ΈΝΑΣ ΕΥΣΕΒΗΣ νέος πηγε στους Αγίους Τόπους να γίνει καλόγερος. Γύρισε τα προσκυνήματα, έμεινε αρκετές ημέρες στο Όρος των Ελαιών για προσευχή και η ψυχή του πλημμύρισε από κατάνυξη και θείο έρωτα. Επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα, εξομολογήθηκε όλες του τις αμαρτίες στον Πατριάρχη και τον παρακάλεσε να του δώσει βαρύ κανόνα. Ο αρχιερέας όμως, που δεν έβλεπε καμιά σοβαρή αιτία για τιμωρία, του είπε θαυμάζοντας την ταπεινοσύνη του:
- Δεν είναι δίκαιο, παιδί μου, να σε καταδικάσω εγώ, αφού ο Πανάγαθος Θεός σε έχει ηδη συγχωρέσει.
Ο νέος όμως, που θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό, έφτιαξε μια καλύβα επάνω στο Όρος των Ελαιών, κλείστηκε μέσα και πέρασε βαριές αλυσίδες στα πόδια και στον λαιμό του.
- Ποιός σου φόρεσε τις αλυσίδες, αδελφέ; τον ρωτούσαν οι περαστικοί.
- Ο άρχοντας για τα εγκλήματά μου, απαντούσε κλαίγοντας εκείνος.
Πολλοί μάλιστα είχαν πιστέψει πως ήταν πράγματι φονιάς. Πέρασαν χρόνια. Ο νέος εξακολουθούσε να σηκώνει με υπομονή τα βαριά σίδερα. Ώσπου μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά του θείος Άγγελος.
- Δεν χρειάζονται πια αυτά, του είπε και του έδειξε τις αλυσίδες. Όλες σου οι αμαρτίες συγχωρέθηκαν.
Και αμέσως έπεσαν κάτω τα βαριά σίδερα και το σώμα του νέου ελευθερώθηκε.
- Ποιός σου έλυσε τα δεσμά; τον ρωτούσαν τώρα οι περαστικοί.
- Εκείνος που μου έλυσε και τις αμαρτίες, αποκρινόταν με χαρά ο αδελφός. Κι ύστερα από λίγες μέρες εκοιμήθη.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερικη Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.192)