Η σύνοδος του Τολέδο [589] εισήγαγε στο σύμβολο της Κ.πόλεως την προσθήκη του Filioque [=και εκ του Υιού], η οποία κατά τον Η΄ αιώνα υιοθετήθηκε στο Φραγκικό κράτος με τη σύνοδο της Φραγκφούρτης [Francofort, 794] και κατά τον ΙΑ΄ από τον παπικό θρόνο [1014, Σχίσμα των δύο Σεργίων].
Η ομολογία του συμβόλου της πίστεως γινόταν στην μεν Ανατολή ως εμμελής ανάγνωση σε τονικό ρυθμό, ενώ στη Δύση συνήθως ψαλλόταν. Άλλωστε, η εμμελής ανάγνωση σε ρυθμοτονικό μέτρο κάλυπτε τις εκφωνήσεις, τους διαλόγους, τις ευχές, τα αναγνώσματα και τους ύμνους.
Ο I.Αυγουστίνος [Confessiones, X, 33] αναφέρει τη διαδεδομένη στη Δύση παράδοση, κατά την οποία ο Μ.Αθανάσιος με μικρή μόνο αλλαγή στον τρόπο απαγγελίας του ψαλμού από τον αναγνώστη μελοποιούσε το ανάγνωσμα, το οποίο όμως «έμοιαζε περισσότερο με απαγγελία παρά με άσμα» [ut pronuntianti vicinior esset quam cantenti].
Πράγματι, υπό την επίδραση των γνωστικών Βαρδησάνη, Αρμονίου κ.α καθιερώθηκε προοδευτικά η μελοποίηση εκκλησιαστικών ύμνων με έντεχνη μουσική επένδυση. Ο αιρετικός επίσκοπος Αντιοχείας Παύλος ο Σαμοσατεύς [260-268] ευνόησε την τάση αυτή, η οποία προφανώς είχε διαδοθεί στην Α. Συρία και στη Μεσοποταμία.
Έντεχνα εκκλησιαστικά άσματα με θεολογικό περιεχόμενο και για ποικίλες περιστάσεις είχε καθιερώσει κατά τις αρχές του Δ΄ αιώνα και ο αιρεσιάρχης Άρειος, η δε πιστή στον Άρειο τάξη των παρθενευουσών της Αλεξανδρείας έψαλλε τα άσματα αυτά όχι μόνο στις οδούς της Αλεξανδρείας, αλλά και στις λατρευτικές συνάξεις των αρειανοφρόνων.
Η κίνηση από την εμμελή ανάγνωση προς το έντεχνο εκκλησιαστικό άσμα δεν ήταν βεβαίως ομοιόμορφη σε όλες τις τοπικές εκκλησίες, αλλά κατά τον Ε΄ αιώνα είχε ήδη γίνει ευρύτερα αποδεκτή για την εξουδετέρωση κυρίως της επιρροής των αιρετικών.
Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ως εισηγητή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος στη Συρία Εφραίμ τον Σύρο [Εκκλ. Ιστορία, IV,3], αλλά δεν ήταν ο μόνος [Ιωάννου Μαιουμά, Patrologia Orientalis, VIII, 180].
Είναι ευνόητο ότι με την εισαγωγή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος ενισχύθηκε ο ρόλος του ψάλτη και του αναγνώστη στη θ. λατρεία, ενώ περιορίσθηκε σταδιακά η έκταση της συμμετοχής του λαού στα τελούμενα.
Ο Μ. Αθανάσιος αξίωνε να ψάλλονται οι ψαλμοί «μετά μέλους και ωδής», η δε αξίωση αυτή δεν ήταν μόνο «ευφωνίας σπουδή, αλλά τεκμήριον της αρμονίας των εν τη ψυχή λογισμών» [Επιστολή εις Μαρκελλίνον. ΒΕΠ, 32, 25 κεξ.].
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στον συντονιστικό ρόλο του ψάλτη. Οι υμνωδίες των εκκλησιαστικών ακολουθιών εξετελούντο «ψάλτου κατάρχοντος του μέλους», ενώ οι λοιποί πιστοί «υπηχούσιν» [Επιστ., 267].
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στην καθ’ υπακοήν ψαλμωδία, κατά την οποία «οι μεμυημένοι συνεχώς υποψάλλουσιν» [Ομιλ. εις ψαλμ. μα΄, ριζ΄, ρμε΄]. Πολλοί αιρετικοί χρησιμοποίησαν και χορούς γυναικών [Βαρδησάνης, Αρμόνιος, Παύλος ο Σαμοσατεύς, Άρειος κ.α], το παράδειγμα δε αυτό ακολούθησε σε ορισμένες περιπτώσεις και η Εκκλησία [Ευσεβίου, Εκκλ.Ιστορία, VII, 30, Assemani, Bibl. Orientalis, I, 47 κεξ.]. Αντιθέτως, χοροί παίδων προϋπήρχαν στην Εκκλησία και διατηρήθηκαν. Στο Οδοιπορικόν της Αιθερίας περιγράφεται η ακολουθία του Λυχνικού στο ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων, κατά την οποία χορός πολλών μικρών παιδιών αποκρινόταν με το «Κύριε, ελέησον» σε κάθε εκφώνηση ονόματος από τον διάκονο [«et diakono dicente singulorum nomina sember pisinni plurimi stant respondentes sember – Kyrie eleison»].
Ο Εφραίμ ο Σύρος θεωρούσε επίσης αυτονόητη την ύπαρξη χορών παίδων στη θ. λατρεία.
Η χρησιμοποίηση μουσικού οργάνου στη θ. λατρεία είναι άγνωστη στις πατερικές πηγές, η δε μαρτυρία του Ιουλιανού του Παραβάτη [361-363] περί υπάρξεως οργάνων στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Κ.πόλεως [Επιστολαί, εκδ. J. Bidez, 1924, 215] είναι μεμονωμένη και ασαφής. Η αποστολή μουσικών οργάνων από τον φιλόμουσο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ [741- 775] στον ηγεμόνα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ και από τον Μιχαήλ Ραγκαβέ [811-813] στον Καρλομάγνο, ο οποίος μάλιστα τα χρησιμοποίησε στο ναό του Ακυισγράνου [Aix – la-Chapelle], δεν αρκούν να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εισήγαγαν μουσικά όργανα στη θ. λατρεία. Μια τέτοια καινοτομία δε θα έμενε απαρατήρητη τουλάχιστον από τους εικονόφιλους μοναχούς.
Τα αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, ο αριθμός και η έκταση των οποίων ποίκιλλε σε κάθε τοπική εκκλησία ή τουλάχιστον σε κάθε ευρύτερη εκκλησιαστική περιφέρεια, ακολουθούσε συνήθως την εμμελή ανάγνωση. Ωστόσο, ο αριθμός των αναγνωσμάτων σταδιακά περιορίστηκε, ενώ και συστηματοποιήθηκε η επιλογή τους με κριτήρια τους εξελισσόμενους εορταστικούς κύκλους του έτους.
Η επιλογή των αναγνωσμάτων είχε ήδη καθιερωθεί για τη Μ. Εβδομάδα και για τις παλαιότερες [Πάσχα, Πεντηκοστή] ή και τις νεότερες εορτές [Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Βαΐων κ.α]. Η πράξη αυτή επεκτάθηκε κατ’ αρχήν στα αναγνώσματα όλων των Κυριακών του έτους, στα δε μοναστήρια όλων των ημερών του έτους με ανακύκληση της αναγνώσεως της Αγίας Γραφής. Ήδη κατά τον Δ΄ αιώνα αναφέρεται ότι ο συριακής προφανώς καταγωγής Ευθάλιος κατάρτισε πίνακα 57 περικοπών, εκφράζοντας αναμφιβόλως και τις γενικότερες σχετικές τάσεις, τις οποίες μετέφερε και στη Δύση ο Ιερώνυμος.
Οι συλλογές των περικοπών αυτών [ευαγγελιάρια, lectionatia] εξυπηρετούσαν και πρακτικές ανάγκες της θ. λατρείας αφού οι μικρές ενορίες δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσουν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.
(Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α΄ Βλασίου Φειδά σελ. 906-907, υπογραμμίσεις δικές μας)