλά να μου φέρεις τον μανδύα που σου έδωσε ο Επίσκοπος (Μέγας) Αθανάσιος, διότι έχω πολλή ευλάβεια να ενταφιάσεις με εκείνον το λείψανό μου.
Αυτό, βέβαια, το έλεγε ο Παύλος μόνον ως πρόφαση, ώστε να μην είναι παρών κατά την κοίμησή του ο Αντώνιος και λυπηθεί περισσότερο. Και ούτε είχε ανάγκη από το ιμάτιο κατά τον θάνατο. Θαυμάζοντας ο Αντώνιος το «προορατικόν πνεύμα» του Οσίου, τον ευλαβείτο ως Άγγελο και δακρύζοντας του φίλησε τα χέρια και τα μάτια. Και ζητώντας του συγχώρεση, έφυγε γρήγορα για το κελί του.
Αφού πήρε λίγη τροφή επήρε τον μανδύα που του είπε και έτρεχε γρήγορα προς αυτό που επιθυμούσε, διψώντας τον Παύλο, βλέποντας προς τον Παύλο, “τον οποίον είχεν τροφήν σώματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του”.. Προσπαθούσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα να περπατήσει, επειδή φοβόταν μήπως και δεν τον φθάσει ζωντανό για να πάρει την ευλογία του.
Αφού περπάτησε όλη την πρώτη ημέρα και μέρος από την δεύτερη, είδε στο δρόμο με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα, Αγγέλων, Προφητών και χορούς Αποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων και Όσιων και μαζί με αυτούς, την ψυχή του Παύλου να λάμπει περισσότερο από το χιόνι, την οποίαν πήγαιναν με πολλή χαρά στα ουράνια. Όταν είδε αυτά έπεσε με το πρόσωπο στην γη, και αφού έβαλε άμμο στο κεφάλι του, κτυπούσε το πρόσωπο του “οδυρόμενος”. Αφού έκλαψε πολλή ώρα, έτρεχε και αισθανόταν τόσο δύναμη στο σώμα του, σαν να ήταν νέος και ακόμη περισσότερο.
Όταν έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό και είχε προς τον ουρανό υψωμένα τα χέρια του και το πρόσωπο. Επειδή νόμισε λοιπόν ότι ήταν ακόμη ζωντανός και προσευχόταν, συμπροσευχόταν και αυτός πολλή ώρα και έβλεπε με προσοχή εάν κουνηθεί κάποιο μέλος του Αγίου ή αν στενάξει ή αν κάνη κάτι που κάνουν οι ζωντανοί, για να γνωρίσει την αλήθεια. Αφού πέρασε πολύ ώρα και καθόλου δεν κινήθηκε, κατάλαβε ότι τελείωσε προσευχόμενος. Τότε πήγε με πολλή ευλάβεια και αγκάλιασε εκείνο το σεβασμιότατο λείψανο και συνεχώς το ασπάζονταν, κλαίοντας επειδή δεν τον γνώρισε πολύ πιο μπροστά για να απολαύσει την συνομιλία του προς ψυχική του ωφέλεια.
Αφού τύλιξε αυτό με τον μανδύα, που έφερε, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να σκάψει την γη επειδή δεν πήρε μαζί του κάποιο εργαλείο όταν αναχώρησε από το κελί του.
Στεκόταν λοιπόν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος να μην φύγει “έως να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν”. Τότε βλέπει να έρχονται τρέχοντας προς αυτόν δύο “φοβερώτατοι” λέοντες από το βάθος της έρημου . Στην αρχή μεν φοβήθηκε σαν άνθρωπος. Αλλά στήριξε την καρδιά του προς τον Κύριο κι έμεινε χωρίς φόβο. Τα δε λιοντάρια αφού πλησίασαν πρώτα στον μακάριο Παύλο κουνούσαν τις ουρές τους και με τις γλώσσες τους, έγλειφαν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος είχε τελειώσει, μούγκρισαν πέφτοντας στα πόδια του με πολλή θλίψη σαν άνθρωποι. Ο δε Όσιος θαύμασε βλέποντας ότι και τα θηρία είχαν στεναχωρηθεί για την αναχώρηση του Παύλου. “Αφού δε επέρασεν ολίγον η λύπη τους, ηγέρθησαν” και έσκαψαν την γη με τα νύχια τους κάνοντας τάφο ίσα ακριβώς με το λείψανο, και έβγαλαν το χώμα με τα πόδια τους. Έπειτα πήγαν στον Αντώνιο σαν να του ζητούσαν ευλογία “δια τον μισθόν του κόπου τους”, κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και έβαλαν κάτω το κεφάλι τους και έκαναν και άλλα τέτοια σχήματα.
Ο δε Όσιος Αντώνιος αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό αυτά προσευχήθηκε: «Κύριε ο Θεός που τα γνωρίζεις όλα, που χωρίς την εντολή Σου ούτε φύλλο από το δένδρο δεν πέφτει, ούτε πουλί στην γη δεν κατεβαίνει, Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και τον μισθό στα θηρία αυτά».
Αυτά αφού είπε ο θείος Αντώνιος, έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια για να αναχωρήσουν. Αυτά αφού πήγαν πάλι στο ιερό λείψανο του Παύλου και κατεσπάσθηκαν αυτό αναχώρησαν.
Ο δε Αντώνιος, βαστάζοντας το ιερό λείψανο το ενταφίασε το έτος 341, στις 15 Ιανουαρίου. Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε το έτος 227 στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου, το δε έτος 250 έφυγε στην έρημο. Έζησε δε στο σπήλαιο 91 έτη, όλα δε τα χρόνια του ήσαν 114.
Περίμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μία ημέρα, για να δη εάν έλθει πάλι ο κόρακας με τον άρτο, αλλά δεν φάνηκε. Και αφού έγινε κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρε εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεψε στο Μοναστήρι διηγούμενος στους Μοναχούς όλα τα προηγούμενα, την δε στολή του Οσίου Παύλου την είχε σε τόση μεγάλη τιμή και καύχημα, ώστε την φορούσε το Άγιον Πάσχα και τις άλλες μεγάλες εορτές.
(πηγή: Νέος Παράδεισος Αγαπίου Λάνδου μοναχού του Κρητός , σελ.359-364)