[επιλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας]
«Όταν δηλαδή χρειάζεται να ευεργετήσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι πλησίον σου· όταν όμως προκύπτει θέμα σχετικό με την αλήθεια, ξεχώριζε τον δικό σου από τον ξένο. Και αν ακόμα έχεις αδελφό από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, και δεν συμφωνεί μαζί σου στο θέμα της αλήθειας, θεώρα αυτόν πιο βάρβαρο και από τον Σκύθη, αν όμως είναι Σκύθης ή Σαυρομάτης, αλλά γνωρίζει την ακρίβεια των δογμάτων και πιστεύει αυτό πού και συ ο ίδιος πιστεύεις, αυτός ας είναι πιο δικός σου και πιο πλησιέστερος από εκείνον· και τον βάρβαρο και τον μη βάρβαρο από εδώ να τον διακρίνουμε, όχι από τη γλώσσα, ούτε από το γένος, αλλ’ από τη γνώμη και την ψυχή του. Διότι αυτό προ πάντων είναι άνθρωπος, όταν φυλάσσει την ακρίβεια των δογμάτων και κάνει ευσεβή ζωή» (ΕΠΕ 7,401,Εις ΡΜΓ Ψαλμ.)
«Γιατί δεν θα έχουμε κανένα κέρδος από τα ορθά δόγματα όταν η ζωή μας είναι διεφθαρμένη, όπως ακριβώς δεν υπάρχει κανένα όφελος από την άριστη συμπεριφορά όταν η πίστη μας δεν είναι υγιής. Για να έχουμε λοιπόν ολοκληρωμένη την ωφέλεια, ας ασφαλιζόμαστε και από το ένα και από το άλλο μέρος, φανερώνοντας και σε όλα τα άλλα καρπούς πλούσιους» (ΕΠΕ27,337,Στο Επειδή έχουμε το ίδιο πνεύμα (Β΄),PG 51,287)
«Ο Κύριος δεν απαγορεύει να εμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνονται, να κόβεται η θρασύτητά τους και να διαλύονται τα συνέδριά τους και οι συγκεντρώσεις τους, αλλά απαγορεύει να φονεύονται» (ΕΠΕ 10,815)
«Να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα, αλλά και να διορθώνουμε και να θεραπεύουμε τα αρρωστημένα μέλη μας· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστεώς μας. Διότι λέγει, «Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη αναμεταξύ σας». Αγάπη δε γνήσια δείχνει όχι η συμμετοχή σε τράπεζα φαγητών, ούτε ο απλός χαιρετισμός, ούτε τα κολακευτικά λόγια, αλλά το να διορθώσουμε τον πλησίον και να φροντίσουμε για το συμφέρον του, το να ανορθώσουμε τον αμαρτωλό, το να βοηθήσουμε αυτόν που είναι πεσμένος» (ΕΠΕ 8,165.Εις Γένεσιν Θ΄,PG.54,623)
«Σε κανένα να μη δίνεις αφορμή αντιδικίας καί φιλονεικίας, ούτε στον Ιουδαίο, ούτε στον εθνικό· αλλ’ αν κάπου δεις ότι ζημειώνεται η ευσέβεια, να μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να σταθείς γενναία μέχρι θανάτου· και ούτε έτσι να πολεμάς με την ψυχή, ούτε να αποστρέφεσαι τη γνώμη, αλλά να μάχεσαι μόνο με τά πράγματα. Γιατί αυτό σημαίνει, «όσο εξαρτάται από σας, να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους». Και αν εκείνος δεν ειρηνεύει, εσύ να μη γεμίσεις την ψυχή σου με πάθος, αλλά να είσαι φίλος ως προς τη διάθεση, πράγμα που προανέφερα, χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια» (ΕΠΕ 17,493P.G. 60,611 Εις Ρωμαίους 23,2)
««Δια να περισσεύη η αγάπη σας με πλήρη γνώσιν και με κάθε διάκρισιν». Δεν θαυμάζει απλώς ούτε την φιλίαν, ούτε την αγάπην, αλλά την αγάπην που προέρχεται από πλήρη γνώσιν· δηλαδή, να μη μεταχειρίζεσθε προς όλους την ίδια αγάπη, διότι αυτό είναι γνώρισμα όχι της αγάπης, αλλά της ψυχρής διαθέσεως. Τι σημαίνει, «με πλήρη γνώσιν;». Δηλαδή, με κρίση, με σκέψιν, με συναίσθησιν. Διότι υπάρχουν μερικοί που αγαπούν χωρίς περίσκεψιν, με επιπολαιότητα και κατά τύχην·… «Με πλήρη γνώσιν», λέγει, «και με πάσαν διάκρισιν, ώστε να διακρίνετε τας διαφοράς επί των ηθικών ζητημάτων», αυτά, δηλαδή, που σας συμφέρουν. Δεν τα λέγω αυτά εξ’ αιτίας μου, λέγει, αλλά εξ’ αιτίας σας· διότι υπάρχει φόβος μήπως διαφθαρεί κανείς από την αγάπην των αιρετικών. Αυτό δηλαδή υπαινίσσεται… να είστε σεις ειλικρινείς, δια να μην παραδεχθείτε, δηλαδή, με το πρόσχημα της αγάπης κανένα νόθον δόγμα. Πώς λοιπόν λέγει· «Να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους, αν είναι δυνατόν, τους ανθρώπους»; Να έχετε ειρηνικές σχέσεις, είπε, και όχι να αγαπάτε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βλάπτεσθε από την φιλία. «Εάν λοιπόν το δεξιόν σου μάτι σε σκανδαλίζει», λέγει, «βγάλε αυτό και πέταξέ το μακρυά»» (ΕΠΕ 21,391-393 Εις Φιλιπ.Ομιλ.Γ,PG 62,191)
«Ας αποστρεφόμαστε τις συνάξεις των αιρετικών, ας ακολουθούμε παντοτινά την ορθή πίστη και ας επιδείξουμε βίο ακριβή και συμπεριφορά σύμφωνη με τα δόγματα» (ΕΠΕ 27,605, PG 56,256 Ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός)
«…τώρα [αφού ο επίσκοπος ξεχώρισε τα λείψανα] που βρίσκονται μόνα τους τα μαργαριτάρια (λείψανα ορθοδόξων μαρτύρων), που ξέφυγαν τα πρόβατα από τους λύκους (λείψανα αιρετικών μαρτύρων που ήταν θαμμένα μαζί), που απομακρύνθηκαν οι ζωντανοί από τους νεκρούς. Γιατί ούτε προηγουμένως έγινε σε αυτούς κάποιο κακό από το ότι ήταν μαζί θαμμένοι… ο λαός μας όμως υπέφερε πολύ από τους τόπους, όταν έτρεχε προς τα λείψανα των μαρτύρων και προσευχόταν με αμφιβολία και αβεβαιότητα, επειδή δεν γνώριζε τους τάφους των αγίων και που ήταν θαμμένοι οι αληθινοί θησαυροί. Και γινόταν το ίδιο όπως αν ένα κοπάδι πρόβατα, ενώ έτρεχε να απολαύσει καθαρά νερά, πλησίαζε μεν στις καθαρές πηγές, γύριζε όμως πάλι πίσω επειδή αναδυόταν από κάπου εκεί κοντά βρώμα και δυσοσμία. Έτσι συνέβαινε και στην περίπτωση αυτού του ποιμνίου. Βάδιζε ο λαός προς τις καθαρές πηγές των μαρτύρων, όταν όμως αισθανόταν την αιρετική δυσοσμία που αναδυόταν από εκεί κοντά γύριζε πάλι πίσω… Και (ο επίσκοπος) για τους μάρτυρες έδειξε τιμή, επειδή τους απάλλαξε από τους κακούς γείτονες» (ΕΠΕ 36,203)
«Αλλά δεν πιστεύει στην Αγία Γραφή. Να αποστραφείς στη συνέχεια αυτον ως παράφρονα και ανόητο. Διότι εκείνος που δεν πιστεύει στο δημιουργό των όλων, επειδή αποδίδει με ψέμα την αλήθεια, ποιας συγγνώμης θα είναι δυνατον να τύχει ποτέ; Εκείνοι έχουν προσποιητό χρώμα, και υποδυόμενοι πρόσωπο επιείκειας, κρύβουν μέσα στο δέρμα του προβάτου τον λύκο. Αλλά εσύ να μην εξαπατηθείς, αλλά για αυτό ακριβώς να μισήσεις υπερβολικά αυτον, διότι σε σένα μεν τον συνανθρωπο υποκρίνεται επιείκεια, στο Θεό όμως, τον Δεσπότη των όλων, ήγειρε πόλεμο και βαδίζοντας εναντίον της δικής του σωτηρίας, δεν αισθάνεται» (2,41)
«Πρέπει να προσέχετε με ακρίβεια σ’ αύτα πού λέγονται. Υπάρχει γκρεμός και χαράδρα βαθειά και από τις δύο πλευρές, αν δεν διαβάσουμε το ρητό προσεκτικά…. Γιατί δεν πρέπει να εξετασουμε μόνο το «δεν είναι ο άνθρωπος κύριος των πράξεών του», αλλά και όλη τη συνέχεια, και για ποιούς ειπώθηκε και από ποιόν και για ποιόν και γιατί, και πότε και με ποιό τρόπο. Γιατί δεν αρκεί να λέμε, ότι στις Γραφές είναι γραμμένο, ούτε γενικά αποσπώντας λόγια και μαδώντας τα μέλη του σώματος των θεόπνευστων Γραφών, και παίρνοντας τα έρημα και ξένα προς τη συναφειά τους, να τα παραποιούμε όπως εμείς θέλουμε και χωρίς φόβο. Γιατί έτσι πολλές διδασκαλίες μπήκαν στη ζωή μας παραποιημένες, με το να πείθει ο διάβολος τους πιο ράθυμους να απαγγέλλουν παραποιημένα τα κείμενα των Γραφών, ή προσθέτοντας ή αφαιρώντας να επισκοτίζουν την αλήθεια. Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε, ότι είναι γραμμένο στη Γραφή, αλλά πρέπει να διαβάσουμε και όλη τη συνέχεια· γιατί, αν διακόπτουμε τη μεταξύ τους συνέχεια και συνάφεια, θα προκύψουν με τον τρόπο αυτό πολλές πονηρές διδασκαλίες… Και όχι μόνο δεν πρέπει να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, αλλά και να τα προφέρουμε σωστα, και να μην προσθέτουμε τίποτα. Πολλοί λοιπόν περιφέρουν και άλλα χωρία των Γραφών, απαγγέλλοντας τα παραποιημένα… Περιφέρουν επίσης και άλλο ρητό, χωρίς να διαστρέφουν το νόημά του, αλλά προσθέτοντας και άλλο που δεν είναι γραμμένο. Γιατί τέτοια είναι η πανουργία του διαβόλου να εισάγει τα ολέθρια διδάγματα του ή με πρόσθεση ή με αφαίρεση ή με διαστροφή ή με παραποίηση των κειμένων…. Δεν πρέπει τα χωρία της Γραφής να τα λέμε έτσι αόριστα, ούτε να τα αποκόπτουμε από τή συνάφειά τους, ούτε να τα αποσπούμε από την ενότητά τους, ούτε να τα παίρνουμε απομονώνοντάς τα και απογυμνώνοντάς τα από τη βοήθεια των επομένων και των προηγουμένων, και να συκοφαντουμε αόριστα και να επιδρούμε δυσμενώς. Γιατί δεν είναι άτοπο, όταν δικαζόμαστε στο δικαστήριο για βιοτικά πράγματα, να διεκδικούμε όλα τα δικαιώματά μας, και τόπους και καιρούς και αιτίες και πρόσωπα, και να προσκομίζουμε μύρια άλλα στοιχεία, ενώ όταν έχουμε αγώνες για την αιώνια ζωή, να αναφέρουμε έτσι γενικά και τυχαία τα χωρία των Γραφών; Και ένα νόμο βασιλικό δεν τον αναφέρει κανείς γενικά και αόριστα, και αν δεν πει και τον χρόνο και δε δείξει και αυτόν που τον εξέδωσε και δεν τον παρουσιάσει σωστό και ολόκληρο, δικάζεται και τιμωρείται με την έσχατη ποινή, ενώ εμείς αναφέροντας, όχι νόμο ανθρώπινον, αλλά αυτόν που ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, τον χρησιμοποιούμε με τόσο μεγάλη επιπολαιότητα, ώστε να αποσπούμε τμήματα ή μέρη του; Και που αύτα είναι άξια δικαιολογίας και συγγνώμης;» (8Α,479-485)
«Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη στη γη»(Ματθ. 10,34). Μα τότε πώς τους παρήγγειλε να αποδίδουν χαιρετισμό ειρήνης σε κάθε σπίτι που θα πήγαιναν (Ματθ. 10,12); Πώς τότε και οι άγγελοι έψαλλαν «Δοξασμένος ας είναι ο ύψιστος Θεός και σε όλη τη γη ας βασιλεύσει η ειρήνη»; Πώς επίσης και οι προφήτες ευαγγελίζονταν την ειρήνη; Διότι αυτό κατεξοχήν είναι η ειρήνη, όταν δηλαδή αποκόπτεται αυτό που έχει ασθενήσει, όταν αποχωρίζεται αυτός που στασιάζει. Διότι μόνο έτσι είναι δυνατον να ενωθεί ο ουρανός με τη γη. Διότι και ο γιατρός έτσι διασώζει το υπόλοιπο σώμα, όταν αποκόψει δηλαδή το μέλος εκείνο που δεν είναι δυνατον να θεραπευτεί. Ομοίως και ο στρατηγός όταν οδηγήσει σε διαχωρισμό αυτους που ομονοούν κακά. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στον πύργο εκείνο (της Βαβέλ)· διότι την κακή ειρήνη την διέλυσε η καλή διαφωνία και έφερε την ειρήνη (Γένεση 18,1). Αλλά και ο Παύλος έτσι απέσχισε εκείνους που συμφωνούσαν εναντίον του (Πράξ. 23,6-7). Και στον πόλεμο του Ναβουθέ η συμφωνία εκείνη ήταν χειρότερη από κάθε άλλο (Γ΄Βασ. 20,1). Διότι δεν είναι παντου καλό η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους. Επομένως ο πόλεμος δεν είναι έργο της πρόθεσης του Κυρίου, αλλά προέρχεται από τη γνώμη των ανθρώπων. Διότι ο Κύριος ήθελε όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν ως προς την ευσέβεια. Επειδή όμως εκείνη στασιάζουν, γίνεται πόλεμος»(ΕΠΕ τομος 10 σελ. 492-494)
«Αλλά ούτε έτσι μπορούμεν να πανηγυρίζωμεν πλήρως δια την νίκην, εξ’ αιτίας της ολιγωρίας των πολλών. Διότι και μυρίας φοράς αν τους νικήσωμεν με τα δόγματα, θα μας κατηγορήσουν τον βίον των πολλών οι οποίοι συγκεντρώνονται με το μέρος μας, τα τραύματα και τα ψυχικά νοσήματα. Πώς λοιπόν να τολμήσωμεν να σας εμφανίσωμεν εις την παράταξιν, την στιγμήν κατα την οποίαν και εμας μας επηρεάζετε, βαλλόμενοι ευθέως και διακωμωδούμενοι από τους αντιπάλους;… Όταν δε κάποτε ανανήψετε και γίνετε ικανοί να καταβάλετε και άλλους, τότε θα σας διδάξω και αυτήν την τακτικήν και θα σας εκπαιδεύσω πώς να μεταχειρίζεσθε αυτά τα όπλα· μάλλον και αυτά τα έργα θα σας είναι όπλα και αμέσως όλοι θα υποκύψουν, εάν είσθε ελεήμονες, εάν είσθε επιεικείς, εάν γίνετε ήμεροι και ανεξίκακοι, εάν επιδείξετε όλας τας άλλας αρετάς.Εάν δε μερικοί έχουν αντίρρησιν, τότε θα προσθέσωμεν και τα δικά μας, εκθέτοντες τα δικά σας, αφού τώρα τουλάχιστον εμποδιζώμεθα, από ιδικής σας πλευράς, εις τον δρόμον αυτόν. Κύτταξε όμως. Λέγομεν ότι ο Χριστός έκαμε μεγάλα έργα, μεταμορφώσας τους ανθρώπους εις αγγέλους. Όταν όμως μας ζητούν συγκεκριμένα στοιχεία και προκαλούμεθα να παρουσιάσωμεν από το πλήθος αυτό αποδείξεις, αποστομωνόμεθα. Φοβούμαι μάλιστα μήπως αντί αγγέλων βγάλω, ωσάν από κανένα χοιροστάσιον, χοίρους και θηλυμανείς ίππους» (12,359-363)
«Και έγινε σχίσμα (=διχασμός) μεταξύ τους»(Iω. 9,16). Αυτός ο διχασμός άρχισε πρώτα να γίνεται στο λαό και μετα και μεταξύ των αρχόντων. «Και οι μεν έλεγαν ότι είναι αγαθός, άλλοι όμως· δεν είναι αλλά εξαπατα το πλήθος» (Ιω. 7,12). Βλέπεις πώς έλειπε περισσότερο η σύνεση από τους άρχοντες με αποτέλεσμα να διχαστουν αργότερα; Αλλά μετα τον διχασμό δεν επέδειξαν και πάλι τίποτα το γενναίο, βλέποντας μπροστα τους τους Φαρισαίους. Διότι, εάν είχαν αποσχιστεί πλήρως, γρήγορα θα γνώριζαν την αλήθεια· διότι είναι δυνατον να υπάρχει καλό σχίσμα. Για αυτό και αυτός έλεγε· «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στη γη αλλά μαχαίρι» (Ματθ. 10,34). Υπάρχει βεβαίως και κακή ομόνοια και υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι αυτοί που έχτιζαν τον πύργο (της Βαβέλ) είχαν ομόνοια μεταξύ τους για κακό του εαυτου τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι διχάστηκαν χωρίς να το θέλουν μεν, αλλά όμως προς το συμφέρον τους. Και οι γύρω από τον Κορέ ομονόησαν κακά, για αυτό καλά διχάστηκαν· και ο Ιούδας ομονόησε με τους Ιουδαίους κακά. Υπάρχει λοιπόν και καλό σχίσμα και υπάρχει και κακή ομόνοια. Για αυτό λέει «Εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· εάν το πόδι σου, κόψε το» (Ματθ. 5,29 και 8,9). Εάν όμως είναι αναγκη να αποσχιζόμαστε από ένα μέλος μας που είναι με κακό τρόπο ενωμένο με μας, δεν είναι πολύ περισσότερο αναγκη και από φίλους, που είναι με κακό τρόπο ενωμένοι με μας; Επομένως δεν είναι πάντοτε η ομόνοια καλή, όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο διχασμός είναι κακός πάντοτε. Αυτα τα λέω για να αποφεύγουμε τους πονηρούς και να αναζητουμε τους αγαθούς· διότι εάν από τα μέλη αποκόπτουμε εκείνο που είναι σάπιο και αθεράπευτο, φοβούμενοι μήπως και το υπόλοιπο σώμα υποστεί την ίδια βλάβη, και το κάνουμε αυτό, όχι επειδή περιφρονούμε εκείνο, αλλά θέλοντας να διαφυλάξουμε το υπόλοιπο σώμα, πόσο μάλλον είναι αναγκη να το κάνουμε αυτό για εκείνους που είναι μαζί μας για κακό; Βέβαια εάν μπορούσαμε και εκείνους να διορθώσουμε και οι ίδιοι να μην βλαφτουμε, όλα πρέπει να τα κάνουμε, εάν όμως και εκείνοι παραμένουν αδιόρθωτοι και εμας βλάπτουν, είναι αναγκη να τους αποκόπτουμε και να τους απορρίπτουμε· διότι πολλές φορές έτσι θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Για αυτό και ο Παύλος έτσι συμβούλευε, λέγοντας· «Διώξτε το πονηρό από αναμεσά σας» (Α΄ Κορ. 5,13) και «Για να εκλείψει από αναμεσά σας εκείνος που έκανε αυτό το έργο» (Α΄Κορ. 5,2). Διότι είναι κακό, μεγάλο κακό η συναναστροφή με πονηρούς. Δεν προσβάλλει με τόση ταχύτητα η αρρώστια και ούτε η ψώρα καταστρέφει αυτους που μολύνθηκαν και πάσχουν από τη νόσο, όσο η κακία των πονηρών ανδρών» (14, 57-61)
«Ας μη σκανδαλιζόμαστε από τα όσα λένε οι αιρετικοί· διότι πρόσεχε στην αρχή του κηρύγματος πόσα σκάνδαλα υπήρχαν. Δεν εννοώ εκείνα πού προέρχονταν από τους μή Χριστιανούς (διότι αύτα δεν ήταν τίποτε), αλλ’ εκείνα που προέρχονταν μέσα από την Εκκλησία… Ο μεν ένας, που δεν έχει κανένα να τον οδηγήσει στην πλάνη, κρατώντας σταθερά την αλήθεια, δεν θα μπορούσε να γίνει μεγάλος εραστής της αλήθειας, ενώ εκείνος που έχει πολλούς που τον αποσπούν απ’ αυτήν, αυτός ευδοκιμεί στην αρετή…. Έρχεται ο Έλληνας και λέγει 'Θέλω να γίνω Χριστιανός, αλλά δεν ξέρω σε ποιόν να προσκολληθώ, διότι υπάρχει σε σας πολλή διαμάχη και διαφωνία, πολύς θόρυβος· ποιο δόγμα να προτιμήσω; ποιο να διαλέξω; Ο καθένας λέγει ότι εγώ έχω την αλήθεια· σε ποιόν να πιστέψω, τη στιγμή που δεν γνωρίζω τίποτε από τις Γραφές;’. Και εκείνοι προβάλλουν αυτό· αυτό είναι πάρα πολύ πρός όφελός μας· διότι, εάν μεν λέγαμε να πιστέψεις στις σκέψεις μας, πολύ σωστά θ’ ανησυχούσες, εάν όμως λέμε να πιστεύεις στις Γραφές, αυτές όμως είναι απλές και αληθινές, εύκολο σου είναι να κρίνεις που υπάρχει η αλήθεια. Εάν κάποιος συμφωνεί με εκείνες, αυτός είναι Χριστιανός, εάν κάποιος μάχεται εκείνες, αυτός βρίσκεται πολύ μακριά από τον κανόνα αυτό. Τι λοιπόν, αν εκείνος έλθει και σου πει, αυτό λέγεται στη Γραφή, ενώ συ άλλο λες, και ερμηνεύετε διαφορετικά τις Γραφές, παρασύροντας τις σκέψεις αυτών; Συ, λοιπόν, πες μου, δεν έχεις νου ούτε κρίση; Και πώς, λέγει, θα μπορούσα, τη στιγμή που δεν γνωρίζω να κρίνω τα δικά σας; εγώ θέλω να γίνω μαθητης, ενώ συ με κάμνεις από τώρα δάσκαλο. Αν λέγει αυτά τι απάντηση, λέγει, να του δώσουμε; πώς θα τον πείσουμε; Ας τον ρωτησουμε, εάν αυτά δεν είναι δικαιολογία και πρόφαση· ας τον ρωτησουμε, αν περιφρόνησε τους Έλληνες. Οπωσδήποτε κάτι θα πει διότι βέβαια δεν θα έλθει προς τα δικά μας αν δεν περιφρόνησε αυτούς. Ας τον ρωτήσουμε για τις αιτίες για τις οποίες τους περιφρόνησε· διότι βέβαια δεν τους περιφρόνησε έτσι τυχαία. Είναι ολοφάνερο ότι θα πει τους περιφρόνησε επειδή είναι κτίσματα οι θεοί τους και δεν είναι άκτιστος ο Θεός τους. Πολύ καλά· Αν λοιπόν αυτά μεν τα βρει στις άλλες αιρέσεις, τα δε αντίθετα σ’ εμάς, τι πρέπει να του πούμε; Όλοι ομολογούμε ότι ο Χριστος είναι Θεός. Ας δούμε όμως ποιοι τον πολεμούν και ποιοι δεν τον πολεμούν. Εμείς, λέγοντας Θεό, λέμε και πράγματα άξια για το Θεό, ότι δηλαδή έχει εξουσία, ότι δεν είναι δούλος, ότι είναι ελεύθερος, ότι από μόνος του τα κάμνει όλα, ενώ εκείνος που τον μάχεται λέγει το αντίθετο. Πάλι κάμνω την ερώτηση, εάν πρόκειται να σπουδάσεις γιατρός, πές μου, άραγε αποδέχεσαι τα λεγόμενα έτσι στην τύχη και χωρίς να τα εξετάσεις; αν και βέβαια υπάρχουν πολλά δόγματα σ’ εκείνους. Εάν λοιπόν αποδέχεσαι έτσι στην τύχη εκείνα που θ’ ακούσεις, δεν είναι αυτό γνώρισμα ανδρός, εάν όμως έχεις κρίση και νου, οπωσδήποτε θ’ αντιληφθείς το σωστό. Εμείς λέμε Υιό και επαληθεύουμε αυτό πού λέμε, ενώ εκείνοι λένε μεν, δεν το ομολογούν όμως. Και για να μιλήσω σαφέστερα, εκείνοι έχουν ορισμένους, από τους οποίους ονομάζονται, το όνομα δηλαδή του ίδιου του αιρεσιάρχη, και το ίδιο συμβαίνει με κάθε αίρεση· σ’ έμας όμως κανένας άνδρας δεν μας έδωσε τό όνομα, άλλ’ η ίδια ή πίστη μας. Αλλ’ αυτό είναι δικαιολογία και πρόφαση. Διότι πες μου, γιατί, αν μεν πρόκειται ν’ αγοράσεις ένδυμα, αν και βέβαια είσαι άπειρος της υφαντικής τέχνης, δεν λέγεις αυτά τα λόγια, ότι δηλαδή «Δεν γνωρίζω ν’ αγοράσω, με εμπαίζουν», αλλά κάνεις τα πάντα για να μάθεις; Και αν ακόμα θελήσεις ν' αγοράσεις ο,τιδήποτε, κάνεις τα πάντα εξετάζοντάς τα με λεπτομέρεια, ενώ εδώ λες αύτα. Ώστε, λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια σου αυτά τίποτε γενικά δεν θ’ αποδεχθείς. Διότι ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος, που δεν έχει καθόλου δόγμα, αν και εκείνος λέγει, αυτό που λες συ για τους Χριστιανούς. Υπάρχει τόσο πλήθος ανθρώπων και έχουν δόγματα διάφορα· ο μεν ένας είναι Έλληνας, ο άλλος Ιουδαίος και ο άλλος Χριστιανός, πρέπει κατ’ ανάγκη να μην αποδεχθώ κανένα δόγμα (διότι πολεμούν ο ένας τον άλλο), ενώ εγώ είμαι μαθητής και δεν θέλω να γίνω κριτής, ούτε να κατηγορώ έξω κάποιο από τα δόγματα αυτά, οπωσδήποτε αυτή η πρόφασή σου δεν ευσταθεί καθόλου· διότι όπως ακριβώς κατόρθωσες να απορρίψεις το νόθο, έτσι θα μπορέσεις και εδώ να εξετάσεις και να βρεις το ωφέλιμο· διότι, εκείνος μεν που δεν κατηγόρησε γενικά κανένα δόγμα, εύκολα θα τα πει αυτα, ενώ εκείνος που κατηγόρησε, και αν ακόμα δεν έχει αποδεχθεί κανένα, προχωρώντας σιγά-σιγά θα μπορέσει ν’ αντιληφθεί το σωστό. Ας μην προβάλλουμε, λοιπόν, δικαιολογίες, ούτε και προφάσεις διότι όλα είναι εύκολα. Θέλεις να σου δείξω ότι αυτά είναι πρόφαση; Γνωρίζεις εκείνα που πρέπει να πράττεις και εκείνα που δεν πρέπει να πράττεις; Γιατί λοιπόν δεν πράττεις εκείνα που πρέπει να πράττεις, αλλά πράττεις εκείνα που δεν πρέπει; Πράξε εκείνα και με ορθή σκέψη ζήτησε από το Θεό, και αυτός οπωσδήποτε θα σου αποκαλύψει εκείνο που πρέπει. «Ο Θεός», λέγει, «δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος εκείνος που τον φοβάται και εκτελεί το ορθό είναι δεκτός απ’ αυτόν». Δεν είναι δυνατό να μην πεισθεί εκείνος που ακούει χωρίς προκαταληψη. Διότι, όπως ακριβώς, εάν υπήρχε κάποιος κανόνας, προς τον οποίο έπρεπε ο καθένας να συμμορφώνεται, δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη, αλλά θα ήταν εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς εκείνον που τον παραβαίνει, έτσι και τώρα. Πώς λοιπόν δεν αντιλαμβάνονται το ορθό; Πολλά τα κάνει και η προκατάληψη και οι ανθρώπινες αιτίες. Αυτό, λέγει, και εκείνοι λένε για εμάς. Πώς; Μήπως δηλαδή αποσχισθήκαμε από την Εκκλησία; μήπως έχουμε αιρεσιάρχες; μήπως έχουμε το όνομά μας από ανθρώπους; μήπως υπάρχει κάποιος από εμάς που προέχει, όπως ακριβώς σ’ άλλους μεν είναι ο Μαρκίων, σ’ άλλους ο Μανιχαϊος, σ’ άλλους δε ο Άρειος, και σ’ άλλους κάποιος άλλος αρχηγός αιρέσεως; Εάν, βεβαίως, και εμείς φέρουμε το όνομα κάποιου, όμως όχι εκείνων πού έγιναν αρχή της αιρέσεως, άλλ’ εκείνων πού υπήρξαν προϊστάμενοί μας και κυβέρνησαν την Εκκλησία. Δεν έχουμε δασκάλους πάνω στη γη, μη γένοιτο! έναν δάσκαλο έχουμε, εκείνον που βρίσκεται στους ουρανούς. Και εκείνοι, λέγει, τα ίδια προβάλλουν. Αλλ’ όμως υπάρχει το όνομα που κατηγορεί αυτούς και κλείνει τα στόματά τους. Πολλοί Έλληνες έγιναν Χριστιανοί και κανένας δεν ρώτησε αυτά, αλλά και στους φιλοσόφους υπήρχαν αυτά και κανένας δεν εμποδίσθηκε από εκείνους που μπορούσαν να κάνουν ορθή εκλογή. Γιατί δεν είπαν, όταν συζητούσαν αυτά, ότι και αυτοί και εκείνοι Ιουδαίοι είναι, σε ποιόν πρέπει εμείς να πιστέψουμε; Αλλά πίστεψαν, όπως έπρεπε» (16Α,287-297)
«Και πρόσεχε, δεν είπε απλώς, «Λύκοι», αλλά πρόσθεσε «φοβεροί», υπονοώντας την αγριότητα αυτών και την θρασύτητα· και το πιο φοβερό είναι, ότι λέγει πως από αυτούς τους ίδιους θα ξεπηδήσουν αυτοί, πράγμα που είναι και πάρα πολύ φοβερό, όταν ο πόλεμος είναι και εμφύλιος. Και πολύ καλά είπε, «Προσέχετε», για να δείξει ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρό (διότι ή Εκκλησία είναι), και ότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος (διότι με το αίμα του ο Κύριος τη λύτρωσε), και ότι είναι μεγάλος ο πόλεμος και διπλός» (16Α,607)
«Έπειτα λέγεται και η αιτία της εξεγέρσεως· «Για να παρασύρουν τους μαθητές». Ώστε για τίποτε άλλο δεν δημιουργούνται οι αιρέσεις, παρά γι’ αυτό. Έπειτα ακολουθεί και η παρηγοριά· «Την οποία απέκτησε», λέγει, «με το δικό του αίμα». Εάν λοιπόν την απέκτησε με το δικό του αίμα, οπωσδήποτε θα την προστατεύσει» (16Α, 611)
«Αλλ’ αποδείχθηκε ακόμη λαμπρότερη η αλήθεια, χωρίς να έπαθε καμιά βλάβη από τις μηχανορραφίες του διαβόλου, αλλά και έλαμψε περισσότερο διότι, εάν δεν υπήρχαν αγύρτες, και υπερίσχυαν τότε αυτοί, ίσως θα μπορούσε κάποιος να τους κατηγορήσει, τη στιγμή όμως που ενώ παρουσιάσθηκαν αγύρτες, αυτοί υπερίσχυσαν, αυτό είναι το άξιο θαυμασμού. Γι’ αυτό και δεν εμποδίζονται να εμφανισθούν οι απατεώνες, ώστε με τον τρόπο αυτόν να λάμψουν περισσότερο… Ας μη στενοχωρούμαστε λοιπόν για το ότι υπάρχουν αιρέσεις, τη στιγμή που και ψευδόχριστοι θέλησαν να παρουσιασθούν με τρόπο απατηλό φέροντας το όνομα του Χριστού και πριν απ' αυτό και μετα απ’ αυτό, για να τον επισκιάσουν. Αλλ’ η αλήθεια λάμπει και είναι παντού ολοφάνερη. Το ίδιο συνέβηκε και με τους προφήτες· παρουσιάσθηκαν ψευδοπροφήτες και συγκρινόμενοι μ’ αυτούς έλαμψαν περιοσότερο οι αληθινοί προφήτες. Καθόσον η ασθένεια καθιστά φανερή την υγεία, το σκοτάδι το φως, και η κακοκαιρία τη γαλήνη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ήταν πλάνοι και αγύρτες· διότι εκείνοι ελέγθηκαν. Το ίδιο συνέβηκε και στην περίπτωση του Μωϋσή· επέτρεψε ο Θεός τους μάγους, για να μη θεωρηθεί μάγος ο Μωϋσής· άφησε αυτούς να διδάξουν όλους μέχρι σε ποιό σημείο μπορεί να καυχιέται η μαγεία· η απάτη τους δεν κράτησε περισσότερο, αλλ’ οι ίδιοι ομολόγησαν την ήττα τους. Σε τίποτε δεν μας βλάπτουν οι απατεώνες, ή καλύτερα μας κάνουν και καλύτερους, αν κανείς θέλει να είναι προσεκτικός. Τι λοιπόν, λέγει, θα κάνουμε, όταν υπάρχει για μας η ίδια γνώμη που υπάρχει γι’ αυτούς; Αυτή η γνώμη δεν προέρχεται από εμάς, αλλά από εκείνους πού δεν κρίνουν ορθά» (16Β,47-49)
«Θέλεις να μάθεις πόση είναι η λαμπρότητα του ενάρετου τρόπου ζωής, πόση δύναμη έχει να πείθει; Πολλοί από τους αιρετικούς με τον τρόπο αυτόν υπερίσχυσαν, αν και οι διδασκαλίες τους είναι λανθασμένες, οι πολλοί από τους ανθρώπους από σεβασμό προς τον ενάρετο τρόπο ζωής αυτών δεν έλαβαν υπ' όψη καθόλου τη διδασκαλία τους, άλλοι πάλι αν και τους κατηγορούν για τη διδασκαλία τους, όμως τους συμπάθησαν εξ’ αιτίας του τρόπου ζωής τους· όχι βέβαια ορθά, πλήν όμως αυτό έπαθαν. Αυτό διέφθειρε τα σεμνα της πίστεώς μας, αυτό ανέτρεψε τα πάντα, το να μη γίνεται για κανένα κανένας λόγος για ενάρετη ζωή, αυτό καταστρέφει την πίστη. Λέμε ότι ο Χριστός είναι Θεός, και αμέτρητα άλλα προβάλλουμε, μαζί με τα άλλα δε και αυτό, το ότι δηλαδή έπεισε όλους να ζουν ορθά· αλλ’ αυτό συμβαίνει σέ λίγους. Ο φαύλος τρόπος ζωής καταστρέφει το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, το δόγμα της κρίσεως» (16Β,75-77)
««Να λέγετε όλοι την ιδίαν ομολογίαν και να μην υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα».Η έμφασις του σχίσματος και η λέξις και μόνον έθετεν είς κατηγορίας. Διότι με το σχίσμα δεν παράγονται πολλά ολόκληρα μέρη, αλλά χάνεται και το αρχικόν εν. Διότι, εάν μεν υπήρχον εκκλησίαι ολόκληροι, πολλά θα ήσαν τα συστήματα· εάν όμως υπάρχουν σχίσματα, αφανίζεται και το αρχικόν εν. Διότι το ολόκληρον, όταν διαιρεθή είς πολλά, όχι μόνο δεν γίνεται πολλά, αλλά καταστρέφεται και το Εν. Τέτοια είναι η φύσις των σχισιμάτων. Κατόπιν, επειδή τους κατηγόρησεν εντονως με το να χρησιμοποιήσει την λέξιν «σχίσμα», πάλιν μετριάζει και πραΰνει τον λόγον του, λέγων «να είσθε δε ενωμένοι με το ίδιον πνεύμα και την ιδίαν γνώμην». Επειδή δηλαδή είπεν «ίνα το αυτό λέγητε», να μη νομίσητε —λέγει— ότι είπα πως η ομόνοια ευρίσκεται μόνον εις τους λόγους· διότι επιζητώ την συμφωνίαν που ευρίσκεται εις την σκέψιν. Αλλά, επειδή είναι δυνατον να υπάρχη συμφωνία είς την σκέψιν, αλλά όχι εις όλα τα θέματα, δια τούτο προσέθεσε και το «να είσθε δε ενωμένοι». Διότι εκείνος πού εις ένα θέμα είναι ηνωμένος, ενώ εις άλλο σκέπτεται διαφορετικώς, δεν έχει ακόμη ενωθή, ούτε έχει τελειοποιηθή εις ομοφροσύνην. Είναι δυνατόν να συμφωνεί κάποιος με την σκέψιν του, αλλά να μη συμφωνεί καθόλου με την εσωτερικήν του διάθεσιν, όπως π.χ. όταν, ενώ έχουμεν την ιδίαν πίστιν, δεν είμεθα ενωμένοι κατα την αγάπην· έτσι δηλαδή ενωνόμεθα μεν ως προς τον νούν —διότι έχομεν τας αυτάς σκέψεις— όχι όμως ακόμη ως προς την εσωτερικήν διάθεσιν. Τουτο ακριβώς συνέβη και τότε, διότι άλλος επροτίμα τον τάδε, ενώ άλλος τον τάδε. Δια τούτο λέγει ότι πρέπει να συμφωνούμεν και κατά την σκέψιν και κατα την εσωτερικήν διάθεσιν. Διότι τα σχίσματα δεν συνέβησαν λόγω των διαιρέσεων κατα την πίστιν, αλλά λόγω των διαιρέσεων κατα την ψυχικήν διάθεσιν εξ’ αιτίας της τάσεως του ανθρώπου πρός έριδας» (18,57-59)
««Ο υπερήφανος όμως και καταφρονητης και αλαζονικός άνθρωπος τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει». Ας ακούσουν οι αιρετικοί την πνευματική φωνή. Γιατί τέτοια είναι η φύση των λογισμών. Μοιάζει με κάποιο λαβύρινθο και με γρίφους, χωρίς να έχει πουθενά κανένα τέλος, ούτε ν' αφήσει το λογισμό να σταθεί πάνω στην πέτρα και ξεκινάει από την αλαζονεία. Γιατί, επειδή αισθάνονται ντροπή για την παραδοχή της πίστης και νομίζουν πως αγνοούν τα ουράνια, ρίχνουν τον εαυτό τους σε κονιορτό αναρίθμητων λογισμών. Έπειτα, άθλιε και ταλαίπωρε και άξιε για πάρα πολλά δάκρυα, αν κάποιος σε ρωτήσει, πώς έγινε ο ουρανός και πώς η γη· και γιατί λέγω τον ουρανό και τη γη; πώς γεννήθηκες εσύ ο ίδιος, πώς τράφηκες και μεγάλωσες, δεν ντρέπεσαι για την άγνοια; Εάν όμως γίνεται κάποιος λόγος για τό Μονογενή Υιό, εξ’ αιτίας της ντροπής ρίχνεις τον εαυτό σου στο γκρεμό της καταστροφής, νομίζοντας πως είναι ανάξιο για σένα το να μη γνωρίζεις τα πάντα; Αλλ’ όμως ανάξιο πράγμα είναι η φιλονικεία και η άκαιρη πολυπραγμοσύνη» (16Β,377)
«Από εδώ αντιλαμβανόμεθα ότι δικαίως ο Χριστός έλεγεν, ότι εκείνος που κάνει φαύλα έργα δεν έρχεται, προς το φως, και ότι βίος ακάθαρτος είναι εμπόδιον δια τα υψηλά δόγματα, διότι δεν αφήνει να φανεί η διορατική δύναμις της διάνοιας. Όπως λοιπόν δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας, που ευρίσκεται εις πλάνην και ζει ορθώς, να μείνει εις την πλάνην, έτσι δεν είναι εύκολον ένας, που ζει με την πονηρίαν, αίφνης να κοιτάξει προς το ύψος των δογμάτων μας, αλλά, εκείνος που πρόκειται να επιζητή την αλήθειαν, πρέπει προηγουμένως να καθαρισθή από όλα τα πάθη· διότι εκείνος που έχει απαλλαγεί από αυτά, θα απαλλαγεί και από την πλάνην και θα εύρη την αλήθειαν. Μη νομίζης δηλαδή, σε παρακαλώ, ότι δι’ αυτήν σου είναι αρκετόν το ότι δεν έχεις πλεονεξίαν και ότι δεν πορνεύεις, αλλά πρέπει να έχει όλας τας αρετάς εκείνος ο οποίος ζητεί την αλήθειαν. Διά τουτο ο Πέτρος λέγει «Πιστεύω πράγματι ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά εις κάθε έθνος όποιος τον φοβείται και πράττει το δίκαιον είναι δεκτός από αυτόν» δηλαδή καλεί και ελκύει αυτόν προς την αλήθειαν. Δεν βλέπεις τον Παύλον, ότι ήτο εξ’ όλων ο φοβερότερος πολέμιος και διώκτης; Αλλ’ όμως, επειδή είχεν ανεπίληπτον βίον και δεν έπραττεν αυτά από ανθρώπινον πάθος, και δεκτός έγινε και όλους τους υπερέβαλεν. Εάν δε κάποιος ήθελεν ειπεί· 'Πώς ο τάδε εθνικός, ενώ είναι καλός και αγαθός και φιλάνθρωπος, μένει εις την πλάνην;’, θα του έλεγον τούτο, ότι δηλαδή έχει άλλο πάθος, κενοδοξίαν ή ραθυμίαν ψυχής ή άδιαφορίαν δια την σωτηρίαν του, και νομίζει ότι θα του έλθουν όλα καλά από την τύχην. …Πώς λοιπόν, θα έλεγε κάποιος, άνθρωποι ακάθαρτοι κατηξιώθησαν του κηρύγματος; Επειδή θέλησαν και επεθύμησαν. Δηλαδή τους μεν πλανεμένους τους έλκει εάν είναι καθαροί από πάθη, εκείνους όμως που προσέρχονται από δικήν των πρωτοβουλίαν δεν τους απωθεί· πολλοί τέλος εδέχθησαν την ευσέβειαν από τους προγόνους των» (18,223-225)
«Είναι όμως, λέει, δείγμα διαστροφής το ότι του κάνουν επίθεση όλοι εκείνοι που έχουν φοβερές αντιθέσεις μεταξύ τους. Οπωσδήποτε δείγμα διαστροφής, όχι όμως του Παύλου, αλλά των αντιπάλων του. Γιατί δεν ήταν σκοτεινός, αλλ’ απλός και σαφής. Εκείνοι παραποίησαν τα λόγια του, ο καθένας άναλογα μέ τις σκέψεις του. Γιατί, θα πει κάποιος, τα είπε έτσι και έδωσε λαβή στους καλοθελητές; Δεν έδωσε εκείνος λαβή, αλλ’ ή παραφροσύνη τους. Γιατί δεν τα αντιμετώπισαν τίμια. Γιατί κι όλος αυτός ο κόσμος, ο θαυμαστός και μεγάλος, και που είναι τρανή απόδειξη της σοφίας του Θεού, …αλλ’ όμως πολλοί σκόνταψαν επάνω του και έναντια ο ένας στον άλλο. Και άλλοι τον θαύμασαν τόσο πιο πολύ από την αξία του, ώστε πίστεψαν πως είναι θεός, άλλοι πάλι περιφρόνησαν τόσο πολύ τις αρετές του, ώστε τους φάνηκε πως είναι ανάξιος να δημιυυργήθηκε από το Θεό, και απέδωσαν την κάποια ανωτερότητά του σε κάποιο πονηρό αίτιο. Και όλα αύτα, αν και ο Θεός θέλησε να τους προφυλάξει και τους δύο, αφού τον δημιούργησε εξαιρετικό και σπουδαίο, για να μην τον νομίσει κανείς αμέτοχο της σοφίας του, και τον δημιούργησε επίσης φτωχό και με ανθρώπινες ανάγκες, για να μη φαντασθεί κανείς πως είναι Θεός. Αυτοί όμως έγιναν εξαιτίας της δικής τους λογικής πνευματικά ανάπηροι, κατέληξαν σε αντίθετες παραδοχές, ελέγχουν και κατηγορούν ο ένας τον άλλο και γίνονται απολογίες της σοφίας του Θεού και των συλλογισμών που οι ίδιοι κάνουν με πολλή πλάνη. Και γιατί ν’ αναφέρω τον ήλιο και τον ουρανό; Οι Ιουδαίοι είδαν να γίνονται μπροστά στα μάτια τους πολύ μεγάλα θαύματα κι εκείνοι ύστερα από λίγη ώρα προσκύνησαν το μοσχάρι. Είδαν επίσης το Χριστό να διώχνει τα δαιμόνια και τον ονόμασαν δαιμονισμένο. Αυτό όμως δεν αποτελεί κατηγορία εναντίον εκείνου που διώχνει τα δαιμόνια, αλλά κατηγορία εναντίον της ανάπηρης σκέψης τους. Μην κατακρίνεις λοιπόν τον Παύλο επειδή αυτοί δεν κατάλαβαν καλά την σκέψη του» (19,549-551)
«Τι λες (Παύλε); Οι άνθρωποι που κηρύσσουν το Χριστό, που δεν παίρνουν χρήματα, που δεν διδάσκουν διαφορετικό Ευαγγέλιο είναι ψευδαπόστολοι; Ναι, λέγει. Και προπάντων γι’ αυτό ακριβώς, επειδή υποκρίνονται όλα αυτά για να εξαπατήσουν. «Δόλιοι εργάτες», γιατί εργάζονται, αλλά ξεριζώνουν τα φυτευμένα. Επειδή δηλαδή γνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατό να τους καλοδεχθούν, φορούν το προσωπείο της αλήθειας και παίζουν παραπλανητικό θέατρο. Δεν παίρνουν όμως, λέει, χρήματα. Για να πάρουν περισσότερα, για να καταστρέψουν ψυχές. Ή, καλύτερα, κι αοτό δεν είναι αλήθεια. Και έπαιρναν και το έκρυβαν ότι παίρνουν. Αυτό το δείχνει στη συνέχεια. Και ήδη βέβαια το υπαινίχθηκε, λέγοντας· «για να φανούν ότι είναι σαν εμάς στο έργο, για το οποίο καυχώνται», πλην όμως πιο κάτω το υπαινίχθηκε πιο καθαρά, λέγοντας, «ανεχόσαστε ανθρώπους που σας καταβροχθίζουν ή σας εκμεταλεύονται ή σας συμπεριφέρονται εγωιστικά». Τώρα τους κατηγορεί με άλλον τρόπο, λέγοντας, «γιατί μεταμφιέζονται». Εξωτερικά μόνο παρουσιάζονται με την προβιά του προβάτου. «Και δεν είναι καθόλου περίεργο. Αφού ο ίδιος ο σατανάς μεταμορφώνεται σε φωτεινό άγγελο, πώς είναι μεγάλο πράγμα αν οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες δικαιοσύνης;». Ώστε, αν πρέπει να θαυμάζουμε, γι’ αυτό πρέπει να θαυμάζουμε, γι’ αυτούς όμως καθόλου. Γιατί, αφού ο δάσκαλός τους έχει την τόλμη να κάνει τα πάντα, δεν είναι καθόλου παράξενο που τον ακολουθούν οι μαθητές του. …Και πολλούς ο διάβολος εξαπάτησε με αυτόν τον τρόπο, μεταμφιεζόμενος δηλαδή, χωρίς όμως να γίνεται άγγελος φωτός. Έτσι κι αυτοί παρουσιάζουν στους πιστούς μορφή αποστόλου, όχι δύναμη αποστολική, γιατί δεν έχουν. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο διαβολικό, όσο το να κάνεις κάτι για επίδειξη. Αλλά τι σημαίνει, «υπηρέτες δικαιοσύνης»; Αυτό που είμαστε εμείς, που σας κηρύσσουμε το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης. Ή αυτό εννοεί ή ότι ντύνουν τους εαυτούς τους με δόξα δικαίων ανδρών. Πώς θα τους αναγνωρίσουμε όμως; Από τα έργα τους, όπως είπε ο Χριστός. Γι’ αυτό αναγκάζεται να αναφέρει συγκρίνοντας τα δικά του κατορθώματα και τον δικό τους κακό χαρακτήρα, ώστε από την σύγκριση να φανεί ποιοί είναι ψεύτικοι» (19,615-617)
«Κακός [ο ιερέας], πώς το εννοείς; εάν είναι τέτοιος εξ αίτιας της πίστεως, απόφευγέ τον και απομακρύνσου απ’ αυτόν, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κι αν ακόμη είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό. Εάν όμως είναι κακός ως προς την ιδιωτική του ζωή, μην ασχολήσαι μ’ αυτήν...Βλέπεις ότι ο λόγος δεν γίνεται για δόγματα, αλλά για τρόπο ζωής και πράξεως;» (ΕΠΕ,τομος 25,σελ.373)
«Είπε ότι διαστρέφεται το ευαγγέλιον, δεικνύων ότι και αν ακόμη παραποιηθεί λίγο, βλάπτεται ολόκληρο. Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα αυτός που έκοψε έστω και λίγο από ό,τι είναι χαραγμένο πάνω, κατέστησε όλο το νόμισμα κίβδηλο· έτσι και αυτός που ανέτρεψε και το μικρότερο από την υγιή πίστη, καταστρέφει το παν, προχωρώντας από την αρχή στα χειρότερα. Πού είναι λοιπόν αυτοί που μας κατηγορούν ότι είμαστε φιλόνικοι λόγω της διάστασης με τους αιρετικούς; Που είναι τώρα αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μας και σε εκείνους, αλλά ότι η διαφορά έγινε από την φιλαρχία; Ας ακούουν τι λέει ο Παύλος, ότι διέστρεφαν το ευαγγέλιον και κατ’ ελάχιστον μόνον καινοτομούντες …Αλλά το αίτιο όλων των κακών είναι αυτό ακριβώς, το ότι δεν αγανακτούμε για αυτά τα μικρά. Δια τούτο έχουν υπεισέλθει τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, διότι τα μικρότερα δεν τυγχάνουν της πρεπούσης διορθώσεως…. εάν, όσοι επιχειρούν να παρεκτρέπωνται και να διαστρέφουν κατ’ ελάχιστον τους θείους θεσμούς, εδέχοντο από την αρχήν την πρέπουσαν επιτίμησιν, δεν θα είχε γεννηθεί η παρούσα επιδημία και δεν θα επεκράτει τόση ταραχή εις την εκκλησίαν….«Αλλά και αν ακόμη εγώ ο ίδιος ή κάποιος άγγελος από τον ουρανόν σας κηρύξη διαφορετικόν ευαγγέλιον από εκείνο το οποίον σας κήρυξα, αυτός ας είναι ανάθεμα»… Και δεν είπε, εάν κηρύττουν αντίθετα ή ανατρέπουν το παν, αλλά και αν κάτι ελάχιστον ευαγγελίζωνται διάφορον από ό,τι σας κήρυξα, και αν ακόμη κάτι ασήμαντον παρασαλεύσουν, ας είναι ανάθεμα…. Θέλει να δείξει ότι δεν υπολογίζει αξίωμα προσώπων όταν ο λόγος είναι δια την αλήθειαν» (20,195-203)
«Όταν όλοι πιστεύουμε όμοια, τότε υπάρχει ενότητα… Διότι αυτό είναι ενότητα, όταν όλοι είμαστε ένα… όταν αποδειχτούμε όλοι ότι έχουμε μία πίστη» (ΕΠΕ 20,699,PG 62,83. Εις Εφεσιους Ομ.11,3))
«Δύο τρόποι αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας υπάρχουν· ο ένας, όταν ψυχράνωμεν την αγάπην, ο δεύτερος δε, όταν τολμήσωμεν πράγματα που είναι ανάξια να γίνωνται εις εκείνο το σώμα· διότι και με τους δύο αυτούς τρόπους χωρίζουμε τους εαυτούς μας από τό πλήρωμα της Εκκλησίας. Εάν όμως εμείς (οι κληρικοί), που έχομεν ταχθή να οικοδομώμεν και άλλους εις αυτό, πρώτοι γινώμεθα εμείς αίτιοι δια ν’ αποσχίζωνται από αυτήν, τι δεν θα πάθωμεν; Τίποτε δεν θα ημπορέση να διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτους οι οποίοι διεμέλισαν το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα…. Κάποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτην την αμαρτίαν. Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την δόξαν του Χριστου; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστου, πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστος;… η νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν. Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετα από αυτους; Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν δεν είναι μαζί με εμας;… Εάν δε αυτα που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι λανθασμένα. … Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν αυτή δεν έγινε κατα τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτην. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατον να χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτα και ας τα καταστρέψωμεν…. Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντου, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτους φιλαρχία και απάτη;… το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν….εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει τον Χριστον, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος;… δι’ εκείνους οι οποίοι αποσκιρτουν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς αυτα δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμας˙ διότι το ένα από τα δύο κατ’ αναγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτα δι’ εμέ, είμαι έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει». (Χρυσόστομος, εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 20, σελ. 705-715)
«Τίποτε δεν βλάπτει τόσο τους ανθρώπους, όσο το να καταφρονεί κανείς την αγάπη και να μη φροντίζει με πολλή προθυμία να την καλλιεργεί, όπως πάλι βέβαια τίποτε δεν εξυψώνει τους ανθρώπους τόσο, όσο το να επιδιώκουν την αγάπη με όλη τη δύναμή τους. Κι αυτό δηλώνοντας ο Χριστός λέγει, «εάν δύο συμφωνήσουν στο ίδιο θέμα, κάθε τι που θα ζητήσουν θα το λάβουν». Και πάλι «όταν θα πληθυνθεί η ανομία, θα ψυχρανθεί η αγάπη». Αυτό γέννησε όλες τις αιρέσεις. Επειδή δεν αγαπούσαν τους αδελφούς τους, φθονούσαν εκείνους που ευδοκιμούσαν, από το φθόνο πάλι γεννιόνταν η φιλαρχία, και από τη φιλαρχία γεννήθηκαν οι αιρέσεις. Γι αυτό και ο Παύλος, αφού είπε, «να παραγγείλεις σε μερικούς να μη διδάσκουν ξένες διδασκαλίες», υποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό να γίνει αυτό. Ποιός λοιπόν είναι αυτός; Η αγάπη. Όπως λοιπόν όταν λέγει, «τέλος του νόμου είναι ο Χριστός», δηλαδή συμπλήρωμα, κι αυτό ακολουθεί εκείνα, έτσι αυτή η παραγγελία εμπεριέχεται στην αγάπη. Σκοπός της ιατρικής είναι η υγεία· ώστε, όταν υπάρχει υγεία, δε χρειάζεται πολλή φροντίδα· κι όταν υπάρχει αγάπη, δε χρειάζονται πολλές παραγγελίες. Και ποιαν αγάπη εννοεί; Την ειλικρινή, όχι εκείνην που φθάνει μόνο ως τα λόγια, αλλ’ εκείνην που πηγάζει από διάθεση και γνώμη αγαθή και συμπόνια. «Από καθαρή», λέγει, «καρδιά»· ή ομιλεί για σωστό τρόπο ζωής ή για γνήσια αγάπη. Γιατί κι ο ακάθαρτος βίος δημιουργεί σχίσματα. «Καθένας που πράττει φαύλα, μισεί το φως». Γιατί υπάρχει και αγάπη και μεταξύ των φαύλων, όπως και οι ληστές αγαπούν τους ληστές, και οι φονιάδες τους φονιάδες αλλ’ αυτή η αγάπη δεν προέρχεται από αγαθή συνείδηση, αλλά από φαύλη, ούτε από καθαρή καρδιά, αλλά από ακάθαρτη, ούτε από πίστη ειλικρινή, αλλά ψευδή και υποκριτική. Γιατί η πίστη δείχνει την αλήθεια, και από την ειλικρινή πίστη γεννιέται η αγάπη· αυτός που πραγματικά πιστεύει στο Θεό, δεν ανέχεται ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη. «Από τις οποίες», λέγει, «μερικοί αστόχησαν, και γι’ αυτό στράφηκαν σε μάταιες συζητήσεις». Ορθώς είπε, «αστόχησαν»· γιατί χρειάζεται τέχνη, ώστε να ρίξεις κατ’ ευθείαν, κι όχι έξω από το σκοπό, ώστε να κατευθύνεσαι από το άγιο Πνεύμα· γιατί πολλά είναι εκείνα που σε εκτρέπουν από τον ευθύ δρόμο, και πρέπει να κυττάζεις προς ένα σκοπό. «Αυτοί που θέλουν», λέγει, «να είναι νομοδιδάσκαλοι». Βλέπεις και άλλη αιτία, την αιτία της φιλαρχίας; Γι αυτό και ο Χριστός έλεγε, «σεις όμως κανένα μην ονομάσετε, δάσκαλε» και πάλι ο απόστολος· «ούτε αυτοί οι ίδιοι δεν φυλάσσουν το νόμο, αλλά για να καυχηθούν με την περιτομή στη δική σας σάρκα». Το αξίωμα, λέγει, επιθυμούν και γι’ αυτό δε βλέπουν προς την αλήθεια. «Δεν καταλαβαίνουν», λέγει, «ούτε αυτά που λέγουν, ούτε όσα διαβεβαιώνουν». …Πώς λοιπόν, αν είναι από άγνοια, το ονομάζεις αυτό αμάρτημα; Γιατί αυτό το έπαθαν, όχι μόνο επειδή θέλουν να είναι νομοδιδάσκαλοι, αλλά κι επειδή δεν έχουν την αγάπη· άλλωστε και η άγνοια από αυτά γεννήθηκε. Γιατί, όταν η ψυχή παραδοθεί σε σαρκικά πράγματα, τυφλώνεται η ικανότητά της να διαβλέπει, και όταν εκπέσει η αγάπη, πέφτει στη φιλονεικία και τυφλώνεται το μάτι της διάνοιας. Γιατι εκείνος που κατέχεται από κάποια επιθυμία γι’ αυτά τα πρόσκαιρα πράγματα, μεθυσμένος από το πάθος δεν μπορεί να γίνει δίκαιος κριτής της αλήθειας» (23,141-145)
«Φιλονεικίες εννοεί αυτές με τους αιρετικούς, για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κουράζεσαι άσκοπα σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σ’ αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού, «μήπως τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια», και εδώ, «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Εκεί μιλάει γι’ αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και γι’ αυτούς που απλώς έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει, «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Δεν μπορεί δηλαδή να πει, «κανείς δε μου μίλησε, κανείς δε με συμβούλευσε». Όταν λοιπόν μετα τή συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του» (24,121)
«Οι αιρετικοί που ζουν παρθενικά, έχουν γίνει υπεύθυνοι για την τιμωρία που αρμόζει στους πόρνους» (ΕΠΕ 21,405)
«Το καλό της παρθενίας… το ποθεί με ζήλον και το ασκεί μόνη η εκκλησία του Θεού. Διότι τας παρθένους των αιρετικών δεν θα μπορούσα ποτέ να τας ονομάσω παρθένους· πρώτον μεν, διότι δεν είναι αγναί, καθ’ όσον δεν είναι υπανδρευμέναι μέ ένα άνδρα, έτσι όπως θέλει ο μακάριος νυμφαγωγός του Χριστού, λέγων· «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, δια να σας παρουσιάσω ωσάν παρθένον αγνήν εις τον Χριστόν»… διότι οι γυναίκες που δεν αρκούνται εις τον ένα άνδρα, αλλ’ εισάγουν άλλον κοντά εις αυτόν, πού δεν είναι Θεός, πώς θα μπορούσαν να είναι αγναί; Κατα πρώτον λοιπόν εξ’ αιτίας αυτού του πράγματος δεν θα μπορούσαν να είναι παρθένοι… Ας παύσουν οι αιρετικοί να κοπιάζουν άδικα, διότι δεν θα λάβουν κανένα μισθό. Όχι επειδή ο Κύριος είναι άδικος, μακριά κάτι τέτοιον, αλλ’ επειδή αυτοί είναι αχάριστοι και πονηροί….Μέχρι πότε λοιπόν δεν θα παύσετε να τρέχετε εις το κενόν και να κοπιάζετε άδικα και εις τα χαμένα ν’ αγωνίζεσθε και τον αέρα να δέρετε; Και μακάρι να το εκάματε αυτό άσκοπα. Αν και βέβαια αυτό δεν είναι μικρά τιμωρία, το να τοποθετηθούν δηλαδή κατα τον καιρόν της απονομής της τιμής μεταξύ των ατίμων αυτοί που εκοπίασαν πάρα πολύ και περίμεναν να λάβουν μεγαλύτερα έπαθλα από τους κόπους των. Και τώρα λοιπόν δεν είναι μόνον αυτό το κακόν, ούτε φθάνει η ζημία μέχρις εις το να μη κερδίσουν τίποτε, αλλά τους επιφυλάσσονται άλλα πολύ φοβερώτερα από αυτά· το πυρ το άσβεστον, ο σκώληξ ο αιώνιος, το σκότος το εξώτερον, η θλίψις, η στενοχώρια…. Αλλ’ ούτε ο Μαρκίων ούτε ο Ουαλεντίνος ούτε ο Μάνης τήρησαν αυτό το μέτρον. Διότι δεν είχον μέσα των τον Χριστόν να ομιλή,… αλλά τον ανθρωποκτόνον, τον πατέρα του ψεύδους. Δια τούτο λοιπόν και οδήγησαν εις την απώλειαν όλους εκείνους που επίστευσαν εις αυτούς, φορτώνοντες αυτούς εις μεν την εδώ ζωήν με ανωφελείς και αφορήτους κόπους, εις δε την άλλην ζωήν συμπαρασύραντες τους εαυτούς των εις το πυρ το ητοιμασμένον δι εκείνους…. Εσείς όμως δι εκείνα που περιμένατε να λάβετε επαίνους, δι αυτά θα υποστήτε την πιο φοβεράν τιμωρίαν και θ’ ακούσετε μαζί με τους άλλους· «Φύγετε από κοντά μου και πηγαίνετε εις το πυρ που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του», διότι νηστεύσατε, διότι ησκήσατε την παρθενίαν… Αυτός όμως που υπέστη την πτωχείαν με την θέλησίν του δια να γίνη εκεί πλούσιος, και υπέφερε τους κόπους της παρθενίας δια να λάβη μέρος εις την χορείαν των αγγέλων, έπειτα τελείως ξαφνικά και παρά πάσαν προσδοκίαν να τιμωρήται δι αυτά δια τα οποία ήλπισε ν’ απολαύση αμέτρητα αγαθά, …Πράγματι λοιπόν η σωφροσύνη των αιρετικών είναι χειροτέρα από όλην την ασέλγειαν. Διότι εκείνη μεν επεκτείνει την αδικίαν μεταξύ των ανθρώπων, ενώ αυτή μάχεται τον Θεόν και υβρίζει την άπειρον σοφίαν. Τέτοιου είδους παγίδας στήνει ο διάβολος εις αυτούς που τον υπηρετούν…. Λοιπόν η παρθενία των αιρετικών είναι πράγματι εφεύρημα της πονηριάς του διαβόλου…Πώς λοιπόν να είναι παρθένος αυτή που απεμακρύνθη από την πίστιν, που προσέχει εις τα λόγια των πλάνων και πιστεύει εις τους δαίμονας και τιμά το ψεύδος; Πώς, να είναι παρθένος αυτή που έχει στιγματισμένην την συνείδησίν της; Διότι η παρθένος δεν πρέπει μόνον εις το σώμα να είναι καθαρά, αλλά και εις την ψυχήν, εάν βέβαια έχει σκοπό να υποδεχθή τον άγιον νυμφίον. Αυτή όμως με τόσα στίγματα εις την ψυχήν πώς θα μπορούσε να είναι καθαρά; …πώς θα μπορέση να διασωθή το κάλλος της παρθενίας, την στιγμήν που το ασεβές φρόνημα στριφογυρίζει μέσα της;… Διότι και αν ακόμη ήθελε μείνει άθικτον το σώμα της, αλλ’ όμως έχει διαφθαρεί το πολυτιμότερον, τα φρονήματα της ψυχής. Ποιον το όφελος λοιπόν την στιγμήν που κατεστράφη ο ναός να μένουν όρθιοι οι περίβολοί του; ή ποιον το κέρδος του θρόνου την στιγμήν πού έχει μολυνθή ο θρόνος να μένη καθαρός ο τόπος του θρόνου; προς μεν τους ανθρώπους επιδεικνύει πολλήν επιείκειαν, προς δε τον Θεόν που την έπλασε φέρεται με πολλήν μανίαν, και αυτή που δεν ανέχεται να σηκώση το βλέμμα της πάνω εις άνδρα -εάν φυσικά υπάρχουν μερικαί τέτοιοι μεταξύ των-, βλέπει προς τον Κύριον των ανθρώπων με αναίσχυντα μάτια και λέγει βδελυρά λόγια προς τό ύψος αυτού. Το πρόσωπόν των είναι ωχρόν και μοιάζει με νεκρόν (από την άσκηση). Δια τούτο είναι άξιαι πολλών δακρύων και θρήνων, διότι υπεβλήθησαν εις τόσην ταλαιπωρίαν όχι μόνον εις τα χαμένα, αλλά και προς καταστροφήν και της κεφαλής των»(29,449-465)
«Είδες ομολογία πλήρη και ακριβή; είδες διδασκαλία χωρίς να έχει καμμιά αμφιβολία; Ας μη σε ταράσσει πλέον κανείς, προσθέτοντας στα δόγματα της Εκκλησίας τις έρευνες των λογισμών του και θέλοντας να θολώσει τα ορθά και υγιή δόγματα. Αλλά φεύγε τις συναναστροφές αυτών όπως τα δηλητήρια των φαρμάκων. Καθόσον αυτοί είναι πιο φοβεροί από εκείνα· γιατί εκείνα περιορίζουν τη βλάβη μόνο στο σώμα, ενώ αυτοί καταστρέφουν την ίδια τη σωτηρία της ψυχής. Γι’ αυτό πρέπει από την αρχή και από την πρώτη στιγμή ν’ αποφεύγετε τις ομιλίες αυτών και μάλιστα μέχρι που να μπορέσετε, με το πέρασμα του χρόνου, οπλισμένοι καλά, σαν με κάποια όπλα πνευματικά, με τις μαρτυρίες της αγίας Γραφής, να αποστομώνετε την αδιάντροπη γλώσσα αυτών. Και όσο για τα δόγματα της Εκκλησίας θέλω τόση προσοχή να δείχνετε και να τα έχετε σταθερά ριζωμένα στη σκέψη σας» (30,341)
«Τι είναι λοιπόν αυτό που ονομάζεις ανάθεμα, μήπως το ότι πρέπει να αφιερωθή αυτός εις τον διάβολον και να μην έχη πλέον ελπίδα σωτηρίας και να απομακρυνθή από τον Χριστόν; Και ποιος είσαι συ ο οποίος έχεις τόσον μεγάλην εξουσίαν και δύναμιν; …Διατί λοιπόν επιζητείς τόσο μεγάλην αξίαν, την οποίαν ηξιώθη να λάβη μόνον ο όμιλος των αποστόλων και οι κατ’ απόλυτον ακρίβειαν γενόμενοι διάδοχοι αυτών, οι οποίοι είναι πλήρεις χάριτος και δυνάμεως; Και πράγματι εκείνοι φυλάξαντες την εντολήν επακριβώς, ωσάν να έβγαζαν τον δεξιόν οφθαλμόν, έτσι ακριβώς εξεδίωξαν από την Εκκλησίαν τους αιρετικούς· πράγμα που αποτελεί και απόδειξιν της μεγάλης αυτών συμπάθειας και θλίψεως, διότι απεκόπη αξιόλογον μέρος της Εκκλησίας. Δια τούτο ονόμασεν ο Θεός αυτόν δεξιόν οφθαλμόν δια να δείξη την μεγάλην συμπάθειαν αυτών που τους απέκοψαν από την εκκλησίαν. Όθεν και εις αυτό καθώς και είς όλα εφαρμόζοντες με απόλυτον ακρίβειαν τα όσα έλαβον, τας μεν αιρέσεις τας ήλεγχον και τας απέβαλλον από την εκκλησίαν, εις κανένα δε από τους αιρετικούς δεν απέδιδον αυτήν την επιτίμησιν (το ανάθεμα). Και ο απόστολος λοιπόν εις δύο μόνον περιπτώσεις φαίνεται να είπε τον λόγον αυτόν εξ’ ανόγκης και δεν απέδωσεν αυτήν την λέξιν εις ορισμένον πρόσωπον… Τι λοιπόν; εκείνο που δεν έκαμε κανείς από αυτούς που έλαβαν την εξουσίαν ή δεν τόλμησε να ομιλήση κατα τοιούτον τρόπον, τολμάς συ να κάμης αυτά, ενεργών αντίθετα από τον σκοπόν της σταυρικής θυσίας, και προλαμβάνεις την κρίσιν του βασιλέως Χριστού;… Άρα το θεωρείτε ασήμαντον αυτό, το να καταδικάση κανείς κάποιον ακαίρως και χωρίς να είναι κριτής με τέτοιαν απόφασιν; Διότι το ανάθεμα αποκόπτει τελείως από τον Χριστόν… Άπλωσε τα δίκτυα της αγάπης, δια να μη λοξοδρομήση ο ατελής πνευματικά, μάλλον δε να θεραπευθή· δείξε ότι από μεγάλην διάθεσιν θέλεις να κάμης κοινόν το αγαθόν που έχεις συ· ρίψε το γλυκύ άγκιστρον της συμπάθειας και κατ’ αυτόν τον τρόπον αφού ερευνήσης τα κεκρυμμένα εκρίζωσε από το βάθος της απωλείας αυτόν που συσκοτίζει τον νουν. Εκείνο που εθεωρήθη ότι είναι καλόν είτε εκ προλήψεως είτε εξ’ αγνοίας, δίδαξε ότι είναι ξένον προς την αποστολικήν παράδοσιν, και αν μεν θελήση να δεχθή τούτο ο άνθρωπος που εδέχθη την πλάνην, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτου, εκείνος θα ζήση εις την ζωήν και συ θα σώσης την ψυχήν σου, εάν όμως δεν θέλη να το παραδεχθή, αλλά επιμένει να φιλονεικεί, δια να μη γίνης υπεύθυνος, να διαμαρτυρηθής μόνον με μακροθυμίαν και επίείκειαν, δια να μη ζητήσει ο κριτής την ψυχήν του από τα δικά σου χέρια· να διαμαρτυρηθής προς αυτόν χωρίς να εκδηλώσης το μίσος, την αποστροφήν, χωρίς να τον καταδιώξης, αλλά να κάμης τούτο δεικνύων πρός αυτόν την αληθή και ειλικρινή αγάπην. Αυτήν να κερδήσης και αν τίποτε άλλο ακόμα δεν ωφελήσης, αυτή είναι μεγάλη ωφέλεια, τούτο είναι μεγάλο κέρδος, το να αγαπήσης και να διδάξης την διδασκαλίαν του Χριστού. Διότι λέγει· «Με αυτό θα μάθουν και θα πεισθούν ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπην μεταξύ σας», και αν αυτή δεν είναι παρούσα απέδειξεν ο απόστολος ότι ούτε η γνώσις των μυστηρίων, ούτε η πίστις, ούτε το χάρισμα της προφητείας, ούτε η ακτημοσύνη, ούτε η υπέρ του Χριστού μαρτυρία ωφελούν… Πώς πράττεις συ τα αντίθετα και έρχεσαι και εις την εκκλησίαν και πραγματοποιείς και την θυσίαν του Υιού του Θεού; Δεν γνωρίζετε ότι αυτός δεν συνέτριψε την λυγισμένην κάλαμον και στυππείον που ετρεμόσβηνε και εκάπνιζε δεν το έσβησε; Ποία δε είναι η δύναμις αυτού; Άκουσε, ότι τον Ιούδαν και τους κατα τον ίδιον τρόπον με αυτόν παρεκτραπέντας δεν τους εξεδίωξεν, μέχρις ότου κάθε ένας μόνος του έσυρε τον εαυτόν του και τον παρέδωσεν εις την πλάνην. Δεν προσφέρομεν τας ικεσίας υπέρ των αμαρτημάτων του λαού; Δεν έχομεν εντολήν να προσευχώμεθα… υπέρ των εχθρών μας, υπέρ εκείνων που μας μισούν και μας διώκουν; Ιδού εκπληρούμεν την υπηρεσίαν που μας ανετέθη, ιδού σας παρακαλούμεν· η χειροτονία δεν φέρει κάποιον εις την εξουσίαν, δεν τον κάνει αλαζόνα, δεν του δίδει εξουσίαν κυρίου επί δούλων· διότι όλοι ελάβομεν το ίδιον άγιον Πνεύμα, όλοι εκλήθημεν να γίνωμεν υιοί· αλλ’ όμως εκείνους που ο Πατήρ δοκίμασε και έκρινεν ως άξιους, εις αυτούς έκαμε την τιμήν και τους έδωσε την εξουσίαν να υπηρετούν τους αδελφούς των. Εκπληρούντες λοιπόν αυτήν την υπηρεσίαν σας παρακαλούμεν και ζητούμεν από σας, με επιμονήν να απομακρυνθήτε από το κακόν αυτού του είδους. Διότι ή ζει και είναι παρών εις την θνητήν αυτήν ζωήν, ή έχει αποθάνει, αυτός τον οποίον θέλεις να αναθεματίσης. Εάν μεν λοιπόν ζει ακόμη, ασεβείς, διότι απομακρύνεις από την εκκλησίαν αυτόν εις τον οποίον υπάρχει η δυνατότης να μεταβληθή και ημπορεί να μετατεθή από το κακόν εις το αγαθόν· εάν όμως έχη αποθάνει πολύ περισσότερον ασεβείς. Διατί; Διότι αυτός πλέον ευρίσκεται πλησίον του Κυρίου ή μακράν αυτού και δεν ευρίσκεται πλέον υπό ανθρωπίνην εξουσίαν· και αυτό που έχει κρυβή δια τον κριτήν των αιώνων, είναι επικίνδυνον εις ημάς να αποφαινώμεθα δια αυτό καθ’ ότι εκείνος μόνον γνωρίζει και μέτρα γνώσεως και ποσότητα πίστεως. Διότι, ειπέ μου, σε παρακαλώ, από που γνωρίζομεν τους λόγους με τους οποίους θά κατηγορήση τον εαυτόν του ή και θα απολογηθή κατα την ημέραν εκείνην που πρόκειται ο Θεός να κρίνη τα κρυπτά των ανθρώπων;… Τας μεν λοιπόν αιρετικάς διδασκαλίας, τας οποίας παρελάβομεν από μερικούς, πρέπει να τας αναθεματίζωμεν και να ελέγχωμεν τας ασεβείς διδασκαλίας, να επιδεικνύωμεν όμως κάθε ευσπλαγχνίαν δια τους ανθρώπους και να ευχώμεθα υπέρ της σωτηρίας αυτών» (31,449-455,459-63)
«Γι αυτό λοιπόν σας παρακαλώ όλους να προσπαθείτε όσο μπορείτε να τους θεραπεύετε, συζητώντας μαζί τους με καλωσύνη και επιείκεια, όπως ακριβώς κάμνομε με εκείνους που προσβλήθηκαν από διανοητική ασθένεια και παραφέρονται, καθόσον αυτοί από παραφροσύνη γέννησαν τη θεωρία αυτή και από υπερβολική ανοησία· τα φλογισμένα όμως τραύματα δεν ανέχονται ούτε χέρι να τα αγγίξει, ούτε υποφέρουν τη δυνατή πίεση. Γι αυτά οι σοφοί γιατροί χρησιμοποιούν μαλακό σφουγγάρι για το πλύσιμο των πληγών αυτού του είδους. Επειδή λοιπόν και στην ψυχή αυτών υπάρχει φλογισμένη πληγή, όπως ακριβώς, χρησιμοποιώντας μαλακό σφουγγάρι, καθαρίζουμε την πληγή με καθαρό και πόσιμο νερό, έτσι ας προσπαθούμε να περιορίσομε την αλαζονεία αυτών και να καθαρίζομε τον όγκο τους, χρησιμοποιώντας με καλωσύνη όλα εκείνα που είπαμε μέχρι τώρα. Και είτε σε βρίζουν, είτε σε κλωτσούν, είτε σε φτύνουν, είτε σου κάμνουν ο,τιδήποτε παρόμοιο, να μη εγκαταλείπεις, αγαπητέ, τη θεραπεία. Διότι εκείνοι που θεραπεύουν άνθρωπο παράφρονα είναι αναγκασμένοι να υπομένουν πολλά παρόμοια· παρ’ όλα αυτά όμως δεν πρέπει να παραιτούνται από την προσπάθειά τους, αλλ’ ακριβώς γι’ αυτά πρέπει βέβαια να τους κακοτυχίζουμε και να δακρύζουμε γι’ αυτούς, διότι είναι τέτοιο το είδος της ασθένειας από το οποίο προσβλήθηκαν. Αυτά τα λέγω για τους ισχυρότερους και ανεπηρέαστους, και που μπορούν να μην υποστούν καμία βλάβη από τη συναναστροφή τους μαζί τους, διότι, εάν κάποιος είναι ασθενέστερος ως προς την πίστη, ας αποφεύγει τις συναστροφές μ’ αυτούς, ας απομακρύνεται από τις συγκεντρώσεις τους, ώστε να μη γίνει η αιτία της φιλίας, αφορμή ασέβειας. Το ίδιο κάμνει και ο Παύλος· ο ίδιος συναναστρέφεται τους ασθενείς και λέγει, «Έγινα στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος, και σ’ εκείνους που βρίσκονταν έξω από το νόμο σαν να ήμουν και εγώ έξω από το νόμο», ενώ τους μαθητές που ήταν ασθενέστεροι ως πρός την πίστη τούς αποτρέπει από τις τέτοιου είδους σανα- ναστροφές. συμβουλεύοντας αυτούς και διδάσκοντάς τους τα εξής· «Οι κακές συναναστροφές καταστρέφουν τα καλά ήθη»”' και πάλι· «Φύγετε ανάμεσα απ’ αυτούς και απομακρυνθείτε, λέγει ο Κύριος»”. Διότι ο μεν γιατρός, αν έρθει προς τον ασθενή, πολλές φορές ωφελεί και εκείνον και τον εαυτό του, ενώ ο ασθενέστερος, συναναστρεφόμενος με τους ασθενείς, και τον εαυτό του βλάπτει και τον ασθενή· διότι και εκείνον δεν μπορεί να τον ωφελήσει καθόλου, και ο ίδιος αποκομίζει μεγάλη βλάβη από την ασθένεια. Και εκείνο ακριβώς που παθαίνουν εκείνοι που κοιτάζουν όσους πάσχουν από ασθένεια των ματιών, παίρνοντας κάτι από την ασθένεια αυτή, αυτό παθαίνουν και εκείνοι που συναναστρέφονται αυτούς τους βλάσφημους, αν είναι ασθενέστεροι, παίρνουν μεγάλο μέρος της ασέβειάς τους. Για να μην προξενήσουμε λοιπόν μεγάλη βλάβη στον εαυτό μας, ας αποφεύγουμε τις παρέες αυτών, και μόνο ας προσευχόμαστε και ας παρακαλούμε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο οποίος θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να γνωρίσουν την αλήθεια, να τους απαλλάξει από την πλάνη και την παγίδα του διαβόλου, και να τους επαναφέρει στο φως της γνώσεως» (35,75-77)
«Να ευχόμαστε ν’ αποκτήσουν κάποτε την υγεία τους όσοι υποφέρουν από τέτοια νοσήματα (αιρέσεις). Διότι, εάν παραγγελλόμαστε να παρακαλάμε το Θεό για τους ασθενείς, για εκείνους που εργάζονται στα μεταλλεία, για εκείνους που βρίσκονται σε σκληρή δουλεία, και για τους δαιμονιζόμενους, πολύ περισσότερο πρέπει να τον παρακαλάμε γι’ αυτούς. Καθόσον η ασέβεια είναι φοβερότερη από την ασθένεια των δαιμονιζομένων· διότι εκείνη η μανία έχει συγχώρεση, ενώ η ασθένεια αυτή έχει στερηθεί κάθε απολογίας» (35,101-3)
«Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη φιλονεικία και τη διαμάχη και από την διάσπαση της Εκκλησίας, και τον χιτώνα, που δεν τόλμησαν ούτε και οι ληστές να τον διαρρήξουν, αυτόν να τον κομματιάζουμε σε πολλά μέρη. Δεν μας αρκούν οι άλλες αιρέσεις, αλλά και εμείς οί ίδιοι κατακομματιάζουμε τους εαυτούς μας; Δεν ακούς τον Παύλο που λέγει, «αν δαγκώνετε και κατατρώγετε ο ένας τον άλλο, προσέχετε μήπως καταφαγωθήτε αναμεταξύ σας»; Πες μου λοιπόν, βαδίζεις έξω από την ποίμνη και δεν φοβάσαι το λιοντάρι, που τριγυρίζει γύρω απ’ αυτήν; Γιατί λέγει, «ο εχθρός σας σαν λιονταρι ωρυόμενο γυρίζει γύρω σας, ζητώντας ποιον να αρπάξη». Πρόσεχε σοφία ποιμένα. Δεν το άφησε να μένη ούτε μέσα στα πρόβατα, για να μη κατασπαράξη την ποίμνη, ούτε και το απομάκρυνε απ’ έξω, για να συγκεντρώση με τον φόβο του θηρίου όλους μέσα. Δεν σέβεσαι τον Πατέρα; Φοβήσου τον έχθρό· άν απομακρύνης τον εαυτό σου από την ποίμνη, εκείνος οπωσδήποτε θα σε δεχθή. Βέβαια μπορούσε ο Χριστός να διώξη μακριά από την ποίμνη τον εχθρό, αλλά τον άφησε να βρυχάται απ’ έξω για να σε προετοιμάση να είσαι ξύπνιος, γεμάτος αγωνία και να καταφεύγης συνεχώς κοντα στή μητέρα σου, ώστε και εκείνοι που βρίσκονται μέσα, ακούοντας τον βρυχηθμό του, να συνδέωνται πιο στενά και να καταφεύγουν ο ένας στον άλλο. Το ίδιο κάνουν και οι φιλόστοργες μητέρες. Όταν τα παιδιά τους κλαίνε, τα απειλούν πολλές φορές να τα ρίξουν στα στόματα των λύκων, όχι για να τα ρίξουν, αλλά για να σταματήσουν να κλαίνε. Γι’ αυτό και ο Χριστός έκαμε το παν, ώστε να έχουμε αναμεταξύ μας ειρήνη και να είμαστε συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο…Ενώ λοιπόν είχε (ο Παύλος) τόσα να τους κατηγορήση, όμως πριν από εκείνο δεν τους μίλησε για τίποτε άλλο, παρά για τη διχόνοια και τις έριδες. Αρχίζοντας την επιστολή του λέγει ευθύς αμέσως· «σας παρακαλώ , αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να διδάσκετε όλοι το ίδιο και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις». Γιατί γνώριζε, γνώριζε πολύ καλά, ότι αυτό ήταν πριν από όλα το κατεπείγον. Εκείνος που πορνεύει, αν εισέρχεται συνεχώς στην Εκκλησία καθώς και ο υπερήφανος και εκείνος που έχει οποιοδήποτε ελάττωμα, θα το αποβάλη πολύ γρήγορα και θα επανεύρη την υγεία του, αν απολαμβάνη συνεχή διδασκαλία. Εκείνος όμως που απέκοψε τον εαυτό του από τη σύναξη αυτή και απομακρύνθηκε από τη διδασκαλία των πατέρων και απέφυγε το ιατρείο και αν ακόμη νομίζη ότι είναι υγιής, πολύ σύντομα θ’ αρρωστήσει. Και όπως ακριβώς ο άριστος ιατρός θεραπεύει τις πληγές και τα κατάγματα, αφού πρώτα σταματήσει τον πυρετό, το ίδιο έκαμε και ο Παύλος· αφού πρώτα ξερρίζωσε τη διάσταση, τότε θεράπευσε τα τραύματα του κάθε μέλους. Γι’ αυτό και ομιλεί πριν απ’ όλα γι’ αυτό, να μη διαφωνούν δηλαδή αναμεταξύ τους, ούτε ν’ ανακηρύσσουν δικούς τους αρχηγούς, ούτε και να διαιρούν το σώμα του Χριστού… Και γιατί να μιλώ για τον εαυτό μου; Τριακόσιοι και πλέον πατέρες, αφού συγκεντρώθηκαν στην πόλη των Βιθυνών, νομοθέτησαν αυτά, και συ όλους αυτούς τους περιφρονείς; Γιατί ένα από τα δύο συμβαίνει. Ή τους κατηγορείς για μωρία όλους αυτούς, σαν να μην είχαν ακριβή γνώση, ή για δειλία, ότι δηλαδή τα γνώριζαν βέβαια, αλλ’ υποκρίθηκαν και πρόδοσαν την αλήθεια. Γιατί, όταν δεν εμμένης σ’ αυτά πού εκείνοι νομοθέτησαν, αυτές οι σκέψεις κατ’ ανάγκη ακολουθούν. Το ότι οι πατέρες επέδειξαν τότε και πολλή σοφία και ανδρεία, το αποδεικνύουν όλα εκείνα που συνέβηκαν. Και τη σοφία τους βέβαια την δείχνει η διατυπωθείσα απ’ αυτούς τότε πίστη, η οποία έκλεισε των αιρετικών τα στόματα και απέκρουσε σαν τείχος αδιάρρηκτο όλες τις επιβουλές τους, ενώ την ανδρεία τους την δείχνει ο διωγμός που μόλις πρόσφατα κατέπαυσε και ο πόλεμος των Εκκλησιών. Γιατί, σαν ακριβώς γενναία παλληκάρια, αφού έστησαν αναρίθμητα τρόπαια νίκης και δέχθηκαν πολλά τραύματα, έτσι επέστρεψαν τότε από παντου οι προστάται των Εκκλησιών, φέροντας στα σώματά τους τα στίγματα του Χριστού και απαριθμώντας πλείστες όσες τιμωρίες, που τις υπέμειναν για την ομολογία της πίστεως. Γιατί άλλοι μπορούσαν να μιλήσουν για τα μεταλλεία και τα βασανιστήρια πού υπέστησαν σ’ αυτά, άλλοι για τις δημεύσεις όλης της περιουσίας τους, άλλοι για την πείνα και άλλοι για τις αδιάκοπες πληγές. Και άλλοι είχαν να επιδείξουν τα καταπληγωμένα πλευρά τους, άλλοι τα σπασμένα νώτα τους, άλλοι τα βγαλμένα μάτια τους, άλλοι άλλο μέρος του σώματός τους, πού τους τα είχαν αφαιρέσει εξ’ αιτίας της πίστεώς τους στον Χριστό. Και από όλους αυτούς τους αθλητές συγκροτήθηκε τότε η σύνοδος εκείνη, και μαζί με την διατύπωση της πίστεως νομοθέτησαν και αυτό, τον από κοινού δηλαδή εορτασμό του Πάσχα. Εκείνοι λοιπόν, που, σε καιρούς τόσο δύσκολους, δεν πρόδωσαν την πίστη, ήταν δυνατόν άραγε να ενεργήσουν υποκριτικά ως προς τον προσδιορισμό των ημερών; Πρόσεχε τι κάνεις κατακρίνοντας τόσους πατέρες, τόσο ανδρείους και σοφούς. …ποιά συγγνώμη θα λάβης εσύ και ποια απολογία θα δώσης, όταν καταφέρεσαι, και μάλιστα άδικα και με πολλή απεριρκεψία, εναντίον τόσων διδασκάλων, που είναι φίλοι του Θεού; Δεν άκουσες τον ίδιο τον Χριστό πού λέγει, «όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί άναμεσά τους είμαι και εγώ»; Και αν εκεί όπου υπάρχουν δύο ή τρεις βρίσκεται ο Χριστός άναμεσά τους, εκεί που συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι και πλέον, ήταν ασφαλώς και αυτός παρών, κατευθύνοντας και νομοθετώντας τα πάντα. Συ όμως δεν καταφέρεσαι μόνο εναντίον εκείνων, αλλά και εναντίον ολοκλήρου της οικουμένης, που και επήνεσε τις αποφάσεις τους. Ή μήπως θεωρείς τους Ιουδαίους σοφώτερους από τους πατέρες όλης της γης… Στην περίπτωση των Ιουδαίων καταργείται η φύλαξη του χρόνου, ώστε το Πάσχα να εορτάζεται στα Ιεροσόλυμα, και συ δεν προτιμάς τη συμφωνία του χρόνου της Εκκλησίας, αλλά για να φανεί ότι εφαρμόζεις ορισμένες ημέρες, προσβάλλεις την κοινή μας μητέρα και διχάζεις την αγία σύνοδο; Και πώς θα ήταν δυνατό να αξιωθής συγγνώμης, όταν προτιμάς να αμαρτάνης για τέτοια ασήμαντα πράγματα;… Ας μη φιλονεικούμε λοιπόν, ούτε και να λέμε εκείνο, ότι δηλαδή, τόσα χρόνια νήστευα έτσι και τώρα θα αλλάξω; Άλλαξε ακριβώς γι αυτό και μόνο· επειδή για τόσο μεγάλο χρόνο αποκόπηκες από την Εκκλησία, γύρισε τώρα πίσω στην μητέρα. Κανείς δεν λέγει, επειδή για τόσο χρόνο παρέμεινα στην έχθρα, ντρέπομαι τώρα να συμφιλιωθώ. Γιατί ντροπή είναι όχι η προς το καλύτερο μεταβολή, αλλ’ η παραμονή στην άκαιρη φιλονεικία… Τώρα που η Εκκλησία ολόκληρη και τόσοι πατέρες είναι εναντίον σου, τολμάς και επιμένεις να προσέρχεσαι στα ιερά μυστήρια, χωρίς προηγουμένως να τερματίσης την παράκαιρη εκείνη έχθρα; Και πώς θα μπορούσες, βρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση, να εορτάσης το Πάσχα; Κι αυτά δεν τα λέγω μόνο προς εκείνους, αλλά και προς εσάς τους υγιείς, ώστε να επαναφέρετε στη μητέρα Εκκλησία όσους δείτε τέτοιους, αφού τους περισυλλέξετε με πολλή προσοχή και καλοσύνη. Κι αν αυτοί αντιδρούν, κι αν δυστροπούν, κι αν ο,τιδήποτε άλλο κάμνουν, ας μην αποκάμουμε, μέχρι που να τους πείσουμε. Γιατί τίποτε δεν μπορεί να εξισωθή με την ειρήνη και την ομόνοια…. Ως ειρήνη εννοώ όχι εκείνην του απλού χαιρετισμού, ούτε εκείνην των συμποσίων, αλλά την κατα Θεόν ειρήνη, την ειρήνη της πνευματικής ομόνοιας, την οποία τώρα πολλοί διασπούν, ζημιώνοντας τα δικά μας πράγματα με συζητήσεις άκαιρες και βλαβερές και αυξάνοντας τα ιουδαϊκά, θεωρώντας πιο αξιόπιστους διδασκάλους εκείνους, παρά τους πατέρες τους δικούς μας… Ούτε να φυλάσσουμε ακόμη ημέρες και εποχές και έτη, αλλά παντου ας ακολουθούμε με κάθε ακρίβεια την Εκκλησία, προτιμώντας πάνω απ’ όλα την αγάπη και την ειρήνη. Γιατί, κι αν ακόμη η Εκκλησία διέπραττε σφάλμα, δεν θα ήταν το κατόρθωμα από την ακριβή τήρηση των χρόνων τόσο μεγάλο, όσο είναι το έγκλημα που προέρχεται από τη διαίρεση και το σχίσμα. Τώρα δεν έχει για μένα καμμιά σημασία η τήρηση του καιρού, αφού, όπως αποδείξαμε, δεν έχει ούτε και για τον Θεό σημασία….Αλλά ένα μόνο πράγμα ζητώ· το να κάνουμε τα πάντα με ειρήνη και ομόνοια… Ούτε και η Εκκλησία ανεγνώριζε την υποχρεωτική και ακριβή τήρηση των καιρών. Αλλ’ επειδή από την αρχή φάνηκε καλό στους πατέρες, που ήταν διασκορπισμένοι παντού, να συνέλθουν και να ορίσουν την ημέρα αυτή, η Εκκλησία, τιμώντας πάντοτε τη συμφωνία και αγαπώντας την ομόνοια, αποδέχθηκε την απόφαση… Ας μη σκιαμαχούμε λοιπόν κι ας μη βλάπτουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα πράγματα, φιλονεικώντας για τα ανάξια λόγου. Γιατί δεν αποτελεί έγκλημα το να νηστεύουμε αυτή ή την άλλη περίοδο, αλλ’ έγκλημα, και μάλιστα ασυγχώρητο και άξιο καταδίκης και πρόξενο μεγάλης τιμωρίας, είναι η διαίρεση της Εκκλησίας, ο διαπληκτισμός, η σπορά της διχόνοιας, και η συνεχής αποστέρηση του εαυτού μας από τις συνάξεις των πιστών» (34,165,167-9,171-3,183-191)
«Ο Θεός σε πολλές περιπτώσεις επιτρέπει να πολεμείται η αληθής και αποστολική πίστη προς αυτόν, ενώ τις αιρέσεις και την ειδωλολατρία την αφήνει ν’ απολαμβάνει άνεση. Για ποιό λόγο άραγε; Για να μάθεις από το ένα μέρος την αδυναμία εκείνων που, αν και δεν ενοχλούνται, όμως αυτομάτως εξαφανίζονται, και από το άλλο να γνωρίσεις τη δύναμη της πίστεως που, αν και πολεμείται, αυξάνεται μέσω εκείνων που την καταδιώκουν… «σου είναι αρκετή», λέγει, «η χάρη μου· διότι η δύναμή μου αποδεικνύεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία». Βλέπεις ότι γι’ αυτό επιτρέπει ο Θεός τους αγγέλους του Σατανά να καταθλίβουν τους δούλους του και να τους προξενούν άπειρα κακά πράγματα, για να γίνεται φανερή η δύναμη αυτού; Διότι πράγματι είτε συζητάμε με τους Εθνικούς, είτε με τους αθλιους Ιουδαίους, μας είναι αρκετό αυτό προς απόδειξη της θείας δυνάμεως, το ότι μπόρεσε η πίστη να επικρατήσει παρά τους άπειρους πολέμους που δεχόταν, και ενώ όλη η οικουμένη εναντιωνόταν και με μεγάλη σφοδρότητα όλοι καταδίωκαν τους δώδεκα εκείνους ανθρώπους, εννοώ τους Αποστόλους, μπόρεσε σε σύντομο χρόνο, αν και μαστιγώνονταν, καταδιώκονταν και πάθαιναν άπειρα δεινά, να υπερισχύσει κατα τρόπο υπερβολικό εκείνων που της προξενούσαν αυτά» (31,141-145)
«Ο ψαλμός σήμερα μας οδηγεί σε σύγκρουση με τους αιρετικούς, όχι για να τους πολεμήσουμε παραμένοντας αυτοί αδρανείς, αλλά για να τους σηκώσουμε από την πτώση στην οποία βρίσκονται. Διότι τέτοιος είναι ο δικός μας πόλεμος, δεν καθιστά τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά τους νεκρούς τους οδηγεί στη ζωή, γεμάτος από ημερότητα και πολλή επιείκεια. Διότι δεν πολεμώ με υλικά όπλα, αλλά με τον λόγο καταδιώκω, όχι τον αιρετικό, αλλά την αίρεση. Δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να τον αποσπάσω από αυτήν. Δεν κάνω πόλεμο με ουσία (διότι η ουσία είναι έργο του Θεού) αλλά θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που τη διέφθειρε ο διάβολος... και εγώ λοιπόν εάν πολεμήσω τους αιρετικούς, δεν πολεμώ τους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά θέλω να απομακρύνω την πλάνη και να καθαρίσω τη σαπίλα. Δική μου συνήθεια είναι να καταδιώκομαι και όχι να καταδιώκω, να πολεμούμαι και να μην πολεμώ»(37,297)