Έλεγε ο άγιος Παϊσιος: ‘‘Γιορτάζει ο υποτακτικός του Μεγάλου Αντωνίου, ο Μέγας Αθανάσιος”!
Μαθητής και βιογράφος του υπήρξε ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, τότε Διάκονος, ο πόθος του για υψηλή πνευματική εργασία τον οδήγησε στην έρημο της Θηβαΐδας, στον καθηγητή της ερήμου τον Μέγα Αντώνιο, όπου παρέμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αργότερα κατέγραψε τον θαυμαστό βίο του και μας τον παρέδωσε σαν κειμήλιο μεγάλης πνευματικής αξίας.
Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Ούτω παρά πάντων ήτο προσφιλής και όλοι ηξίουν να τον έχουν πνευματικόν πατέρα»,και «Σαν ιατρόν επέστειλεν ο Θεός τον Άγιον Αντώνιον εις την Αίγυπτον. Διότι ποίος ήρχετο προς αυτόν λυπούμενος και δεν υπέστρεφε χαίρων; Ποίος ήρχετο θρηνών διά θάνατον προσφιλών του προσώπων και αμέσως απέβαλε το πένθος; Ποίος ήρχετο οργιζόμενος και εις φιλίαν μετεβάλλετο; Ποίος νέος ήρχετο εις το όρος της ασκήσεως του και θεωρήσας τον ασκητήν Αντώνιον δεν ηρνείτο αμέσως τις ηδονές και ηγάπα την σωφροσύνην;».
Όταν ο Άγιος Αντώνιος αισθάνθηκε ότι η ημέρα της αναχώρησής του έφτασε, λέγει στους μοναχούς, που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει το ραβδί του στον αββά Μακάριο, που ήταν εκεί, την μηλωτή, τον μανδύα του, στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος του τον είχε χαρίσει κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Και τους προβάτινους χιτώνες του, στον μαθητή του αββά Σεραπίωνα. Έπειτα, αφού τους κοίταξε κατάματα τους είπε: Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει. Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την άγια ψυχή του στον Θεό. Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του, σε άγνωστο μέρος. Ήταν 17 Ιανουαρίου 356/363 μ.Χ. Έζησε 105 χρόνια.
Τα Λείψανα του αγίου Αντωνίου ανακαλύφθηκαν στην Αιγυπτιακή έρημο, μετά από όραμα, το έτος 561 επί Ιουστινιανού και μεταφέρθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου περί το 635, λόγω της προελάσεως των Αράβων, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, “ο ηρωικότερος των αγίων και ο αγιότερος των ηρώων”
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έκπληκτος από τον βίο, τους αγώνες και το μεγαλείο του Μεγάλου Αθανασίου εξεφώνησε τον πανηγυρικό στη μνήμη του το έτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝Αθανασίου επαινών, αρετήν επαινέσω˝» (Επαινώντας τον Αθανάσιον θα επαινέσω την αρετήν. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι εις αυτόν επαινώ την αρετήν).
Λέγει πάλι ο Γρηγόριος: “Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του”. (Εγκώμ. εις Αθανάσιον I -ΡG 103 420 Β).
Από τα 46 χρόνια της αρχιερατείας του τα 16 δαπανήθηκαν στις 5 εξορίες που υπέστη, οι οποίες βασίστηκαν σε ανήκουστες συκοφαντίες ότι ήταν φονιάς, μάγος, ανήθικος, φιλοχρήματος, συνωμότης κατά του Βασιλέως και της Πόλεως εμποδίζοντας την εξαγωγή σίτου από την Αλεξάνδρεια. Ο Αθανάσιος όμως, παρ’ όλες τις συκοφαντίες, τις σκευωρίες, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες, έμεινε βράχος ακλόνητος, πιστός στις πεποιθήσεις του και στα πιστεύματά του και πρόθυμος να υποστεί τα πάντα χάριν αυτών.Στην τελευταία του εξορία όταν ο λαός άρχισε να θλίβεται επειδή καθυστερούσε η δικαίωσή του, τον παρηγόρησε με μία πρόταση που έμεινε στην Ιστορία.: “Νεφύδριον εστι και θάττον παραλεύσεται”… συνεφάκι είναι και γρήγορα θα περάσει. Εκοιμήθη 78 ετών στις 2 Μαΐου του 373.