ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 15-24. Η παραβολή του μεγάλου δείπνου.
14.23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον, ῎Εξελθε(1) εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ
φραγμοὺς(2) καὶ ἀνάγκασον(3) εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου(4)·
23 Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: “πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους
και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου·
(1) Έξω από την πόλη πλέον, έξω από την Ιερουσαλήμ (δ). «Δες εδώ, σε παρακαλώ,
την κλήση των εθνών, που μπήκαν μέσω της πίστης, μετά από τους εξ’ αίματος
Ισραηλίτες. Διότι ανέκαθεν μεν ήταν οι εθνικοί αγροίκοι στη σκέψη,
άγριοι στο νου και κατά κάποιο τρόπο έξω από την πόλη, επειδή δεν ζούσαν
κάτω από τον καλό νόμο, αλλά μάλλον σαν κτήνη και με πολλή έλλειψη λογικής·
εκεί λοιπόν και στους δρόμους έξω από την πόλη και στους φραγμούς που είναι
στους αγρούς στάλθηκε αυτός που καλούσε στο δείπνο» (Κ).
(2) Οι φράχτες που περικλείουν τις ιδιοκτησίες στην ύπαιθρο,
γύρω από τους οποίους μαζεύονται οι περιπλανώμενοι (g).
(3) «Διέταξε να αναγκάσουν τους εθνικούς, όχι με την έννοια ότι παραγγέλλει
να τους ασκήσουν βία» (Ζ). «Η λέξη λοιπόν [ανάγκασε] εμφανίζει την κλήση
ως έργο δύναμης που αρμόζει στο Θεό. Διότι έπρεπε, ναι έπρεπε, επειδή
οι εθνικοί ήταν υποδουλωμένοι στην ανυπόφορη πλεονεξία… και κατά κάποιο
τρόπο ήταν δεμένοι με τις αδιάσπαστες αλυσίδες των αμαρτημάτων τους
και δεν γνώριζαν καθόλου αυτόν που είναι από τη φύση του και αληθινά Θεός,
χρειάζονταν εντονότερη πρόσκληση που έμοιαζε με εξαναγκασμό,
για να μπορέσουν να αναβλέψουν προς το Θεό… και να απομακρυνθούν από την
αρχαία απάτη» (Κ). «Για να μάθουμε λοιπόν, ότι είναι θαύμα μεγάλης δύναμης
του Θεού το να πιστέψουν τα έθνη, που είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη γνώσης,
για αυτό είπε, Ανάγκασε… και θέλοντας να δηλώσει το παράδοξο της μεταβολής τους,
ονόμασε το πράγμα ανάγκη» (Θφ). Το ανάγκασε αναφέρεται σε ανθρώπους
που θέλουν μεν να μπουν, διστάζουν όμως από φυσική δειλία και φοβούνται
μήπως διωχτούν. Ο κύριος προβλέπει τους δισταγμούς αυτούς και προτρέπει
τον δούλο να παρακινήσει αυτούς να προσέλθουν (g).
Ανάγκασε αυτούς με την πειθώ. Ένας και μόνο δούλος, πώς θα ήταν δυνατόν
να χρησιμοποιήσει βία και πώς θα ήταν δυνατόν οι αρνούμενοι, που ήταν πολλοί,
να εξαναγκαστούν στο να μπουν. Δες το «παρεβιάσαντο» στο Λουκ. κδ 29
και Πράξ. ιστ 15. Το χωρίο δεν αμνηστεύει τους θρησκευτικούς διωγμούς.
Υποδηλώνοντας, ότι φυσική βία δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί, μάλλον
καταδικάζει αυτούς (p). Ανάγκασε αυτούς με την πειθώ των επιχειρημάτων.
Διότι στην περίπτωση των ανθρώπων αυτών παρίστατο ανάγκη να πειστούν
αυτοί ότι η πρόσκληση ήταν ειλικρινής και δεν αποτελούσε ειρωνεία ή χλεύη.
Θα είναι αυτοί δειλοί και ταπεινοί και δύσκολα θα πειστούν, ότι αυτοί
οι περιπλανώμενοι και ανάξιοι θα είναι ευπρόσδεκτοι σε μεγάλο και ηγεμονικό δείπνο.
(4) Ούτε η φύση ούτε η χάρη ανέχονται το κενό (b).
«Θέλει λοιπόν όλοι να μπουν εξαιτίας του άπειρου πλούτου της αγαθότητός του» (Ζ).
Η οικία του Χριστού αν και ευρύχωρη και μεγάλη, τελικά θα γεμίσει.
Θα γίνει όμως αυτό, όταν ο αριθμός των εκλεκτών συμπληρωθεί και όταν όλοι
όσοι του δόθηκαν, οδηγηθούν σε αυτόν.