ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 25-27. Υποχρεώσεις των μαθητών του Χριστού.
14.26 Εἴ τις ἔρχεται πρός με(1) καὶ οὐ μισεῖ(2) τὸν πατέρα
ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δε(3) καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν(4),
οὐ δύναταί μου εἶναί μαθητής(5).
26 «Αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται
τον πατέρα του και τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του,
τους αδερφούς και τις αδερφές του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή,
δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.
(1) Το «έρχεται προς εμένα» δείχνει εξωτερική προσκόλληση
προς τον Ιησού, ενώ το «να είναι μαθητής» στο τέλος του σ.
δείχνει πραγματική και εσωτερική αφοσίωση στο πρόσωπο του Ιησού
και στο πνεύμα του (g). Δες και Ματθ. ι 37 και τις εκεί σημειώσεις.
Πολλοί από αυτούς που ακολουθούσαν την εποχή εκείνη το Χριστό
θα περίμεναν να τον ακούσουν να λέει: Αν κάποιος έρχεται προς εμένα,
θα έχει τιμές και πλούτο σε αφθονία και θα γίνει μέγας
κατά κόσμον κοντά μου. Ο Κύριος όμως τελείως αντιθέτως απαριθμεί
τώρα τις θυσίες, στις οποίες αυτός που τον ακολουθεί πρέπει
να είναι έτοιμος να υποβληθεί. Δεν θα είναι αυτός ειλικρινής
και σταθερός μαθητής, εάν δεν αγαπά το Χριστό πάνω από κάθε άλλο
στον κόσμο και εάν δεν είναι πρόθυμος να χωριστεί από όλους
και να εγκαταλείψει τα πάντα είτε ως θυσία, όταν με αυτήν πρόκειται
να δοξαστεί ο Χριστός, όπως έπραξαν οι μάρτυρες, οι οποίοι
προτίμησαν από τη ζωή τους τον θάνατο, είτε ως νίκη κατά του πειρασμού,
όταν με το χωρισμό και την εγκατάλειψη αυτή γινόμαστε πιο άνετοι
και ικανότεροι στη διακονία του Χριστού, όπως έπραξε ο Αβραάμ,
όταν εγκατέλειψε τη γη και την συγγένειά του, και ο Μωϋσής,
όταν αρνήθηκε να λέγεται γιος κόρης του Φαραώ, προτιμώντας
να συγκακουχείται με το λαό του Θεού μάλλον, παρά να έχει πρόσκαιρη
απόλαυση της αμαρτίας.
(2) Όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα και τα παράλληλα του Ματθαίου
(στ 24 και ι 37), πρόκειται εδώ για εκλογή μεταξύ της φυσικής αγάπης
και της υποταγής προς το Χριστό (p). Ο Κύριος δηλαδή «Δεν προστάζει
απλώς να μισούμε, διότι αυτό είναι πάρα πολύ παράνομο, αλλά όταν θέλει
κάποιος να αγαπιέται περισσότερο από εμένα, μίσησε αυτόν ως προς αυτό.
Διότι αυτό οδηγεί στην απώλεια και αυτόν που αγαπιέται και αυτόν που αγαπά»(Χ).
«Δεν ατιμάζει τους νόμους της έμφυτης φιλοστοργίας,
ούτε διδάσκει να καταφρονούμε τη φυσική διάθεση η οποία οφείλεται
στους γονείς μεν από τα παιδιά, στις γυναίκες δε από τους συζύγους,
στα αδέλφια από τους αδελφούς… διότι αυτός που διατάζει να αγαπούμε
τους εχθρούς, πώς θα ήθελε να μισούμε τους φυσικούς μας συγγενείς;»(Κ).
«Αλλά τον γνήσιο μαθητή του, τότε τον θέλει να μισεί τους εξ’ αίματος
συγγενείς του, όταν τυχόν τον εμποδίζουν στη θεοσέβεια και όταν
αυτός λόγω της σχέσης με αυτούς εμποδίζεται να κάνει το καλό.
Διότι αν δεν τον εμποδίζουν, διδάσκει να τους τιμά μάλλον μέχρι
την τελευταία αναπνοή… Διότι πράγματι ο ίδιος, στον Ιωσήφ, παρόλο
που δεν ήταν με την κύρια έννοια πατέρας του… ήταν υποταγμένος·
και την μητέρα… ούτε όταν σταυρωνόταν δεν την αμέλησε, αλλά την
παρέδιδε στον αγαπημένο μαθητή… Επομένως διατάζει να μισούμε τους γονείς,
όταν αυτό που διακινδυνεύεται είναι ο Θεός. Διότι τότε δεν θεωρούνται
γονείς ούτε συγγενείς» (Θφ). «Ο Χριστός λοιπόν δεν προστάζει ούτε
να αγνοήσουμε τη φύση, ούτε να υποδουλωθούμε σε αυτήν, αλλά να
χρησιμοποιούμε τη φύση για το καλύτερο και σωτήριο· διότι θέλει
η συγγένεια να συμπορεύεται με τη δική του αγάπη, του Χριστού,
και όχι λόγω της συγγένειας να αποτραβιέται κάποιος από την θεία αγάπη.
Διότι το να τιμά κάποιος τους γονείς, και ο ίδιος ο Κύριος το θέλει.
Και το να ανατρέφουν οι γονείς τα παιδιά, το εισηγείται ο Παύλος·
αλλά και τους γονείς πρέπει, λέει, να υπακούνε, με το θέλημα του Κυρίου…
και εισηγείται στους άνδρες να αγαπούν τις γυναίκες τους, αλλά μιμούμενοι
τον Χριστό ο οποίος αγάπησε την Εκκλησία» (Κ).
(3) «Αφού φανέρωσε, μέσω των πιο γνήσιων συγγενών, κάθε πρόσωπο αγαπητό,
πρόσθεσε και το μεγαλύτερο» (Ζ), δηλαδή το πιο αγαπητό στον άνθρωπο,
τη ζωή του, τον εαυτό του. Συχνά εκείνοι, οι οποίοι επιτυγχάνουν
την απόκτηση του άγιου αυτού μίσους σε κατώτερο βαθμό, αποδεικνύονται
να υπολείπονται και να αποτυγχάνουν προκειμένου και για τον ανώτερο βαθμό (b).
(4) Όχι απλώς «να εγκαταλείπουμε τις επιθυμίες της ψυχής που μας χωρίζουν
από το Θεό» (Θφ), αλλά και την ίδια τη ζωή να θυσιάζουμε.
«Αν λοιπόν, ζώντας την σωματική ζωή μας, είναι δυνατόν να διαφυλάσσουμε
την τιμή στο Χριστό, δεν πρέπει να αποφεύγουμε την σωματική ζωή,
αλλά πρέπει να την συντηρούμε, όπως ο Παύλος, όταν από ένα άνοιγμα
του τείχους τον κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγε από τα χέρια του Αρέτα·
όπου όμως έπρεπε κα τη ζωή να περιφρονήσει προκειμένου να τελειώσει
τον δρόμο του, ούτε την ψυχή του, είπε, δεν θεώρησε τίμια για τον εαυτό του» (Κ).
(5) «Όποιος, ενώ βλάπτεται στη θεοσέβεια από κάποιον από τους πολύ δικούς του,
αποδέχεται την σχέση με αυτούς και την θεωρεί προτιμότερη από την ευαρέστηση
στο Θεό, αλλά επίσης και όταν, λόγω της αγάπης για τη ζωή,
πολλές φορές ενώ είναι μπροστά του το μαρτύριο, παρασύρεται σε άρνηση,
αυτός δεν μπορεί να είναι μαθητής του Χριστού» (Θφ).
Όταν ξεσηκώνεται σάλος και διωγμός εξαιτίας του ευαγγελίου, τότε οι οπαδοί
του μπαίνουν στο δίλημμα: Ποιον αγαπάτε περισσότερο, τον Χριστό ή τους συγγενείς
και τη ζωή σας; Ποιον θα αρνηθείτε, τον Χριστό ή τα αγαπημένα σας πρόσωπα
και την ακόμη πιο αγαπητή σε σας ζωή; Αλλά και σε ημέρες ειρήνης πολλές
φορές μπαίνει ο πιστός στην ίδια δοκιμασία. Όσοι παρ’ όλα αυτά δοκίμασαν
εμπειρικά τα θέλγητρα της πνευματικής ζωής και είναι στερεωμένοι
στην ελπίδα των ουράνιων αγαθών, δεν θα βρουν βαρύ το να αρνηθούν τα πάντα
για τον Χριστό.