175. «η προ τόκου και «εν τόκω» και «μετά τόκον» πάλιν ούσα Παρθένος.
Το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της Θεοτόκου είναι η «αειπαρθενία» της, το ότι δηλαδή ήταν παρθένος «προ τόκου» (ante partum), «εν τόκω» (in partum) και «μετά τόκον» (post partum). Ο ι. Αυγουστίνος τονίζει: Η Θεοτόκος virgo concepit (παρθένος συνέβαλε), virgo peperit (παρθένος έτεκε), virgo permansit (παρθένος έμεινε).
«Η ονομασία Αειπάρθενος αποκλείει πρωτ’ απ’ όλα κάθε "ερωτική" περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδιάς και του νου. Η σωματική ακεραιότητα ή αφθαρσία δεν είναι παρά το εξωτερικό σημάδι της εσωτερικής καθαρότητας. Το κύριο είναι βεβαίως η καθαρότητα της καρδίας, ο απαραίτητος αυτός όρος για τη "θέα του Θεού"... Δεν είχε κανένα πάθος (η Παναγία), εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «Και νω και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσα (αγ. Ι. Δαμασκηνός, Φλωρόφσκυ, 136) .
Η π ρ ο της γεννήσεως του Χριστού Αειπαρθενία της Θεοτόκου αναφέρεται στην ψυχοσωματική της αγνότητα και ακεραιότητα. Η Παρθένος Μαρία διατηρούσε το σώμα της σε κατάστασι παρθενικής αγνότητος (virginitas corporis). Αλλ’ αυτό ήταν η μία πλευρά της Παρθενίας της. Διότι η άλλη, και η πιο σημαντική ήταν η αγνότης του πνεύματός της (virginitas mentis) . Διότι η παρθενία του πνεύματος της Παρθένου ήταν η προϋπόθεσις της αγνότητος του σώματός της. Όταν ο νους είναι αδούλωτος και ελεύθερος τότε είναι πολύ εύκολη και δυνατή η διατήρησις του σώματος σε κατάστασι ελευθερίας από τις γενετήσιες επιθυμίες και ηδονές (virginitas sensus) . Η Παρθενία δεν είναι απλώς και μόνο μία κατάστασις του σώματος ή ένα φυσικό χαρακτηριστικό. Πάνω απ΄ όλα είναι μία πνευματική και εσωτερική στάσις που χωρίς αυτή η σωματική κατάστασις θα ήταν εντελώς χωρίς νόημα (Φλωρόφσκυ, 135) .
Η Παρθενία και αγνότης περιορίζεται συνήθως στη σωματική ακεραιότητα. Έτσι «παρθενία» για τις νέες θεωρείται συνήθως η ακεραιότης του υμένα και για τους νέους η μη ολοκλήρωσις της γενετησίου πράξεως. Συνέπεια της νοοτροπίας αυτής είναι ότι νέοι και νέες αποφεύγουν μόνο την ωλοκληρωμένη γενετήσιο σχέσι, ενώ διανοητικά και ψυχικά παραδίνονται απόλυτα στην επιθυμία και την ηδονή.
Η σωματική ακεραιότης είναι βέβαια η βάσις, πολύ όμως απέχει από το να καλύπτει απόλυτα την κατάστασι της παρθενίας. Μπορεί να ικανοποιή τον ανατομικό και νομικό όρο, δεν καλύπτει όμως πλήρως και απόλυτα την ηθική κατάστασι της παρθενίας.
Διότι η Παρθενία είναι κυρίως κατάστασις του πνεύματος του ανθρώπου. Και την κατάστασι αυτή την χάνει και χωρίς τη συμμετοχή του σώματος, αλλά με την «επιθυμία» του πνεύματος και μόνο, όπως είπεν ο Κύριος: «Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. ε΄28). Η Παρθενία επομένως προϋποθέτει την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου έναντι του γενετησίου ενστίκτου. Υπό την έννοια αυτή αγνότης και παρθενία είναι η ακεραιότης της ανθρώπινης υπάρξεως, το «αδέσμευτον και αυτεξούσιον», η ελευθερία από τα ένστικτα και τις ορμές της σαρκικής φύσεως και ειδικώτερα του γενετησίου ενστίκτου. Η Παρθενία είναι μία κατάστασις που δεν διαπιστώνεται κυρίως από τον ιατροδικαστή, αλλά κατακυρώνεται και καταμαρτυρείται από το πνεύμα. Και στην περίπτωσι αυτή «το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σάρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ίω. στ' 63). Η Παρθενία επομένως είναι μία ολοκληρωμένη ψυχοσωματική κατάστασις της ανθρωπίνης υπάρξεως. «Παρθενίας όρος το και σώματι και πνεύματι είναι Αγίαν» (Χρυσόστομος, PG 48, 537) . Υπό την έννοια αυτή, η Παρθενία δεν είναι μια εύκολη κατάστασις. Είναι όμως δυνατή και μπορούν να την ζήσουν μόνο όσοι ανήκουν στην τάξι της Παρθένου. Όσοι δηλαδή έχουν την κλήσι («οις δέδοται», Ματθ. ιθ' 11) από τον Κύριο.
Δός μοι Παναγία, πηγήν δακρύων.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)