ΔΥΟ αδελφοί, που άσκήτευαν μαζί, επεσαν σε άμέλεια. Αντί ν’ άγωνιστούν για την διόρθωσή τους άφησαν την έρημο και γύρισαν στον κόσμο. Εκεί δεν άργησαν να παρασυρθούν σε κάθε είδους άσωτία. Με τον καιρό όμως κουράστηκαν από την ακατάστατη ζωή τους, αηδίασαν την αμαρτία κι έλεγαν μεταξύ τους, πικρά μετανοημένοι:
- Τί κερδίσαμε που περιφρονήσαμε βίο αγγελικό και κυλιστήκαμε σ’ αυτό τον βόρβορο; Την ψυχή και το σώμα βλάψαμε και θα στερηθούμε την αιώνια ζωή. Ας γυρίσουμε στην έρημο, να βάλουμε αρχή καλής μετανοίας.
Το είπαν και το εκαναν. Εξομολογήθηκαν με συντριβή τις αμαρτίες τους και δεχτηκαν με ταπεινοσύνη το (επιτίμιο που τους έδωσαν οι Γέροντες. Τιμωρήθηκαν να μείνουν για ένα χρόνο κλεισμένοι στα κελιά τους, χωρίς να μιλήσουν με άνθρωπο, και να τρώνε λίγο ξερό ψωμί ύστερα από την δύση του ήλιου.
Όταν πέρασε ο χρόνος, πηγαν οι Πατέρες να τους λύσουν το επιτίμιο. Οι αδελφοί, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και καποια όμοιότητα στην εμφανισή τους, βρεθηκαν εντελώς διαφορετικοί. Ο ένας είχε γίνει σωστός σκελετός από την άδυναμία, ωχρός και κατηφής. Ο άλλος δεν είχε χάσει τις δυνάμεις του κι έδειχνε πολύ χαρούμενος στην όψη. Απόρησαν οι Γέροντες. Πώς είχαν τόση διαφορά μεταξύ τους, αφού η τιμωρία ήταν η ίδια και για τους δυό; Ρώτησαν τον καθένα πώς πέρασε εκείνο το διάστημα.
- Μέρα-νύχτα, είπε ο πρώτος, συλλογιζόμουν τις αμαρτίες μου και την αιώνια τιμωρία που γι’ αυτές με περιμένει. Αγωνία και φόβος κατέτρωγε τα σωθικά μου. Το σώμα μου μαράθηκε και το πετσί κολλησε στα κόκκαλά μου.
-Εγώ, αποκρίθηκε ταπεινά ο άλλος, ευχαριστούσα μ’ όλη μου την ψυχή, κάθε μέρα που περνούσε, τον Πανάγαθο Θεό που δεν μ’ άφησε να πεθανω άμετανόητος, για να κολάζομαι αιωνίως, αλλά με δεχτηκε στην πατρική αγκαλιά Του σαν τον Άσωτο. Αυτή η σκέψη γεμιζε ευγνωμοσύνη την ψυχή μου και πλημμύριζε την καρδιά μου με χαρά.
Ύστερα απ’ αυτά που ακουσαν οι Πατέρες, είπαν πώς και των δύο η μετανοια ήταν αρεστή στον Θεό.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.194)