Από την Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου
Α. «Υπήρχε μόνο δημόσια εξομολόγηση. Σε αυτήν υποβάλλονταν τα ελαφρά αμαρτήματα, ενώ οι χριστιανοί εύχονταν στο Θεό υπέρ των αμαρτωλών αυτών. «Να εξομολογείστε λοιπόν ο ένας στον άλλον τις αμαρτίες και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να θεραπευτείτε. Έχει μεγάλη δύναμη η προσευχή δίκαιου ανθρώπου όταν είναι ενεργής (εντατική)» (Επιστολή Ιακώβου, 5,16).
Δεν αναφέρεται ιδιαιτέρως συγχωρητική ευχή εκκλησιαστικού λειτουργού, αλλά αυτός βεβαίως συμπροσευχόταν μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Η ευχή αυτού θεωρήθηκε η κυριότερη και σιγά σιγά έπαυσε η ευχή των χριστιανών.
Τα βαριά αμαρτήματα, κατά την επικρατέστερη γνώμη, απέκλειαν ολοτελώς από την Εκκλησία. Η γνώμη αυτή στηρίζεται στην προς Εβραίους επιστολή και την πρώτη επιστολή του Ιωάννη. Σύμφωνα με αυτές, τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα υπάγονταν στην άμεση κρίση του Θεού, άνθρωποι δεν μπορούσαν να αναμιχτούν σε αυτά με προσευχές και δεήσεις. Η σχέση αυτών με αυτά που τελούνταν στη δημόσια εξομολόγηση είναι προφανής. Τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα αποκλείονταν από τη δημόσια εξομολόγηση.
Ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων δεν ήταν καθορισμένος. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πάντοτε περισσότερα από τρία, όχι πάντοτε τον ίδιο αριθμό, και κάθε φορά αναφέρει, όσα από αυτά είχε λόγους για αυτό, ή όσα θυμόταν (Α Κορινθίους, 5,11. 6,9 και εξής, προς Γαλάτας 5,19 και εξής, Α΄ προς Τιμόθεον 1,9 και εξής). Έτσι οι χριστιανοί θα πλησίαζαν κατά το δυνατόν περισσότερο προς το ιδανικό. Ότι αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία αυτοί που αμάρταναν βαριά και ότι ως βαριά αμαρτήματα θεωρούνταν πολλά, ήταν εκδήλωση των ενθουσιαστικών τάσεων της εποχής αυτής, της ιδέας, δηλαδή, ότι πλησίαζε η Δευτέρα παρουσία του Χριστού και η τελική κρίση.
Η ιδέα αυτή έκανε τους χριστιανούς αυστηρότερους με τους εαυτούς τους και με τους άλλους και καθιστούσε τολμηρό, η Εκκλησία να λάβει απόφαση για αυτούς που αμαρτάνουν βαριά, αφού μετά από λίγο ο ίδιος ο Θεός θα αποφάσιζε για αυτούς.
Αυτοί που αμάρταναν βαριά δείχνοντας στο μεταξύ ανάλογη μεταμέλεια, μπορούσαν να ελπίζουν, ότι θα συγχωρεθούν από το Θεό στη μέλλουσα κρίση. Έτσι ο Παύλος συμβούλευε τους Κορινθίους «να παραδώσουν αυτόν τον άνθρωπο (τον αιμομίκτη) στο σατανά για να βασανιστεί η σάρκα, έτσι ώστε το πνεύμα να σωθεί στην ημέρα του Κυρίου» (Α΄ προς Κορινθ. 5,5).
Ένας λόγος του Χριστού έδινε βεβαίως στους αποστόλους απεριόριστο δικαίωμα να συγχωρούν αμαρτίες (κατά Ιωάννην 20, 23), αλλά αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι χαρισματούχοι, προκειμένου για χριστιανούς που αμάρτησαν βαριά, εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν, έκαναν σε έκτακτες περιπτώσεις χρήση αυτού του δικαιώματος, και όσες φορές έκαναν χρήση αυτού, θεωρούνταν ένδειξη, ότι ο Θεός συγχωρούσε αυτόν που αμάρτησε βαριά και γινόταν αυτός πάλι δεκτός στην Εκκλησία (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 3,23, 7 και εξής).
Αν εξαιρέσουμε τις έκτακτες αυτές περιπτώσεις, οι βαριά αμαρτάνοντες χριστιανοί αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία και δεν γίνονταν πλέον δεκτοί σε αυτήν. Αυτής της κατάστασης απήχηση υπάρχει σε κάποιο χωρίο του Ειρηναίου που έγραψε το κατά αιρέσεων σύγγραμμά του γύρω στο 180.
«Είπε ο πρεσβύτερος εκείνος, ότι φοβάται μήπως τυχόν μετά τη γνώση του Χριστού, αφού πράξουμε κάτι που δεν αρέσει στο Θεό, δεν πάρουμε πλέον άφεση των αμαρτιών, αλλά αποκλειστούμε από τη βασιλεία του» (Κατά αιρέσεων, 4,27,2).
Επίσης στα αρχαιότερα συγγράμματα του Ωριγένη, ιδίως στο περί ευχής, που γράφτηκε γύρω στο 232. «Δεν γνωρίζω πώς κάποιοι επέτρεψαν στους εαυτούς τους αυτά που είναι πάνω από την ιερατική αξία, ίσως χωρίς να είναι ακριβείς στην ιερατική επιστήμη, καυχιούνται ότι μπορούν και ειδωλολατρείες να συγχωρούν, να δίνουν άφεση σε μοιχείες και πορνείες, επειδή η προσευχή τους για αυτούς που τόλμησαν αυτά λύνει και την προς θάνατον αμαρτία» (Περί ευχής, κεφ. 28)…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 54-56, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική, υπογραμμίσεις δικές μας)
Β. «Μεταβολές, που επήλθαν στην εξομολόγηση και τη μετάνοια, όσον αφορά σε δύο βαριά αμαρτήματα (έκπτωση από το χριστιανισμό και ακολασία), είδαμε αλλού (κεφ. 2 και 3). Σε αυτά ακολούθησε το τρίτο βαρύ αμάρτημα, ο φόνος, αλλά χωρίς έριδες και σχίσματα.
Για το φόνο πρώτη η σύνοδος της Αγκύρας (314) παρουσιάζεται ότι εγκατέλειψε την ισόβια μετάνοια με ευρύτερη έννοια (άφεση μετά τη β΄ παρουσία του Χριστού κατά την τελική κρίση). Στον εν μετανοία ευρισκόμενο εκούσιο φονέα ώρισε να παρέχεται το «τέλειον» (πλήρης εκκλησιαστική αποκατάσταση, θεία ευχαριστία) στην επιθανάτια κλίνη (κανόνας 22, ισόβια μετάνοια με στενότερη έννοια).
Μετά από αυτά εγκαταλείφθηκε και αυτού του είδους η ισόβια μετάνοια. Επικράτησε πρόσκαιρη μετάνοια. Ο Μέγας Βασίλειος (+ 379) δέχεται τους εκούσιους φονείς μετά από τέλεση εικοσαετούς μετάνοιας (κανόνας 56). Οι συγκαταβάσεις αυτές που γίνονταν στους βαριά αμαρτάνοντες είχαν ως βάση, ότι μετά το βάπτισμα υπήρχε μία μόνο μετάνοια. Αργότερα, και σε αυτούς που για δεύτερη φορά έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα άρχισε να παρέχεται η άφεση στην επιθανάτια κλίνη (Ρώμης Σιρίκιος, 384-399), έπειτα όμως και πριν από αυτήν την επιθανάτια κλίνη, και όχι μόνο για δεύτερη φορά, αλλά και για περισσότερες (11 κανόνας Τολέδου 589).
Τα βαριά αμαρτήματα πλησίασαν τα ελαφρά αμαρτήματα. Όπως αυτά υποβάλλονταν στη δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια, έτσι και εκείνα υποβλήθηκαν στην ίδια εξομολόγηση και μετάνοια, αλλά μακρότερη και αυστηρότερη. Εξαιτίας αυτού επήλθε ανάπτυξη της δημόσιας μετάνοιας. Οι μετανοούντες διαιρέθηκαν σε τάξεις. Επέδρασε ο θεσμός των κατηχουμένων. «Όπως εκείνοι διαιρούνταν σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «φωτιζομένους», οι οποίοι γονάτιζαν), έτσι και αυτοί διαιρέθηκαν κατ’ αρχάς σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «γόνυ κλίνοντας», ή «υποπίπτοντας»).
Ο όρος «ακροώμενοι» αρμόζει βεβαίως καλύτερα στους κατηχουμένους, που μάθαιναν για πρώτη φορά τα του χριστιανισμού, ενώ οι μετανοούντες κάλλιστα γνώριζαν αυτά. Σαφώς φαίνεται, ότι ο όρος αυτός από τους κατηχουμένους μεταφέρθηκε στους μετανοούντες.
Το ίδιο συνέβαινε και για τον όρο «γόνυ κλίνοντες». Οι τάξεις των μετανοούντων σιγά σιγά έγιναν περισσότερες και διαμορφώθηκαν καλλίτερα. Η διαίρεση των μετανοούντων άρχισε από τα μέσα της γ΄ εκατονταετηρίδας, ενώ η αύξηση των τάξεων και η διαμόρφωσή τους δεν έγινε συγχρόνως παντού. Οι σπουδαιότερες μαρτυρίες της εξέλιξης του θεσμού αυτού είναι οι επόμενες.
Στον Γρηγόριο Νεοκαισαρείας (254) συναντιούνται κυρίως δυο τάξεις, οι ακροώμενοι και οι υποπίπτοντες (κανόνας 7 και 8), ενώ γίνεται και υπαινιγμός και για τρίτη τάξη, τους «συνεστώτες» (κανόνας 9 «και αξιώνονταν της προσευχής»), αλλά είναι άγνωστο, αν αυτή ήταν ήδη τελείως διαμορφωμένη. Τέτοια συναντιέται η τρίτη τάξη αναμφίβολα στη σύνοδο της Αγκύρας (314, κανόνας 25) και στην Α΄ Οικουμενική (325, κανόνας 11).
Ο 11 κανόνας του Νεοκαισαρείας Γρηγορίου αναφέρει τέσσερις τάξεις μετανοούντων τελείως διαμορφωμένες, αλλά, ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο κανόνας αυτός δεν είναι γνήσιος και δείχνει την περαιτέρω κατά τον δ΄ αιώνα επελθούσα ανάπτυξη. Οι τέσσερις αυτές τάξεις είναι οι επόμενες.
Η των «προκλαιόντων», οι οποίοι στέκονταν έξω από την πύλη του ναού (στην αυλή), με δάκρυα παρακαλώντας τους εισερχομένους χριστιανούς να προσευχηθούν για αυτούς, η των «ακροωμένων», οι οποίοι στέκονταν στο νάρθηκα μέχρι του κηρύγματος συμπεριλαμβανομένου, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να προσεύχονται, η των «υποπιπτόντων» οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στο ναό, έχοντας δικαίωμα να προσεύχονται. Η υπόπτωση (γονυκλισία) σχετιζόταν με την προσευχή. Ενώ οι της δεύτερης και τρίτης τάξεως έβγαιναν μαζί με τους κατηχούμενους, οι της τέταρτης τάξης, οι «συνεστώτες», παρέμεναν μέχρι τέλους της λειτουργίας, διαφέροντας από τους άλλους χριστιανούς μόνο σε αυτό, ότι απείχαν από τις καθαγιάσεις και κυρίως από τη θεια ευχαριστία (δες τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου +379).
Η ομοιότητα των τάξεων των μετανοούντων με τις τάξεις των κατηχουμένων δείχνει, ότι παρέμενε η αρχαία αντίληψη, κατά την οποία, οι βαριά αμαρτάνοντες δεν ανήκαν πλέον στην Εκκλησία. Και επιτράπηκε μεν να μπαίνουν πάλι σε αυτήν, αλλά έπρεπε να διέλθουν την οδό, από την οποία διέρχονταν οι αλλόθρησκοι που ήθελαν να μπουν στην Εκκλησία και γίνονταν κατηχούμενοι. Η οδός μάλιστα αυτή για αυτούς που αμάρτησαν βαριά ήταν μακρότερη και επιπονότερη από αυτήν που διένυαν οι κατηχούμενοι. Οι τάξεις των μετανοούντων ήταν διπλάσιες από τις τάξεις των κατηχουμένων και μία από αυτές, η των προσκλαιόντων, ήταν βαρύτερη από την κατώτερη τάξη των κατηχουμένων. Την συσχέτιση αυτή των μετανοούντων με τους κατηχουμένους έκαναν ήδη αρχαίοι συγγραφείς.
Ο Ωριγένης λέει· «Εάν αυτοί που αμάρτησαν, δείξουν αξιόλογη μεταβολή, με περισσότερο χρόνο από αυτούς που μπαίνουν από την αρχή, ύστερα κάποια στιγμή τους δέχονται (οι χριστιανοί αυτούς)» (Κατά Κέλσου, 3,51).
Οι Αποστολικές Διαταγές την αποδοχή των μετανοούντων επανειλημμένως την παρομοιάζουν με αυτήν των εθνικών (2,39,6).
Η Δύση, έχοντας μία τάξη κατηχουμένων, είχε και μία τάξη μετανοούντων. Όλοι, δηλαδή, οι μετανοούντες εκεί ήταν συνεστώτες, αποκλειόμενοι μόνο από τις καθαγιάσεις (δες Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία 7,16). Μόλις τον θ΄ αιώνα συναντιούνται στη Δύση τάξεις μετανοούντων, όμοιες με αυτές της Ανατολής…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 107-109, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική)
Γ. «Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+ γύρω στο 213) συμβουλεύει τον πλούσιο να προσλάβει κάποιον, που έχει θείο πνεύμα και θεία γνώση, ως ψυχικό βοηθό και οδηγό (Τις ο σωζόμενος πλούσιος, κεφ. 41), αλλά δεν έχουμε τότε ακόμη την μυστική εξομολόγηση ως εκκλησιαστικό θεσμό.
Οι πρώτες αρχές αυτού συναντιούνται στον Ωριγένη. Κάνει λόγο για μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων (ελαφρών και βαρέων). Σύμφωνα με αυτόν, ο εξομολογητής θα κρίνει αν το κρύφιο αμάρτημα πρέπει να υποβληθεί στη δημόσια εξομολόγηση (Στον 37 ψαλμό ομιλία β΄, κεφ. 5, γράφτηκε 240-245). Από αυτά φαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση ήταν μεν πλέον εκκλησιαστικός θεσμός, αλλά δεν θεωρούνταν ακόμη αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα, για τα βαρύτερα από αυτά απαιτούνταν και η δημόσια εξομολόγηση.
Η μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων επικράτησε στην Ανατολή και στη Δύση από τον δ΄αιώνα. Τα αίτια ήταν δύο.
Πρώτον, η δημόσια εξομολόγηση γινόταν μερικές φορές αδύνατη, διότι προκαλούσε τη επέμβαση της χριστιανικής πολιτείας κατά των εγκληματιών και επέφερε εφαρμογή των πολιτικών νόμων, οι οποίοι επέβαλλαν αυστηρές τιμωρίες, ενώ η Εκκλησία απέβλεπε στη διόρθωση των αμαρτωλών.
Ο Μέγας Βασίλειος (+379) απαγόρευσε να γίνονται γνωστές οι μοιχευόμενες γυναίκες, για να μην τιμωρηθούν με θάνατο (κανόνας 34), ενώ ο Αυγουστίνος (+430) για τον ίδιο λόγο απέφευγε να καταστήσει γνωστό φονιά, τον οποίο γνώριζε (Sermo 82,8,11).
Δεύτερον, η μυστική εξομολόγηση γενικώς διευκόλυνε την εξομολόγηση. Ο Χρυσόστομος (+407) επιτιμά τους ακροατές του, διότι ντρέπονται να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, αφού δεν αναγκάζει αυτούς να πράξουν αυτό δημόσια και προτρέπει αυτούς να εξομολογηθούν αυτές σε αυτόν μυστικά (Ομιλία στον Λάζαρο, 4,4). Από τα λόγια αυτά του Χρυσοστόμου, σε σύγκριση με τα παραπάνω αναφερθέντα λόγια του Ωριγένη, καταφαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση θεωρούνταν πλέον αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα.
Σε κάποια μέρη ορίστηκε πρεσβύτερος της μετανοίας, στον οποίο οι χριστιανοί εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ο θεσμός αυτός σχετιζόταν με τη μυστική εξομολόγηση, εισήχθη, άρα, τον ε΄ αιώνα, και, όπως φαίνεται, σκοπό είχε να καταστήσει υποχρεωτική την εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων.
Την εποχή του Κωνσταντινουπόλεως Νεκταρίου (391) στην πόλη εκείνη ευγενής γυναίκα αφού ήλθε στον πρεσβύτερο της μετάνοιας εξομολογήθηκε τις αμαρτίες της, και μία από αυτές ήταν τέτοια, ώστε επέφερε την καθαίρεση του διακόνου της εκκλησίας και την γενική κατά του κλήρου κατακραυγή. Ο Νεκτάριος με τη συμβουλή κάποιου κληρικού κατάργησε το υπούργημα του πρεσβυτέρου επί της μετανοίας (Σωκράτους, Εκκλησ. Ιστορία,5,9. Σωζομένου, Εκκλ. Ιστορία, 7,16). Στην κατάργηση αυτού στην Κωνσταντινούπολη «ακολούθησαν σχεδόν οι επίσκοποι παντού» (Σωζομένου, στο ίδιο).
Σύμφωνα με τον P. Batiffol, πρεσβύτερος της μετάνοιας τον δ΄αιώνα εισήχθη και στη Ρώμη, αλλά εκεί δεν καταργήθηκε ο θεσμός αυτός (Etudes d’ Histoire,Serie I, 1926,σελ. 331 και εξής). Με την κατάργηση του πρεσβυτέρου της μετανοίας, η εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων αφέθηκε πάλι στην ελεύθερη θέληση των αμαρτανόντων. Οι χριστιανοί, που αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολόγησης, μπορούσαν από μόνοι τους να βρουν κατάλληλα πρόσωπα για να εξομολογηθούν.
Η ελευθερία αυτή δεν διατηρήθηκε. Σε αυτό συνετέλεσαν τα επόμενα δύο γεγονότα. Πρώτον, ο Μέγας Βασίλειος μεταρρύθμισε την μυστική εξομολόγηση, διότι κατέστησε αυτήν τακτική και υποχρεωτική και την επεξέτεινε και στα μικρότερα αμαρτήματα, τα αμαρτήματα ακόμη των λογισμών. Την σημασία των κακών λογισμών είχαν καταστήσει αυτοτελές πρόβλημα ήδη οι αναχωρητές και μοναχοί, και ο Μ. Βασίλειος συμπεριέλαβε αυτό στα «ασκητικά» του. Συνδύασε αυτό με την εξομολόγηση και την μεταρρύθμιση αυτή της εξομολόγησης εισήγαγε στους μοναχούς με τον μοναχικό του κανόνα· «Πρέπει λοιπόν καθένας από τους υποτακτικούς, εάν βέβαια πρόκειται να δείξει αξιόλογη προκοπή… να απογυμνώνει τα κρυπτά της καρδιάς του σε αυτούς από τους αδελφούς που είναι εμπεπιστευμένοι να φροντίζουν με ευσπλαχνία και συμπάθεια τους ασθενείς» (Όροι κατά πλάτος, ερώτηση 26).
Αλλά η πράξη αυτή των μοναστηριών σιγά σιγά επέδρασε σε ολόκληρη την Εκκλησία. Κατ’ αρχάς επέδρασε στην Ανατολική Εκκλησία, και από αυτήν μεταδόθηκε στην αρχαία Εκκλησία των Βρεττανικών νήσων, η οποία εξ αρχής είχε σχέσεις με την Ανατολή και μάλιστα την Μικρά Ασία (K. Holl,1898).
Οι Ιρλανδοσκώτοι μοναχοί, οι οποίοι έδρασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη, διέδωσαν την συνήθεια αυτή στην υπόλοιπη Δύση. Η Εκκλησία προέτρεπε τους χριστιανούς να εξομολογούνται και τα μικρότερα αμαρτήματά τους, και οι χριστιανοί περισσότερο ή λιγότερο ανταποκρίθηκαν στις προτροπές αυτές.
Η υπό του Μεγάλου Βασιλείου στους μοναχούς επιβληθείσα τακτική μυστική εξομολόγηση, πρώτον, συνετέλεσε, ώστε μεταξύ αυτών να αναδειχτούν έμπειροι εξομολογητές (πνευματικοί), ενώ στην Ανατολή και οι χριστιανοί κατέφευγαν πολλές φορές σε τέτοιους έμπειρους εξομολογητές μοναχούς.
Δεύτερον, η Εκκλησία επανίδρυσε το αξίωμα του πρεσβυτέρου της μετανοίας. Η επανίδρυση αυτή έγινε τον ιβ΄αιώνα όπως φαίνεται από τα επόμενα. Τέλη του ια΄ αιώνα, όταν έγραφε Πέτρος ο Χαρτοφύλαξ, δεν υπήρχαν ακόμη ορισμένοι πρεσβύτεροι της μετάνοιας, διότι συμβούλευε να εξομολογείται κάποιος, αν βρει κατάλληλο πρόσωπο. «Εάν λοιπόν βρεις άνδρα πνευματικό και έμπειρο, που μπορεί να σε γιατρεύσει χωρίς ντροπή και με πίστη, εξομολογήσου σε αυτόν σαν στον Κύριο και όχι σε άνθρωπο» (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 5,373).
Τέλη του ιβ αιώνα, όταν έγραφε ο Θεόδωρος Βαλσαμών, υπήρχαν τέτοιοι. Ο Βαλσαμών όχι μόνο κάνει ρητό λόγο για αυτούς, «πρεσβύτερος να μην απαλλάσσει μετανοούντα χωρίς τη γνώμη του επισκόπου, παρά μόνο από ανάγκη πιέζει από την απουσία επισκόπου» (ο.π. 4,464), αλλά και αναφέρει, ότι και αυτός διόρισε ειδικούς πρεσβυτέρους της μετανοίας στην Αντιόχεια, ως πατριάρχης της πόλεως αυτής (ο.π. 2,70).
Οι μυστικώς εξομολογούμενοι κατ’ αρχάς τελούσαν τη μετάνοια (τις ποινές) δημόσια, ώστε οι χριστιανοί έβλεπαν κάποιον να τιμωρείται, αλλά αγνοούσαν το αμάρτημά του. Αλλά η επικράτηση της μυστικής εξομολόγησης σιγά σιγά είχε ως αποτέλεσμα, ότι και η μετάνοια τελούνταν μυστικά. Η δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια παρέμεινε για τα αμαρτήματα που γίνονταν φανερά. Έως πότε διατηρήθηκε, δεν είναι ακριβώς γνωστό.
Οι τάξεις των μετανοούντων που εισήχθησαν στη Δύση τον θ΄ αιώνα εξαφανίστηκαν σιγά σιγά μέσα σε έναν ή δύο αιώνες (Hinschius, Kirchenrecht,5,89 και εξής). Στην Ανατολή αναφέρονται αυτές μέχρι τον ια΄ αιώνα (Συμεών ο νέος Θεολόγος, Migne,155,357 και 360), αλλά δεν είναι βέβαιο αν εφαρμόζονταν»
(Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 304-307, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική υπογραμμίσεις δικές μας)