[επιλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας, υπογραμμίσεις δικές μας που φανερώνουν ότι σε αντίθεση με όσα λένε, κάποιοι που υποστηρίζουν τον Οικουμενισμό, περί του Αγίου, ως δήθεν "διαλλακτικού" απέναντι στους αλλοδόξους, ο Άγιος χρησιμοποιεί αυστηρότατες εκφράσεις αν και πρότυπο αγίου αγάπης! Μετατρέψαμε το κείμενο σε κάποια σημεία στη νεοελληνική)
«Οι δογματικές διαφορές επειδή ανάγονται σε μόνο το κεφάλαιο της πίστης, αφήνουν ελεύθερο και απρόσβλητο το της αγάπης κεφάλαιο· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπη… Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς είναι πρέπον να θυσιάζεται… Είναι πολύ πιθανό να ελκύσει προς τον εαυτό του [ο επίσκοπος που διαχειρίζεται τον διάλογο] και την ετερόδοξη εκκλησία που κρίνει από εσφαλμένη περιωπή κάποιο δογματικό ζήτημα» (Μάθημα Ποιμαντικής, αρχική έκδοση,σελ.192).
«Ήταν λοιπόν τα κλειδιά [που υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο] όχι σύμβολο εξουσίας δικτατορικής όπως αποφαίνονται οι Δυτικοί θεολόγοι, αλλά χάριτος και δυνάμεως πνευματικής προς σωτηρίαν των ομολογούντων τον Ιησούν Υιόν Θεού… Η Εκκλησία ουδέποτε εξωλίσθησεν ουδέ εξέπεσεν σε τέτοια ανθρωπολατρεία» (Μάθημα Ποιμαντικής, 35).
«Οι λέγοντες "εγώ ειμί Κηφά" [είμαι του Πέτρου] και τούτον θεωρώ [άρα και τον Πάπα ως διάδοχό του]… τον μόνον επί γης του Ιησού Χριστού αντιπρόσωπον, οι τοιούτοι… μερίζουσιν τον Χριστόν και οικοδομούσι την Εκκλησίαν επί θεμελίων ανθρωπίνων, εγκαταλείποντες… τον Ιησούν Χριστόν» (Μάθημα... 41).
«Τι κοινό μπορεί να έχουν μαζί με αυτό τον μεγάλο Απόστολο της Εκκλησίας μας οι υπ’ αυτού θεωρούμενοι διάδοχοι; Πώς από αυτά τα θεία χαρίσματα ανεβλάστησε το σύστημα της ιεροκρατίας και κοσμοδεσποτείας; Πώς τα κλειδιά της Ουρανίου Βασιλείας ξεκλείδωσαν την θύρα της επιγείου βασιλείας; Πώς τα πνευματικά οδήγησαν στα υλικά; Πώς ο ποιμήν μετεβλήθη σε ηγεμόνα; Πώς τα κλειδιά μετεβλήθησαν σε ξίφος; Πώς η πέτρα της πίστεως έγινε πέτρα σκανδάλου; Και γιατί ένας προνομιούχος διάδοχος [ο επίσκοπος Ρώμης] και να μην έχουν όλοι ομοιογενή διαδοχή; Μήπως έναν μόνο διάδοχο έκανε δια του Ευαγγελίου ο Πέτρος; Μήπως μία Εκκλησία ίδρυσε; Μήπως έναν Επίσκοπο χειροτόνησε; Γιατί λοιπόν ένας αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) την διαδοχή του Πέτρου;» (Μάθημα… 44).
«Απεδείχθη ότι οι της Δυτικής Εκκλησίας θεολόγοι παρερμηνεύουν τα ιερά λόγια του Κυρίου… ότι πλανώνται θεωρούντες τον Απ. Πέτρο ως τον θεμέλιον λίθον της Εκκλησίας… Η θεωρία αυτή οδήγησε την Δυτικήν Εκκλησίαν εις τρίβους (δρόμους) επισφαλείς, αίτινες απεμάκρυναν αυτήν του γνησίου και αληθούς πνεύματος της Εκκλησίας» (Μάθημα… 45).
«Η Εκκλησία λοιπόν είναι η μόνη αναμάρτητος και αλάθητος, και αυτήν μόνην οι πάντες οφείλουσιν ως τέτοια να αναγνωρίζουν» (Αι Οικουμενικές Σύνοδοι, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 71).
«Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον· διότι αφήρεσε τον ωραιότατον κόσμον (=στολισμό) της Εκκλησίας, την τιμιωτέραν αρετήν της Νύμφης του Χριστού. Δια της αποστερήσεως ταύτης ο Πάπας εξευτελίζει και ατιμάζει την του Χριστού Εκκλησίαν· διότι αποστερεί αυτής την χάριν του παναγίου Πνεύματος του φωτίζοντος αυτήν… Δεν δύναται δε να αρνηθεί την αντίφασιν ταύτην· διότι ελέγχεται υπ’αυτής, και διότι δεν είναι δυνατόν να υφίστανται δύο αλάθητα και αναμάρτητα και συγχρόνως διαφωνούντα προς άλληλα. Η εκκλησία η καθόλου (η όλη Εκκλησία) διαφωνεί προς τον Πάπαν. Επομένως το ένα από τα δύο αυτά απώλεσε το αλάθητον, τουτέστιν ή η Εκκλησία ή ο Πάπας. Και εάν η Εκκλησία, τότε ο Πάπας εστί το αλάθητον, το αψευδέστατον στόμα του Αγίου Πνεύματος… Άρα η πράξις αυτή ην αναξία τω μεγάλω της Δυτικής Εκκλησίας Ποντίφηκι, και υπέδειξεν ούτος δια τρανής μαρτυρίας το λαθητό και προς την αμαρτίαν επιρρεπές του ανθρώπου… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τις Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα» (Αι Οικουμενικαί... 70).
«Η από ενός προσώπου αποδοχή της αληθείας είναι λίαν κινδυνώδες· διότι εισάγει τον ιδιολογισμόν και δίνει χώραν εις την αμφιβολίαν περί του κύρους των προγενέστερων θεσπισμάτων. Ο ορθολογισμός γίνεται το μέτρον πάσης αποδεκτής αληθείας· δόγμα λοιπόν (γίνεται) ό,τι η φαεινή του ενός ανθρώπου διάνοια θα ήθελε να αποφανθεί ως ορθόν και λογικόν. Δια του τρόπου δε τούτου θα ελάλει εν ταις Εκκλησίαις ουχί πλέον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά το πεπερασμένον του ανθρώπου πνεύμα… Η Δυτική Εκκλησία περιορίσασα το αλάθητον σε ένα πρόσωπο, τον Πάπα, προχώρησε περισσότερο σε μία στιγμή από όσον η των Διαμαρτυρομένων Εκκλησία για ολόκληρους αιώνες· και ο λόγος εστίν ο εξής: Η Δυτική Εκκλησία δια της αφαιρέσεως του αλαθήτου απώλεσε το κύρος και την ισχύν ή μάλλον, να πούμε, την φωνήν και την ζωήν και απέβη από στόματος φωνήεντος σώμα ιχθύος αφωνότερον και ώρισε μέλος τι ως κεφαλήν αυτής, ίνα φέρη την φωνήν και την ζωήν. Αλλ’ ένεκα τούτου δεν απέβη άτομο η Εκκλησία; Δεν ομιλεί πλέον εν αυτή το άτομον;» (Αι Οικουμενικαί... 72).
«Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὁρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὁρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε (=πάντοτε) ἕτερον» (Αἱ Οἰκουμενικαὶ..., 73).
«Ενώ εν τη των Διαμαρτυρομένων ανεκηρύχθη σεβαστή η ελευθερία του ανθρωπίνου πνεύματος, εν τη Δυτική Εκκλησία υπεγράφη η δουλεία αυτού. Ενώ δηλαδή εν εκείνη ο άνθρωπος αφίεται ελεύθερος ν’ αποδέχεται ό,τι αυτός εννοεί (=καταλαβαίνει), εν ταύτη ο Δυτικός υποχρεούται ν’ ασπάζηται ό,τι δεν εννοεί, αλλ’ ό,τι του επιβάλλεται. Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα! Πραγματικά από καρδίας θλιβόμεθα για την αδικία που έγινε στην Εκκλησία και από τα μύχια […] ευχόμεθα να φωτίσει το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιο Πνεύμα, ώστε να δώσει πίσω αυτός στη μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ό,τι από αυτήν αφαίρεσεν, ως μη ώφειλεν» (Αι Οικουμενικαί..., 73).
«Σχίσμα, θλιβερό άκουσμα, λέξις δηλούσαν αποδοκιμασία αδελφής Εκκλησίας, χωρισμόν αδελφών μίας Εκκλησίας και σειράν δυσαρέστων επακολούθων» (Μελέτη Ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος τόμος Α,εκδ. Παναγόπουλος, 1998, σελ. 27).
«Η δε ανατολική Εκκλησία φέρει ως σπουδαιότατα αίτια: α) Τις υπερφίαλες και αντικανονικές αξιώσεις περί του πρωτείου των Παπών της Ρήμης, τις αντιστρατευόμενες προς το πνεύμα της Μίας Αγίας καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το διατετυπωμένον εν τη Αγία Γραφή και περιπεφρουρημένον υπό των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων» (Μελέτη... Α, 28).
«Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκατέρα παρά της ετέρας, ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής, άρνησιν των θεμελιωδών αρχών, εφ' ων εδράζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας· διότι η μεν δυτική Εκκλησία εδράζεται επί των πρωτείων του Πάπα, κατά την εκδοχήν αυτών υπ’ αυτής η δε ανατολική Εκκλησία επί των οικουμενικών συνόδων. Κατά ταύτα οι προτεινόμενοι όροι ενώσεως υπ’ αμφοτέρων των μερών είναι αδύνατον να γίνωσιν αποδεκτοί, ως ανατρέποντες εκ θεμελίων τας εαυτών Εκκλησίας» (Μελέτη... Α, 28-29).
«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία προδιέγραψε το πρόγραμμα, όπερ έμελλε να εφαρμόσει, και καθ’ ο όφειλε να βαδίσει καθ’ όλους τους αιώνας. Επί το πρόγραμμα εγράφη: «Ένας Θεός, μία πίστη, ένα βάπτισμα, μία Εκκλησία, η Εκκλησία της Ρώμης». Από δω αρχίζει η από της Μίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας απομάκρυνση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, η οποία ευθύς εξ’ αρχής άνοιξε το χάσμα του χωρισμού, αντικαταστήσασα τον προσδιορισμό της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας· από δω αρχίζει ο χωρισμός των Εκκλησιών, όστις συνετελέσθη επί Φωτίου τα μάλα (=πάρα πολύ) καλώς, αφού η Εκκλησία διέτρεχε κίνδυνο να αποβεί από Μία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία, Εκκλησία Ρωμαϊκή ή μάλλον παπική, κηρύττουσα όχι πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα» (Μελέτη Α..., 30).
«Η υπέροχος θέση του Πέτρου ως κορυφαίου των αποστόλων εφιλοτίμησεν ου μόνον την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν την φιλοδοξούσαν πρωτεία, ηγεμονία και μονοκρατορία…» (Μελέτη Α..., 32-33).
«Ο επίσκοπος Ρώμης ετιμάτο δια το είναι αυτόν επίσκοπον της πρωτευούσης του ρωμαϊκού κράτους. Ούτοι ήσαν οι λόγοι της τιμής των επισκόπων Ρώμης και των πρωτείων, συγχρόνως δε και τα αίτια τα υπερθερμάναντα την φιλοδοξίαν των Παπών και διεγείραντα την συμφυά ρωμαϊκή φιλαρχία, όπως ηγεμονεύσωσιν απάσης της Εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 58).
«Η παπική όμως φιλαρχία με αλλοίωση του κειμένου του αγίου Κυπριανού εξήγαγεν ερμηνείας συμφώνους προς το φιλαρχικόν αυτής πνεύμα. Το extra Ecclesiam nulla salus [εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία] το παραχάραξε στο extra Ecclesiam Romanam salus nulla [εκτός Ρωμαϊκής Εκκλησίας…]» (Μελέτη Α..., 70).
«Έτερον τεκμήριον αρχαιότατον, μαρτυρούν τας τάσεις προς υποδούλωσιν της Εκκλησίας, είναι και ο εθνικός αρχιερατικός τίτλος, του Pontifex maximus, τον οποίο σαν διπλοΐδα βασιλικήν περιεβλήθησαν, όπως εμφανισθώσιν ως ηγεμόνες της Εκκλησίας, θέλοντες δι’ αυτού να αναδειχθώσιν οι άκροι Αρχιερείς οι την ανωτάτην έχοντες αρχιερωσύνην… Το αρχιερεύς μέγιστος εντεύθεν λαβόν την αρχήν, μετά ταύτα κατ’ απομίμησιν της εθνικής ιεραρχίας εθεωρήθη ως χαρακτηριστικός τίτλος του αξιώματος του επισκόπου Ρώμης, διότι δι αυτού περιεβάλλετο το μοναρχικόν αξίωμα εν τη Εκκλησία του Χριστού, του διδάξαντος το «όστις θέλει είναι πρώτος, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ.θ 35). Το pontifex maximus είναι αντιχριστιανικό κατά την εκδοχή της εννοίας αυτού υπό της δυτικής Εκκλησίας. Τούτο ην το πρώτο γενναίο βλάστημα των σπερμάτων του χωρισμού και του σχίσματος της Εκκλησίας, των σπαρέντων από του δευτέρου αιώνος. Ρontifex maximus εν τη χριστιανική Εκκλησία υπό εθνικήν σημασία, είναι κάτι τερατώδες, είναι κάτι ακατανόητον· ο pontifex maximus είναι κάτι ανώτερον του αρχιερέως κατ’ ουσίαν, είναι ανώτερος των λοιπων αρχιερέων κατά τα θεία χαρίσματα και κατά τας θείας δωρεάς, είναι το θείον, επί της γης αντιπροσωπευόμενον. Πώς ήδη να θαυμάζωμεν περί του σχίσματος και της διαιωνίσεως αυτού; Γιατί να εξιστάμεθα για όλες τις αυθαιρεσίες, για το αλάθητο και για τη λύτρωση των ψυχών εκ του άδου και δι όλα τα άλλα» (Μελέτη Α..., 79-80).
«Η ίδια φιλοδοξία ώθησε και τους επισκόπους της Ρώμης να μιμηθώσι τους της Ρώμης αυτοκράτορας, ους ηθέλησαν τινές να μιμηθώσι καθ’ όλα» (Μελέτη Α..., 81).
«Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία... υπήρξε αείποτε (πάντοτε) ελευθέρα και ανεξάρτητος, ουδέ υπετάγη ποτέ τω Πάπα Ρώμης, ουδέ ανεγνώρισε ποτέ αυτώ μείζονα ιεραρχίαν και πνευματικά χαρίσματα και πνευματικήν υπεροχήν, αλλ’ εθεώρησεν αυτόν επίσκοπο, ως πάντας τους επισκόπους, αφού και αυτός την αυτήν έλαβε χειροτονία, οίαν και οι λοιποί επίσκοποι παρά των αποστόλων, οίτινες δεν απεστάλησαν παρά του Σωτήρος επίσκοποι καθεδρών, αλλά απόστολοι του ιερού Αυτού Ευαγγελίου, φέροντες την δύναμιν του ιδρύειν εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 82).
«Πώς ην δυνατόν να εξαρτώνται οι απόστολοι από του Πέτρου, όστις εξ’ ίσου προς τους άλλους απεστέλλετο εις το κήρυγμα… αφού έκαστος έμελλε να ενεργεί ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους; Αλλά τις η χρεία του πρωτείου του αποστόλου Πέτρου, αφού δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν δευτερεία, για την διασπορά των αποστόλων; Τις η χρεία της υπεροχής του Πέτρου, αφού έκαστος απόστολος ιδίαν είχεν αποστολήν; Τις η χρεία ιεραρχικής βαθμολογίας μεταξύ των αποστόλων, αφού εν τη διασπορά έμελλον να πεθάνουν μακριά ο ένας από τον άλλον;… Βεβαίως ουδεμία χρεία όλων τούτων των φανταστικών προσόντων του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος οπωσδήποτε θα διαμαρτύρεται κατά της τοιαύτης υπεροχής. Εάν τα προσόντα του Πέτρου (=το πρωτείο) ήταν αληθινά, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικό και αδιανόητο, διότι θα παρουσίαζε σύγχυση εννοιών και σύγκρουση αρχών· θα ήταν ακατανόητη η αρχή της ισότητας, και ισότητας μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητας, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας» (Μελέτη Α..., 83).
«Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται και εδράζεται όχι στο ενιαίο πρόσωπο ενός από τους αποστόλους, αλλά στο πρόσωπο του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας… Μέχρις ότου αφίκετο εις την τελείαν απόσχισιν, ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας… στην επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου. Οι υπόλοιποι δογματικοί λόγοι, καίτοι (=αν και) σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη Α..., 84).
«Ένας άνθρωπος, ένας επίσκοπος Ρώμης, κατέχων την αρχήν και το κέντρον της ενότητας και θέλων άμα να είναι η κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, ήθελε χαρακτηρισθή υπό του [αγίου] Κλήμεντος [επισκόπου Ρώμης] ως παράφρων» (Μελέτη Α...,92)
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα […] του πολιτεύματος της Εκκλησίας και του διαπνέοντος εν τη Εκκλησία πνεύματος και έκφραση της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των Επισκόπων, και επιπλέον τρανή μαρτυρία της καθόλου (=της όλης) Εκκλησίας περί του αλαθήτου, ότι τούτο βρίσκεται μόνο στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία… Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διαδασκόμεθα ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον παρά μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπισκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλάθητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπα τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρουσιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Η συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν» (Μελέτη Α..., 106-107).
«Ήδη ερωτώμεν πού τα δικαιώματα του Πάπα (στην Α΄Οικουμενική); Πού το αλάθητο; Πού η εξουσία; Πώς αντεποιήθη (οικειοποιήθηκε, σφετερίστηκε) τούτων η καθόλου (η όλη) εκκλησία; Γιατί δεν αναφέρθησαν προς τον επίσκοπο Ρώμης, τον καθήμενον επί της καθέδρας του Πέτρου και έχοντα εκ διαδοχής το αδιάπταιστον εν τη Χριστιανική αληθεία; Γιατί μάλιστα προσεκλήθη και αυτός ως ένας των επισκόπων…; Γιατί δεν απεδόθη η προσήκουσα τιμή τω προκαθεζομένω της αληθείας; Βεβαίως ταύτα δεν συνηγορούν υπέρ των ισχυρισμών των Παπιστών» (Μελέτη Α..., 108).
«Πόσο παραχαράττουν την αλήθεια [ο Πάπας Πίος ο Θ΄ το 1848], για να υποστηρίξουν την αστήρικτη αρχή του Πάπα και την Παπικήν Έκκλητον» (Μελέτη Α..., 121).
«Εν απάσαις ταύταις ταις συνόδοις ουδαμού φαίνεται η του Πάπα αυθεντία ή το πρωτείο ή η ηγεμονία ή το έκκλητο ή η υπεροχή ή το διοικητικό ή κάτι εξ’ όσων σήμερον αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) ο Πάπας» (Μελέτη Α..., 127).
«Η απάντηση αυτή (της Συνόδου Καρθαγένης) είναι ου μόνον σφοδρός έλεγχος του παπικού τύφου (=υπερβολική υπερηφάνεια), αλλά και αναίρεσις των αξιώσεων και δείγμα του μέτρου της παπικής ηγεμονίας» (Μελέτη Α..., 138).
«Ταύτα [τον σεβασμό του Πάπα Κελεστίνου στο θεσμό των Συνόδων] ας ακούσουν αυτοί που το 1870 [Ά Βατικανή που δογμάτισε το «αλάθητο»] κατάργησαν τις Συνόδους» (Μελέτη Α..., 142).
«Τοιαύτη η πολιτική του παπισμού, η τα σπέρματα του σχίσματος άφθονα κατά τον πέμπτο αιώνα εν τη Εκκλησία ενσπείρασα» (Μελέτη Α..., 144).
«Λέγω παπισμού και όχι Πάπα, διότι ήδη (από την Δ΄Οικουμενική) κατηρτίσθη τελείως εν Ρώμη σύστημα, σκοπόν έχον την συγκέντρωσιν των τε πολιτικών και εκκλησιαστικών δυνάμεων εν τω προσώπω του επισκόπου Ρώμης ως ηγεμόνος της τε Εκκλησίας και πολιτείας· το σύστημα ανεκήρυξε μετ’ ολίγον τον Πάπα Ηγεμόνα των ηγεμόνων· εντεύθεν η διάκριση μεταξύ Πάπα και παπισμού και δυτικής εκκλησίας και παπισμού. Η Ορθόδοξη δυτική Εκκλησία παρεσύρθη και εξέβη της ευθείας οδού, πιεσθείσα υπό της δυνάμεως του παπισμού. Πολλάκις το πρόσωπον των Παπών συνταυτιζόταν με τον παπισμό, αλλά ήταν δυνατόν και να διέφερε, η δύναμη όμως του παπισμού ουδέν επέτρεπε τω Πάπα μη υπαγορευόμενον υπό του παπισμού» (Μελέτη Α..., 149).
«Τοιαύτη [αλαζονική] υπήρξε η γλώσσα και η συμπεριφορά των λεγάτων του Πάπα Λέοντος του αγίου· δύναται πας τις να φαντασθή την γλώσσαν των μη φερόντων το προσόν του αγίου! Ο Θεός να φυλάξη την Εκκλησίαν. Είναι θαυμασία η ανοχή των πατέρων της ιεράς συνόδου (Δ΄Οικουμενικής). Βεβαίως δεν ήσαν επιλήσμονες (=δεν ξέχασαν) της ιστορίας της Εκκλησίας… ουδέ της στάσεως των διαφόρων συνόδων και των πατέρων προς τας αξιώσεις των Παπών, οι οποίες (αξιώσεις) χειρότερα από κάθε αίρεση έβλαψαν την Εκκλησίαν· πώς λοιπόν ηνέχθησαν αυτούς φλυαρούντας και ασχημονούντας ενώπιον τοιαύτης συνόδου! Πώς ήκουσαν τοσαύτα ψεύδη! Πώς δεν διερράγησαν εκ της αγανακτήσεως!» (Μελέτη Α..., 151).
«Αλλά το αρνείσθαι την αλήθειαν και οχυρούσθαι όπισθεν λεξιδίων προς υποστήριξιν του ψεύδους, είναι ίδιον του παπισμού, του ζητούντος μωράς (=ανόητες) συζητήσεις· ημείς προς τοιαύτα ουδέν έχομεν κοινόν, ουδέ έχομεν διάθεσιν·… Το ιδικόν μας έργο είναι να υποδείξωμεν ιστορικώς τα αίτια του σχίσματος προς τους έχοντας οφθαλμούς του βλέπειν και ώτα του ακούειν» (Μελέτη Α..., 152).
«Ταῦτα δέν συνηγοροῦσιν ὑπέρ τοῦ θείου δικαίου τῶν Παπῶν. Ἀλλ’ οὐδέ ὑπέρ τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ὅπερ ἐάν ἀνεδείκνυε τούς Πάπας κέντρον ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως, οὐδένα εἴχομεν λόγον νά πολεμήσωμεν΄ διότι δέν μαχόμεθα κατά τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ἀλλά κατά τοῦ καινοῦ (νέου) δόγματος τοῦ θείου δικαίου (le droit divin) τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, με το οποίο ζητά να κυριαρχήσει πάνω σε όλη την Εκκλησία ὡς ἄκρος ἡγεμών, ἄκρος ἀρχιερεύς καί ἄκρος δικαστής» (Μελέτη Α..., 159).
«Κηρύττω μετά πεποιθήσεως ότι ὁ Μονοφυσιτισμός δέν θά ἐκραταιοῦτο, ἐάν ὁ Διόσκορος δέν ἀπεβάλλετο τόσον προσβλητικῶς τῆς συνόδου (λόγω της αλαζονείας των λεγάτων του Πάπα). Ἀλλ’ ὁ (Πάπας) Λέων περί ἑνός μόνον ἐφρόντιζε, περί τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἡγεμονίας» (Μελέτη Α..., 180).
«Οι την προσθήκην τολμήσαντες του filioque εν τω συμβόλω της πίστεως και μη ασάλευτα τα δόγματα τηρήσαντες» (Μελέτη Α..., 183).
«Η προς ηγεμονίαν των Παπών ορμή απέβη ακάθεκτος· έπρεπε να αναδειχθώσιν ηγεμόνες και ηγεμονεύσωσιν εν τε τη εκκλησία και τη πολιτεία…· ο σκοπός βεβαίως αγιάζει τα μέσα· η αρχή αύτη αληθώς δεν ευρίσκεται εν ταις ιεραίς Γραφαίς· αλλά ο Πέτρος είναι η ζωντανή αλήθεια στο πρόσωπο του Πάπα· ο Πέτρος αποκαλύπτει νέες αλήθειες, όπερ μάλιστα δεικνύει την ζωήν και την πρόοδο της Εκκλησίας, έδει άρα να εξευρεθώσιν τα κατάλληλα μέσα προς πραγμάτωσιν του αγαθού σκοπού· κατεπονήθη η διάνοια και τα μέσα εξευρέθησαν [εννοεί σειρά πλαστών κειμένων], ήσαν άριστα και έτυχον της υψηλής και αγίας εγκρίσεως των Παπών και τα μέσα ηγιάσθησαν· ούτω δε ανεφάνησαν αι ψευδοισιδώρειες διατάξεις [πλαστά κείμενα], αι επί οκτώ όλους αιώνας υποστηρίξασαι την ηγεμονίαν των Παπών» (Μελέτη Α..., 188-189).
«Και όμως επί τοιούτων θεμελίων [τα πλαστά κείμενα] οικοδομήσαντες την υπεροχήν της ρωμαϊκής επισκοπικής έδρας οι Παπισταί τολμώσιν στο τέλος του 19ου αιώνα να διασαλπίζωσι τα παπικά προσόντα και να εξαίρωσι την ρωμαϊκήν έδραν, την παπικήν υπεροχήν και δι’ υψηλού κηρύγματος να προσκαλώσι τα έθνη… εις αναγνώρισιν των κιβδήλων προνομίων της ρωμαϊκής έδρας και εις υποταγήν αυτών τω Πάπα, τω μόνω αντιπροσώπω του Χριστού επί της γης, τω αρραγεί θεμελίω της Εκκλησίας και τω στόματι της αληθείας! Πόσον πλανώνται πιστεύοντες ότι πείθουσιν!» (Μελέτη Α..., 192-193).
«Τοιαύτα υπήρξαν τα χαλκευθέντα όσια μέσα προς επίτευξιν του ιερού σκοπού του αγιάσαντος τα μέσα. Τις ήδη δεν προβλέπει το σχίσμα; Τίς ἤδη ἀγνοεῖ τούς λόγους τοῦ σχίσματος, ἤ ἐρωτᾷ περί τῶν πρωταιτίων τοῦ σχίσματος; Ἡ ἑνότης ἤδη διεσπάσθη ἐσωτερικῶς, ὁ ἠθικός δεσμός ἀπεκόπη, τό χάσμα ἠνέῳκται καί τό ἀπόστημα ἕστηκε μέγα διαχωρίζον τήν δυτικήν ἤ μᾶλλον τήν ρωμαϊκήν τῆς ἀνατολικῆς ἤ μᾶλλον τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς ἐκκλησίας. Οἱ Πάπαι ἀπέβησαν Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἡ δέ Ρωμαϊκή ἐκκλησία, ἡ αὐτοκράτειρα ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων ὅλου τοῦ κόσμου΄ ἤδη ὁ Πάπας ἐγένετο θεάνθρωπος, διότι χειρίζεται θείῳ καί ἀνθρωπίνῳ δικαίῳ δύο ὑψίστας δυνάμεις τήν θείαν δύναμιν, τήν ἀπορρέουσαν ἐκ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Πέτρου τοῦ στόματος τῆς ἀληθείας, διά τό εἶναι αὐτόν τήν Ἐκκλησίαν τήν ἀληθῶς ἀδιάψευστον καί ἀδιάπταιστον καί τήν ἀνθρώπινην, τήν ἀπορρέουσαν ἐκ τῶν δωρεῶν τῶν αὐτοκρατόρων…Ἡ δύσις ἅπασα ἤδη προσπεσοῦσα προσεκύνησεν αὐτόν, ἀλλ’ ἡ ἀνατολή δέν ὑποτάσσεται· ἡ ἀνατολή ἐμμένει ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας κανόσιν, οὐδ’ ἀναγνωρίζουσιν οἱ τῆς ἀνατολῆς ἐπίσκοποι τῷ Πάπᾳ ἐπικυριαρχίαν ἐν τῇ ἀνατολῇ … εν τη ανατολή ουδέν ανέχονται, ουδέ την ελαχίστην επέμβασιν· ανέχονται αυτόν δια την δύσιν, αλλ’ αποκρούουν με όλες τις δυνάμεις δια την ανατολήν» (Μελέτη Α..., 203).
«Ἡ ἱστορική ἀνάπτυξις τοῦ ζητήματος ἐφανέρωσε καί ἐγνώρισεν ἡμῖν τά παντοῖα μέσα καί τάς ποικίλας ἐνεργείας τῶν μακαριωτάτων Παπῶν τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας για ὑποδούλωση σε αυτούς καί καταδυναστεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φιλοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύσαντο, τά πάντα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔδρασαν, ὅπως ἀναδείξωσι τούς Πάπας ἡγεμόνας τῆς Ἐκκλησίας καί τυράννους τῆς οἰκουμένης. Ἡ φιλαρχία αὐτῶν ὑπερεπήδησε πᾶν ὅριον΄ τό πρόγραμμα κατεστρώθη καί ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ ἐπεζητεῖτο πάσῃ δυνάμει΄ πᾶν τό ἀντικείμενον ἔδει νά αἴρηται καί πᾶν τό ἀντιπῖπτον νά καθαιρῆται΄ πᾶν τό κωλύον τήν τοῦ προγράμματος ἀνάπτυξιν κατεδικάσθη ὡς ἁμαρτία θανάσιμος καί αἱ ἠθικαί ἀρχαί περί ἁμαρτίας καί δικαιοσύνης ἀνετράπησαν΄ αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προγράμματος΄ αἱ εὐαγγελικαί ἀρεταί ἠδύναντο νά χαρακτηρισθῶσιν ὡς θανάσιμα ἁμαρτήματα προσκρούουσαι τῷ προγράμματι, αἱ δέ θανάσιμοι κατά τό Εὐαγγέλιον ἁμαρτίαι ὡς μέγισται ἀρεταί ὑπηρετοῦσαι τῷ προγράμματι΄ τήν εὐλάβειαν πρός τόν Θεόν ἀντικατέστησεν ἡ πρός τόν Πάπαν εὐλάβεια, ὁ δ’ εὐλαβούμενος τόν Πάπαν ηὐλαβεῖτο καί τά θεῖα΄ ἡ ἄρνησις της πρός τόν Πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀνευλάβεια, του οποίου ἐπί τῆς γῆς ἐτέλει ἀντιπρόσωπος΄ ὁ δ’ ἀναγνωρίζων τόν Πάπαν ἐδικαιοῦτο πρός σωτηρίαν΄ ἡ τοῦ Πάπα ἀναγνώρισις ὑπερείχε τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως΄ ἱκανόν δέ τοῖς βροτοῖς (=ανθρώπους) τοῖς ἀδυνατοῦσι γνῶναι τόν Θεόν, γινώσκειν τόν ἐπί γῆς αὐτοῦ ἀντιπρόσωπον τόν κρατοῦντα τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν΄ καί λίαν ὀρθῶς΄ διότι τίς ἡ χρεία τῆς γνώσεως τοῦ οἰκοδεσπότου, ὅταν ἡ ἁπλῆ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ γνωριμία εἰσάγει ἡμᾶς εἰς τόν Παράδεισον; Ὅταν ὁ ἀντιπρόσωπος κρατῇ τάς κλεῖς τοῦ Παραδείσου καί εἰσάγει τόν θεράποντά (δούλο) του; Τίς ἡ χρεία τῆς γνώσεως τῶν θείων ἐντολῶν; Οἱ πρός τάς ἀρχάς ταύτας ἀνθιστάμενοι προεγράφοντο (=καταδικάζονταν, διώκονταν). Η ἑλληνική Ἐκκλησία προεγράφη΄ ἀλλ’ ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία ἦν ἡ ψυχή τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἡ δέ προγραφή τῆς Ἐκκλησίας ἦν προγραφή τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους΄ τότε ἥ τε ἑλληνική Ἐκκλησία καί τό ἑλληνικόν ἔθνος ὤφειλον ἤ νά ὑποταγῶσιν ἤ νά καταστραφῶσιν. Ὁ πόλεμος ὁ κατά τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἦν νά καταστραφῶσιν» (Μελέτη Α..., 210-211).
«Πόσον ἐπιλήσμονες (=ξεχνούν) ἀληθῶς ἀποβαίνουσι τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας οἱ τῶν προνομίων τῆς ρωμαϊκῆς ἔδρας ὑπέρμαχοι! Πόσον δεινοί τῶν γραφῶν παρερμηνευταί! Πόσον ἀσεβείς πρός τό ἀνθρώπινον πνεύμα! Ἡ πρός αὐτό περιφρόνησις ἐγείρει ἀληθῶς ἀγανάκτησιν, ἀλλά τέτοιοι πάντοτε ὑπήρξαν αυτοί που έκριναν το προσωπικό τους συμφέρον προτιμότερο από την αλήθεια» (Μελέτη Α..., 240).
«Τικατάπτωση! Πῶς, ὦ Ἰγνάτιε [ο Πατριάρχης Κων/πόλεως που χρησιμοποιούσε φράσεις αναγνωριστικές του πρωτείου του Πάπα], τόσο πολύ ξέχασες την ἱστορία τῆς ἐκκλησίας σου; Πῶς αρνήθηκες τήν ἀλήθειαν; Πῶς πρόδωσες τήν ὀρθοδοξίαν σου; Πῶς ἠσέβησας πρός τάς οἰκουμενικάς συνόδους; Πῶς ἐτόλμησας νά προσβάλης τούς 1000 πατέρας τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, οι οποίοι πριν από ένα έτος [Σύνοδος του 880 στην Κων/πολη] καταδίκασαν τον Πάπα Νικόλαο για αίρεση; Τίς σοί ἐχορήγησε τό δικαίωμα ὡς Πατριάρχης τοιαύτην νά γράψης ἐπιστολήν, ἀλλ’ οὐχί, δέν ἔγραψας ὡς Πατριάρχης, ἔγραψας ὡς ἄτομον, διότι οὔπω οὐδέποτε ὑπό τῆς ἐκκλησίας ἀνεγνωρίσθη ὡς αὐθεντικόν τῆς ἐκκλησίας ἔγγραφον. Ἀληθῶς οὐχί ἐπαξίως ἀνῆλθες τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι χάριν τῆς ἀναρρήσεώς (=άνοδος στο θρόνο) σου ἐθυσίαζες τά πάντα, τήν ἀλήθειαν καί τήν ὀρθοδοξίαν. Ἐάν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ἔμενεν ἡ ἐκκλησία, πάντως θά ὑπέτασσες αὐτήν στη Ρώμῃ΄ ἀλλ’ εὐτυχῶς ἐν τῇ ὀλιγαρίθμῳ συνόδῳ, ἥν ὡς οἰκουμενικήν συνεκρότησας, ὑπῆρξαν ἄνδρες οἱ τά δίκαια τῆς ἐκκλησίας κατά τό δυνατόν αὐτοῖς ὑπερασπίσαντες΄ ὡς δεινόν τό πάθος τῆς φιλοδοξίας καί τῆς ἐκδικήσεως!(του Ιγνατίου κατά του Φωτίου)» (Μελέτη Α..., 262).
«Εν τη συνόδω το Πνεύμα το άγιον φωτίζει και καθοδηγεί τους αγίους πατέρας και όχι το πνεύμα του Πάπα·…εις επισκόπους αποστελλομένους εις σύνοδον εν Πνεύματι αγίω συγκροτουμένην, οδηγίες δεν δίνονται [όπως έδωσε στους αντιπροσώπους του ο Πάπας Ιωάννης στην Η Οικουμενική το 880 στην Κων/πολη]… οι οδηγίες προϋποθέτουν άρνηση της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος του φωτίζοντος τας συνόδους, άρνηση της ελευθερίας της σύνόδου, εκμετάλλευση των ιερών συνοδικών αποφάσεων, κατάργηση αυτού του ιερού χαρακτήρος των οικουμενικών συνόδων, ας θεωρεί απλώς [ο Πάπας] όργανα προς εξυπηρέτησιν των σχεδίων του. Απατώνται οι ταύτα φρονούντες· το Πνεύμα το άγιον διευθύνει τας ιεράς συνόδους και τούτο οι Πάπαι οφείλουν να γνωρίζουν· οι αντιπρόσωποι αυτών εγένοντο όργανα της χάριτος του αγίου Πνεύματος·… ουδείς δύναται να αρνηθεί το κύρος της υπογραφής της βεβαιούσης τας αποφάσεις ιεράς συνόδου των εαυτού αντιπροσώπων επί τη προφάσει ότι παρά τας οδηγίας αυτού ενήργησαν [αυτό έπραξε για την Η΄ Οικουμενική ο απών Πάπας διότι οι αντιπρόσωποί του δεν αναγνώρισαν το πρωτείο του]· η σύνοδος τούτο αγνοεί, ουδέ ζητεί να μάθει τας ιδιαιτέρας οδηγίας των Παπών· η σύνοδος θεωρεί τον Πάπα παρόντα και συνεργαζόμενον και ουδέν πλέον· όλα τα λοιπά αποκρούει ως έωλα και άτοπα» (Μελέτη Α..., 290).
«Τοιαύτα και άλλα λίαν αηδή λέγουσιν προς ανύψωσιν του καταπεσόντος (στην Η΄Οικουμενική) γοήτρου του Πάπα, αλλ’ ουδ’ όλως προς ταύτα άξιον κρίνομεν να απαντήσωμεν» (Μελέτη Α..., 290-291).
«Τι προς ταύτα να είπη τις; Να κλαύση ή να μυκτηρίση (=κοροϊδέψει) τας τοιαύτας των παπών της Δύσεως αξιώσεις; Φρονώ ότι δέον να κλαύση, διότι πολλά το Ελληνικόν Έθνος έχυσε δάκρυα δια τους τοιούτους πάπας, οίτινες εγένοντο οι κακοί δαίμονες της Ανατολικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους» (Μελέτη Α..., 293).
«Εις την συγγραφήν… μας παρακίνησε… η των δικαίων της Ανατολικής Εκκλησίας καταπάτησις, η της αληθείας παραχάραξις και αι ποικίλαι προσβολαί αι εκάστοτε κατ’ αυτής εκτοξευόμεναι υπό των φανατικών Παπικών… Αι υπερφίαλαι αύται εκφράσεις [σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο]… αι επί της διαστροφής του δικαίου και της αληθείας πυργούμεναι…» (Μελέτη... Β΄έκδοση 1911, 5-6).
«Η θεωρία αυτή [ότι ο Χριστός έχει αντιπρόσωπο στη γη τον Πάπα] μου φαίνεται ότι ουδόλως διαφέρει της φιλοσοφικής εκείνης θεωρίας της παραδεχομένης δημιουργόν του κόσμου αλλά ουχί και προνοητήν αυτού… Εκ της Παπιστικής ταύτης θεωρίας απορρέει η θεία των Παπών προσωπικότης, εντεύθεν το αλάθητον» (Μελέτη... Β…, 7-8).
«Το ζήτημα του πρωτείου του Πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος» (Μελέτη... Β, 8).
«Να ποια είναι αυτά που αληθινά απομακρύνουν τοὺς Ἕλληνες από τους Λατίνους. Ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μετὰ βδελυγμίας ἀποστρέφεται τέτοιες ἀρχές, τέτοια φρονήματα, τέτοιες ἰδέες. Αυτές, επειδή προσβάλλουν το ίδιο τὸ Εὐαγγελικὸν πνεῦμα, τις ίδιες τις εὐαγγελικές ἀρχές, είναι αληθινά ἀρχές κακόδοξες καὶ αἱρετικές καὶ ἀποκρούονται ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (Μελέτη Β..., έκδοση 1911, σελ. 101-102).
«Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ (Πάπας) Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις»(Μελέτη Β΄, έκδοση 1911, σ. 103).
«(μιλά ειρωνικά για τον Πάπα Μαρτίνο Δ΄το 1281 μ.Χ.) Πόσο ορθώς, αληθώς, κατενοήθη το πνεύμα του Χριστιανισμού! Πόσο θαυμασίως αντελήφθησαν τας ηθικάς αρχάς του Χριστιανισμού! Η δε αλήθεια; Πόσο απέχουσιν του πνεύματος και της ουσίας του Χριστιανισμού! Ταῦτά εἰσι κυρίως, ἁγιώτατοι Πάπαι, τά μᾶλλον χωρίζοντα ὑμᾶς, δι’ ἅ ἡ ἕνωσις ἔσται ἀδύνατος» (Μελέτη...τ. Β΄, έκδοση 1911, σ. 153).
«Η Σύνοδος [Κωνσταντίας 1414] διορθώνει! [με την απαγόρευση της Θ. Μετάληψης με τα δύο είδη] τον Σωτήρα που έδωσε την εντολήν [της μετάληψης με τα δύο είδη]… ως και άπασαν την αρχαίαν Εκκλησίαν την οποία κηρύσσει αιρετικήν και αξίαν των ποινών της ιεράς εξετάσεως. Τέτοιες είναι οι αποφάσεις των Δυτικών Συνόδων οι οποίες δεν συγκροτούνται με Άγιο Πνεύμα, αλλά με πνεύμα ανθρώπινο και μάλιστα ιδιοτελές και υστερόβουλο» (Μελέτη Β΄, 180).
«Η έλλειψη άρα της αγάπης και η εν τω συμβόλω προσθήκη [το filioque=και εκ του Υιού] έφερον το σχίσμα· και τα δύο λοιπόν αποδίδονται στη Ρωμαϊκή Εκκλησία [κατά τον Μάρκο Ευγενικό με τον οποίο συμφωνεί ο αγ. Νεκτάριος]… Είναι αληθώς θαυμαστή η συγκατάβασις της Ανατολικής Εκκλησίας προς την Δυτικήν, περιοριζομένη εις μόνη την αφαίρεσιν της προσθήκης της εν τω Ιερώ Συμβόλω, προς ένωσιν των δύο Εκκλησιών… Οποία αληθώς μετριοφροσύνη! Οποία συγκατάβασις! Οποία αδελφική αγάπη! Και όμως πόσον σκαιώς (=βάναυσα, απαίσια) απεκρούσθησαν υπό της Παπιστικής αγερωχίας και αμεταπείστου γνώμης· γένοιτο ο Θεός κριτής μεταξύ ημών και αυτών» (Μελέτη Β΄, 223-224).
«Η προσθήκη εις το Σύμβολον (το filioque=και εκ του Υιού) δια λόγους ερμηνευτικούς δεν επιτρέπεται… Τα Σύμβολα μένουσιν άθικτα. Οι προσθήκες της Β΄Οικουμενικής Συνόδου ήταν δογματικές και όχι ερμηνευτικές· και έγιναν από Οικουμενική Σύνοδο… Προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως για λόγους ερμηνευτικούς και ορθώς έτι αιτιολογουμένους, δεν επιτρέπεται… Ουδεμία υφίστατο ανάγκη· πλην δε τούτου, ούτε θεμιτώς, ούτε ευλόγως προσετέθη. Ήτο αθέμιτος διότι…· ήτο παράλογος διότι ήτο λογικώς ανακόλουθη» (Μελέτη Β΄, 248-249).
«[Όλα τα κείμενα] Ουδέν αναφέρουσι περί της υπερτάτης εξουσίας των παπών επί πάσης της Καθολιικής Εκκλησίας. Ταύτα διδάσκει η ιστορία και η ιερά Παράδοσις και αι άγιαι Γραφαί και η ορθή αυτών ερμηνεία και σε αυτά πειθόμεθα» (Ιερατικόν Εγκόλπιον, εκδ. Ι.Μ. Ύδρας,2006, 119).