Μια µητέρα µε ρώτησε πρόσφατα: Υπάρχει ανάσταση των νεκρών; Ο γιός της µαχόταν νότια του Μπίτολ και σκοτώθηκε. Εκείνη περπατούσε στο πεδίο της µάχης και ξέθαβε τον ένα τάφο µετά τον άλλο, για να βρεί τον γιό της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω από το χώµα και ήταν όλοι ίδιοι µεταξύ τους και ίδιοι µε το χώµα. Η µητέρα γνώρισε τον γιό της από ένα περιλαίµιο στο στήθος. Δεν µπορούσε πιά να τον γνωρίσει από το πρόσωπο. Ακόµα και το ρούχο φαινόταν πιο αθάνατο από τον άνθρωπο που το φορούσε.
Η µητέρα δεν µπορούσε να κλάψει: η καταστροφική φρίκη του θανάτου έκανε γυαλί τα µάτια της και πάγωσε την ψυχή της. Μπροστά της υπήρχε ένα ανατριχιαστικό µυστήριο. Μια ζωή είχε γίνει κάρβουνο και πηλός. Από ανθρώπινο πλάσµα, που κάποτε ήταν σύνθετο µέρος του σωµατός της και της ψυχής της, από τον άνθρωπο που την αποκαλούσε µάνα, που κουβαλούσε το όπλο και µαχόταν στις µάχες, φάνηκε µπροστά στα µάτια της µια χοϊκή, άµορφη µάζα, που ανακατευόταν µε το χώµα -µια ανενεργή χωµάτινη µάζα, που δεν αισθανόταν πιά συγγένεια µε κανέναν εκτός από το χώµα.
Μόλις που τόλµησε η µητέρα να πιάσει τον γιό µε τα χέρια. Ήθελε τουλάχιστον να χαϊδέψει αυτή τη σκληρή ανάµνηση του όµορφου γιού της. Όμως τραβήχτηκε σαν από άσχηµο όνειρο: τα δάχτυλα δεν µπορούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια, αλλά αµέσως βυθίστηκαν βαθιά στο σαπισµένο σώµα όπως σε σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τη µητέρα. Αισθάνθηκε έναν αξεπέραστο γκρεµό ανάµεσα σ’ εκείνη και τον γιό της. Τίποτα δικό της και τίποτα αγαπητό δεν µπορούσε να δεί σ’ αυτό τον ανοιχτό τάφο, σ’ αυτό το σκοτεινό, υπόγειο χηµικό εργαστήριο. Ήρθε αποκαµωµένη, και όταν µου διηγήθηκε το φοβερό θέαµα, µε ρώτησε : «Υπάρχει ανάσταση των νεκρών;»…
Οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν! Αυτό είναι σημαντικό. Το ισχυρίστηκαν οι απόστολοι του Χριστού την πεντηκοστή ημέρα μετά το θάνατο του Δασκάλου τους. “Ω, εάν έδινε και σε μένα ο Θεός τη φλογερή γλώσσα των αποστόλων, θα σας ζέσταινα με την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, θα ύψωνα τις καρδιές σας από το βάθος της αμφιβολίας και της απελπισίας και θα φώτιζα τα μάτια σας, ώστε μέσα από τα κρύα και σκοτεινά σύννεφα του θανάτου να δείτε το αιώνιο φως της ζωής!
Τι φλογερή γλώσσα έλαβαν οι απόστολοι όταν είδαν με τα μάτια τους το Δάσκαλο τους μετά τον θάνατο – αυτή είναι η απόδειξή τους…
Όμως εδώ δεν πρόκειται για δυό αλλά για δώδεκα. Αυτοί δεν αποδεικνύουν το ορατό γεγονός με τίποτα, αλλά το βεβαιώνουν μ’ όλη τους τη ζωή και την εργασία. Αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα εκείνου που είδαν τα μάτια τους. Εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους και εκτίθενται σε φοβερές απαξιώσεις, διώκονται, υπομένουν τα φοβερότατα βασανιστήρια και για χάρη του στο τέλος πεθαίνουν. Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς και γι’ αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος. Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, που ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιουσίες τους, το χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους. Όταν πρώτη φορά οι απόστολοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυσμένους. Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους αποκαλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ‘ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν. Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέδειξε την ανάσταση του Χριστού…
Από ένα βλέμμα του Θεού όλα τα σκορπισμένα ενώνονται και όλα τα σαπισμένα ζωντανεύουν.
Θυμηθείτε το φημισμένο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, που με το προικισμένο χέρι του Μιχαήλ ‘Αγγέλου αιωνιοποιήθηκε με χρώμα. Ο Θεός δείχνει στον προφήτη την κοιλάδα γεμάτη με νεκρά οστά και τον ρωτά: «Υιέ του ανθρώπου, θα ζωντανέψουν αυτά τα οστά; ». Και λέει ο προφήτης : «Είπα: “Κύριε, Κύριε, εσύ ξέρεις”».
Τότε μου είπε: “Προφήτευσε για τα οστά και πες τους: Στεγνά κόκαλα, ακούστε λόγο του Κυρίου”.
Και προφήτευσα όπως είχα διαταχθεί, και μπήκε σ’ αυτά πνεύμα, και ζωντάνεψαν, και στάθηκαν στα πόδια, και ήταν πολύ μεγάλος στρατός» (Ίεζ. 37,1-10).
Ας οµολογήσουµε, αδέλφια, τον Θεό ως τον κυρίαρχο της ζωής και όχι τον θάνατο. Αυτή η οµολογία θα µας οδηγήσει, στην εµπιστοσύνη προς τον ουράνιο Πατέρα µας, που θα γεµίσει την ψυχή µας µε χαρά και προσευχή: «Θεέ, εµείς είµαστε σκόνη που εσύ ζωντάνεψες µε το πνεύµα σου. Μας τοποθέτησες σε µια κοιλάδα παραγεµισµένη µε νεκρά οστά και σάπιο κρέας. Δώσε µας δύναµη, να µπορέσουµε να αντέξουµε την παραµορφωµένη όψη των νεκρών, των οποίων τον αριθµό και εµείς σήµερα-αύριο θα αυξήσουµε.
»Εσύ θα µας αναστήσεις εκ νεκρών, Θεέ, όπως ανέστησες τον Υιό Σου, τον Χριστό, τον αδελφό µας. Εσύ δεν γέννησες τα παιδιά σου, Πατέρα, µόνο και µόνο για να κοιτάξουν στιγµιαία τον πολυτελή σου οίκο κι ύστερα να τα πετάξεις στο σκοτάδι, στη µεγαλύτερη φυλακή. Εσύ δεν τα γέννησες για να τους καταπίνει το σκοτάδι. Εσύ τα γέννησες για να είναι σύντροφοί σου στην αιωνιότητα.
»Δεν σε ρωτάµε, Πατέρα, µε τι είδους σώµα θα µας ντύσεις, στην άλλη ζωή, ούτε µε ποία δύναµη θα µας ζωντανέψεις. Όχι, όµως Σε παρακαλούµε µόνο: Δυνάµωσε την εµπιστοσύνη µας προς Εσένα και την πίστη µας στη ζωή. Αφού ό,τι Εσύ κάνεις µε µας, θα είναι ασύγκριτα σοφότερο από εκείνο που εµεις θα κάναµε µόνοι µας. Τα σχέδιά Σου είναι καλύτερα απ’ όλες τις επιθυµίες µας. Η δύναµη Σου υπερβαίνει όλη τη φαντασία µας. Εσύ που έχεις τη δύναµη να δηµιουργήσεις, έχεις δύναµη και να θανατώσεις, και Εσύ που έχεις δύναµη να θανατώσεις, έχεις τη δύναµη και να ζωντανέψεις.
Δηµιουργέ των ζωντανών ανάστησε τους νεκρούς, δηµιούργησε σε µας τους ζωντανούς την πίστη στην ανάσταση, αφού χωρίς αυτή την πίστη είµαστε ζωντανοί νεκροί, και επισκέψου µας µετά το θάνατο, ώστε και εµείς, αν και νεκροί, να έρθουµε στη ζωή. Μόνο Εσύ να είσαι πάντα µαζί µας, στη ζωή και στο θάνατο, και εµείς θα έχουµε πάντα ο,τι επιθυµούµε. Αφού Εσύ είσαι η ζωή και ο ζωοδότης, από πάντα και για πάντα. Αµήν».
("Αργά βαδίζει ο Χριστός", Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Περί αναστάσεως νεκρών, Για τους φοβισμένους από το θάνατο και απαράκλητους από τη ζωή)