187. «εζούσε ζωή ανώτερη από τη φύσι».
Η Θεοτόκος ζούσε μια υπερφυσική ζωή. Η ζωή αυτή χαρακτηρίζει τα παιδικά της χρόνια, την εφηβεία της, τη νεανική και την ώριμη ηλικία της. Μια ολόκληρη ζωή πάνω και πέρα από τη φύσι. Η Θεοτόκος ήταν μια μορφή που δημιουργήθηκε για να υπάρχη πάνω από τις κορφές. Πάνω από τις κορφές της φύσεως, του κόσμου, των επιγείων και των επουρανίων. Η Θεοτόκος δημιουργήθηκε ακόμα να ζη πάνω και πέρα απ’ τον εαυτό της: να ζη για τον Θεό και με τον Θεό. Συνεχίζει ο Ι. Δαμασκηνός: «Εζούσες... όχι ζωή δική σου, γιατί εσύ δεν εγεννήθηκες για σένα. Για τον Θεό λοιπόν εζούσες, γι’ Αυτόν ήλθες στη ζωή, Αυτόν πιστά να υπηρετήσης στην παγκόσμια σωτηρία, για να πληρωθή η "προαιώνια απόφασις" του Θεού, η σάρκωσις του Λόγου και η δική μας θέωσι...» (Δ, 91).
Αν η υπερφυσική ζωή ήταν προσωπική κλήσις για τη Θεοτόκο, η χριστιανική ζωή, η ζωή κατά Θεόν είναι μια γενική κλήσις για όλους τους ανθρώπους. Κι αυτή βέβαια η ζωή δεν παύει να είναι υπερφυσική ζωή, μια ζωή δηλαδή πάνω και πέρα από τη φύσι. Όπως μάλιστα κατάντησε η «φύσις» μετά την Πτώσι, τίποτε πια δεν είναι φυσικό, όλα είναι αφύσικα. Κι’ αυτό είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο η χριστιανική ζωή είναι πάνω και πέρα από την αφύσικη αυτή «φύσι».
Η φυσική όμως ζωή του ανθρώπου είναι η ζωή κοντά στο Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό, να ζη με τον Θεό και για τον Θεό. Η ζωή του ανθρώπου προέρχεται από τον Θεό και έχει άμεση σχέσι με τον Δημιουργό. «Ενεφύσησεν ο Θεός εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7) . Η τοποθέτησις του πρώτου ανθρώπου μέσα στον Παράδεισο του Θεού δείχνει καθαρά ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να ζη μαζί με τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να είναι συγκάτοικος και σύνοικος του Θεού! Όλα αυτά, τελικά, φανερώνουν ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να ζη όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με τις ιδιότητες που έχει το ηλιοτρόπιο, το λουλούδι που στρέφεται πάντα προς το μέρος του ήλιου, ή η μαγνητική βελόνα που δείχνει πάντα το πολικό αστέρι! Την μυστική αυτή στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό την περιέγραψαν μια για πάντα δύο μεγάλες υπάρξεις που έζησαν σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές εποχές: Πρώτος ο Δαβίδ (1000 π.X.), με τον υπέροχο στίχο του: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς Σε ο Θεός» (Ψαλμ. 41,1) . Και δεύτερος ο ι. Αυγουστίνος (+430 μ.Χ.) με την ανεπανάληπτη εκείνη προσευχή του: «Για σένα, Θεέ μου, με εδημιούργησες και ανήσυχη θα είναι η ψυχή μου μέχρις ότου έλθη και αναπαυθή κοντά σου!»
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)