219. «την σεπτήν Εσθήτα προσπτυξώμεθα, ήπερ τον Δεσπότην περισχούσα ως βρέφος έβαστασε»
Η Εσθήτα, την οποία χάρισε η Θεοτόκος σε μια φτωχή χήρα, λίγο πριν πεθάνη, όπως είδαμε (βλ. σχετικό σημείωμα), φαίνεται ότι διασώθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια της Γαλιλαίας, σαν κειμήλιο, από γενεά σε γενεά. Έτσι, στην εποχή του Αυτοκράτορος Λέοντος Α' του Μεγάλου (457- 474) δύο πατρίκιοι αδελφοί, προσκυνηταί των Αγίων Τόπων, ο Γάλβιος και Κάνδινος ανακάλυψαν το σπίτι μιας εβραίας στη Γαλιλαία την Εσθήτα της Θεοτόκου. Οι δύο αυτοί αδελφοί πήραν το ιερό αυτό λείψανο και το μετέφεραν στις Βλαχέρνες (προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως) . Επειδή όμως εκεί δεν μπορούσαν ν΄ ασφαλίσουν το ιερό απόκτημα, αναγκάσθηκαν να ειδοποιήσουν τον Αυτοκράτορα, εκείνος έσπευσε, ασπάσθηκε το ιερό Ένδυμα και έκτισε ειδικό ναό στο προάστιο αυτό. Στο ναό αυτό και σε μια ειδική Σορό ετοποθέτησε την αγία Εσθήτα.
Η Εσθήτα (Σκέπη η Ωμοφόριον ή Μαφόριο) της Θεοτόκου, έγινε το ιερό Παλλάδιο της Πόλεως, η Σκέπη ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο, με αλλά λόγια, ήταν η υλοποίησις της ψηλαφήσεως του Θωμά. Την αρχή έκαναν οι δύο πρώτοι Αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Ελένη. Στα ίχνη τους ακολούθησαν και οι μεταγενέστεροι: εκστρατεία ολόκληρη για την ανεύρεσι χριστιανικών λειψάνων και κειμηλίων. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη και η πιο ιερή εκστρατεία των βυζαντινών Αυτοκρατόρων: ιερά κειμήλια του Χριστιανισμού, με επί κεφαλής τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού και την Εσθήτα της Θεοτόκου, μεταφέρονταν στη Βασιλεύουσα, το ένα μετά το άλλο. Έτσι το Βυζάντιο «είδε και επίστευσε». Εψηλάφησε και είπε «ο Κύριός μου και ο θεός μου».
Σήμερα, τα αισθητά πειστήρια του Χριστιανισμού έχουν σχεδόν εκλείψει. Η πίστις σήμερα δεν βασίζεται πια σε υλικά πειστήρια και τεκμήρια. Γι’ αυτό είναι μεν πιο δύσκολη, αλλά και πιο βαθειά, προσωπική και γνήσια. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για το Βυζάντιο ισχύει η διαπίστωσις του Κυρίου: «ότι εώρακάς με πεπίστευκας»! Ενώ για τους σημερινούς πιστούς εφαρμόζει ο μακαρισμός του Ιησού: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Παρθένε Θεοτόκε βοήθει μοι, η μόνη του κόσμου προστασία.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)