534. «Επτάκις πεσεῖται δίκαιος» (Παροιμ. κδ’ 16) και πέφτοντας στενάζει κάθε φορά και λέγει: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; Συνήδομαι τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μελεσι μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας», αλλά θα έλθη η ημέρα που θα «καταργηθή το σώμα της αμαρτίας» (Ρωμ. στ’ 6, ζ’ 23-25) και το θέλημα του Θεού μόνο θα κατοική στην ψυχή μας.
535. Ο άνθρωπος λαχταρά μία μόνιμο, αληθινή χαρά, αλλά δεν τη βρίσκει. Οι χαρές που του προσφέρει ο κόσμος, είναι ψευδείς, μάταιες, συντόμου διαρκείας. Αν όμως περπατή κανείς αξίως της χριστιανικής κλήσεως, θα βρη χαρά που ποθεί η ψυχή του, τη χαρά για την οποία πλάσθηκε.
536. Όταν ακούμε άσχημα λόγια από το στόμα κάποιου, τον συγκρίνουμε μέσα μας με τον εαυτό μας και συλλογιζόμαστε: «Δεν είμαι σαν αυτόν. Είμαι καλύτερός του». Έτσι κρίνοντας τον, κολακευόμασστε ότι είμαστε ανώτεροί του. Αυτό όμως είναι εωσφορική υπερηφάνεια. Είναι δείγμα σαρκικού φρονήματος. Μακριά μας τέτοιοι λογισμοί! Πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου σαν τον χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Να στενάζω και να λέγω μέσα μου: «Είμαι χειρότερος, απείρως χειρότερος από τον πλησίον μου».
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 222-223)