Κάποιος που είχε πικράνει πάρα πολύ τον Γέροντα επέστρεψε μετά από χρόνια κοντά του απογοητευμένος από τη μετέπειτα ζωή του. Εξ αφορμής αυτού έλεγε ο π. Επιφάνιος:
-Όσο κι αν μας πικράνει κάποιος, ας μην του ανταποδίδουμε την πικρία την οποία μας προξένησε, για να μένει ο δρόμος ανοιχτός να επιστρέψει, όταν βρεθεί σε ανάγκη.
Υπήρχε κάποιος κληρικός, ο οποίος, για κάποιους λόγους, δεν χαιρετούσε τον Γέροντα όταν τον συναντούσε, καίτοι γνωρίζονταν. Και ενώ ο π. Επιφάνιος πάντοτε τον χαιρετούσε, εκείνος άλλοτε άλλαζε δρόμο και άλλοτε έστρεφε το κεφάλι του αλλού. Κάποια φορά συναντήθηκαν πάνω σε μια μικρή γέφυρα. Ο π. Επιφάνιος και πάλι τον χαιρέτησε. Τότε εκείνος ξέσπασε σε φωνές:
-Υποκριτή! Φαρισαίε! Με χαιρετάς κι από πάνω!
Ο π. Επιφάνιος συνέχισε ήρεμα:
-Ευλογείτε. Την ευχή σας, και προχώρησε στο δρόμο του.
Μετά από λίγες μέρες ο Γέροντας επιδιώκει να συναντηθεί με κοινό τους γνωστό.
-Πες στον πατέρα Χ ότι εγώ δεν θα παύσω να τον αγαπώ και θα τον χαιρετώ, όταν τον βλέπω. Εάν συνεχίσει αυτή την τακτική, θα πάει στην Κόλαση. Ας προσέξει!
Ύστερα από λίγο καιρό, βλέποντας ο Κληρικός αυτός την καλή επιμονή του Γέροντα, «έσπασε» και άρχισε κι αυτός να τον χαιρετά.
Για τον Γέροντα ήταν το φυσικότερο πράγμα, παρά το ότι είχε ισχυρότατη μνήμη, να ξεχνά τις προσβολές και τους εξευτελισμούς των άλλων ή τις ανυπακοές των υποτακτικών του προς αυτόν.
Κάποτε ένας υποτακτικός του αντιμίλησε έντονα σχετικά με κάποιο διακόνημα. Ο Γέροντας έδειξε εξωτερικά ότι ταράχθηκε. Το βράδυ, όπως ήταν φυσικό, πήγε ο υποτακτικός να του βάλει μετάνοια. Την ώρα αυτή είχε πάει ο Γέροντας να επισκεφθεί κάποιον ασθενούντα αδελφό, στο κελλί του οποίου ευρίσκοντο και άλλοι τέσσερις-πέντε πατέρες. Ο αδελφός έβαλε μετάνοια, ο Γέροντας όμως δεν θυμόταν τίποτε από το απογευματινό συμβάν.
-Τι έγινε, παιδί μου; Για θύμισέ μου!
-Μα, Γέροντα, δεν θυμάσθε την απογευματινή αντιλογία μου και την απείθειά μου στο τάδε θέμα;
Οπότε ο Γέροντας λέει χαμογελώντας ελαφρά:
-Ειλικρινά σου λέω, δεν θυμόμουν τίποτε! Τώρα μου θύμισες το περιστατικό!
Μια φορά, θυμάται κάποιος, πηγαίνοντας σ’ ένα νοσοκομείο με αυτοκίνητο πνευματικού του τέκνου περάσαμε από την Ομόνοια. Σταματήσαμε σ’ ένα φανάρι οπότε κάποιος απ’ έξω βλέποντας τον Γέροντα έκανε ένα σχήμα φτυσίματος κοροϊδεύοντας ταυτόχρονα χυδαία τον Ιερέα του Θεού.
Εμείς νευριάσαμε και θέλαμε να του ζητήσουμε το λόγο, αλλά μας πρόλαβε ο Γέροντας:
-Ας είσαι καλά! Ειρήνη σοι! Και τον ευλόγησε.
Όταν βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη, ήρθε στο διαμέρισμά του με σκοπό να τον δει κάποια κυρία, η οποία παλαιότερα τον είχε στεναχωρήσει. Εν αγνοία του Γέροντα όμως κάποιος από εκείνους οι οποίοι τον εξυπηρετούσαν, έκρινε καλό να μην της επιτρέψει την είσοδο λόγω της στάσεώς της, προβάλλοντας ως επιχείρημα το ότι δεν μπορούσε τότε ο ασθενής.
Όταν το έμαθε ο Γέροντας πικράθηκε πολύ, μάλωσε το πνευματικοπαίδι του και του επέστησε την προσοχή, όταν θα ξαναρχόταν η κυρία να της έλεγε να περάσει να τον δει.
Πράγματι σε μια νέα επίσκεψή της τη δέχθηκε ο Γέροντας με πολλή αγάπη και ανεξικακία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «ΥΠΟΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ από τη διδασκαλία του πατρός Επιφανίου» - Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας