213.«εν τη Κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος»
Τον θάνατο της Θεοτόκου η Εκκλησία ωνόμασε «κοίμησι». Είναι ο πρώτος θάνατος που ωνομάσθηκε έτσι. Διότι, η Εκκλησία, στο πρόσωπο της Θεοτόκου είδε να εφαρμόζεται απόλυτα, ο λόγος του Κυρίου για τον θάνατο σαν ύπνο (Ιω. ια' 11).
Το ότι ο θάνατος της Θεοτόκου ήταν «κοίμησις» και ύπνος το απέδειξε πρώτα η ίδια, με τον τρόπο με τον οποίο υποδέχτηκε τον θάνατο. Διότι, όπως είδαμε προηγουμένως, η Παναγία εν όψει του θανάτου, έκανε ό,τι κάνει συνήθως ο άνθρωπος για να κοιμηθή. Εκείνο όμως που μαρτυρεί κυρίως ότι ο θάνατος της Παναγίας ήταν απλή «κοίμησις» είναι η ένδοξη μετάστασις του σώματος της στον ουρανό, τρεις μέρες μετά το θάνατό της, κατά την παράδοσι.
Η Θεοτόκος υπήρξεν ο πρώτος εξαγιασμένος άνθρωπος. Είχε φθάσει στην κορυφή της δυνατής στον άνθρωπο τελειότητος και αγιότητος. Είχε φθάσει στην κορυφή της Κ. Διαθήκης, όπως είχε κατακτήσει την κορυφή και της Παλαιάς. Υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που η Χάρις του Αγίου Πνεύματος μεταμόρφωσε ολοκληρωτικά και ύψωσε στην κατάστασι της θεώσεως. Επομένως για την παναγία ύπαρξι της Θεοτόκου ο θάνατος δεν είχε πια αρνητική σημασία, αλλά τη θετική σημασία της φυσιολογικής λειτουργίας του ύπνου. Στο πρόσωπο της Παναγίας είδαμε τον θάνατο στις πραγματικές του διαστάσεις, όπως έγινε και με τον θάνατο του Χριστού. Τον είδαμε δηλαδή σαν κοίμησι και ύπνο.
Ο θάνατος, χωρίς την πίστι και τον αγιασμό που βασίζεται στην Ανάστασι του Χριστού, εξακολουθεί να είναι το πιο φοβερό γεγονός για τον άνθρωπο. Ο θάνατος για τον άπιστο είναι άρνησις και απώλεια ή και μηδενισμός της ζωής. Για τον πιστό όμως, που ακολουθεί το πρότυπο του Χριστού και της θεομήτορος, ο θάνατος έχει χάσει κάθε αρνητικό στοιχείο (πρβλ. «που σου θάνατε το κέντρον;») και έχει γίνει λειτουργία ζωής «εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ημάς διαβίβασεν επινίκιον άδοντας».
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)