Το 1833 κλήθηκα στη Μονή του Αγίου Σεργίου και έγινα ηγούμενός της. Αφιλόξενα με δέχτηκε η μονή: Την πρώτη χρονιά με χτύπησε μια πολύ σοβαρή αρρώστια, την επόμενη χρονιά μια άλλη και την τρίτη χρονιά μια τρίτη. Μου στέρησαν ότι είχε απομείνει από τη φτωχική μου υγεία και δύναμη. Καταβλήθηκα. Υπέφερα διαρκώς. Και σαν να μην έφταναν αυτά ο φθόνος, η κακολογία και η διαβολή ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και κόχλαζαν. Δέχτηκα σκληρές, αλλεπάλληλες και εξευτελιστικές τιμωρίες, δίχως δίκη, δίχως καμιά ανάκριση, σαν άλογο ζώο, σαν αναίσθητο άγαλμα. Έβλεπα τους εχθρούς να αφρίζουν από αδυσώπητη μοχθηρότητα, διψώντας την καταστροφή μου. Εδώ, ωστόσο, ο σπλαχνικός Κύριος με αξίωσε να γευθώ χαρά και ψυχική ειρήνη που δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια.
Εδώ με αξίωσε να γευθώ πνευματική αγάπη και γλυκύτητα, όταν δεχόμουνα την επίθεση εχθρού που ζητούσε το κεφάλι μου, και μ’ έκανε να βλέπω το πρόσωπο εκείνου του εχθρού σαν πρόσωπο φωτεινού αγγέλου. Εδώ έμαθα εμπειρικά το μυστικό νόημα της σιωπής του Χριστού μπροστά στον Πιλάτο και τους αρχιερείς των Ιουδαίων.
Τι ευτυχία να γίνεσαι θυσία όπως ο Ιησούς! Ή μάλλον, τι ευτυχία να σταυρώνεσαι κι εσύ δίπλα στον Σωτήρα όπως ο μακάριος ληστής, και μαζί μ’ αυτόν να ομολογείς εγκάρδια: «Δίκαια τιμωρούμαι για όσα έκανα… Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου».
Βρίσκομαι στην ηλικία των σαράντα χρόνων και είμαι ήδη εξουθενωμένος από τις αρρώστιες και ταλαιπωρημένος από πολλές θλίψεις. Νιώθω ανίκανος για οποιαδήποτε δραστηριότητα καθώς οι σωματικές μου δυνάμεις με έχουν εγκαταλείψει. Τι θ’ απογίνω; Δεν βλέπω μπροστά μου άνθρωπο, του οποίου τη θέση θα επιθυμούσα και θα ζήλευα. Είμαι αμαρτωλός. Μου αξίζουν τιμωρίες πρόσκαιρες και αιώνιες. Αλλά δεν ζηλεύω κανέναν άνθρωπο…
Δεν θα σας ενοχλήσω με καμιάν απαίτηση, δεν θα σας ζητήσω καμιά φροντίδα… Αφήστε με να φύγω, αφήστε με να φύγω! Είμαι άρρωστος, ανίκανος για οτιδήποτε. Θα βρω ένα κατάλυμα άγνωστο, ερημικό και ήσυχο, μακριά από τον θόρυβο της πρωτεύουσας, μακριά από πόλεις και χωριά. Εκεί, στη μόνωση, θα κλαίω τις υπόλοιπες μέρες μου, ώσπου να τοποθετηθώ στον τάφο. Η ασθενική φύση μου κάνει την ησυχία της ερήμου απαραίτητη για μένα. Μήπως θέλετε να μάθετε αν στην ψυχή μου υπάρχει καμιά κρυφή επιθυμία; Θα ικανοποιήσω την περιέργειά σας: Είμαι αμαρτωλός. Διψώ για μετάνοια.
Αφήνω τούς ανθρώπους. Είναι τυφλά όργανα στο παντοδύναμο χέρι της πρόνοιας του Θεού. Δεν εκτελούν παρά μόνο ότι Εκείνος προστάζει ή επιτρέπει….Για τον κόσμο είναι παράξενη και ακατανόητη η φωνή μιας ψυχής που νιώθει την ανάγκη για μετάνοια και ησυχία.
Ακατάληπτε, παντοδύναμε, πανάγαθε, πάνσοφε Θεέ και Κύριε μου, Πλάστη και Σωτήρα μου! Με δάκρυα στέκομαι μπροστά Σου. Δεν είμαι παρά σκόνη τιποτένια. Με κάλεσες Εσύ στην ύπαρξη και την αυτοσυνειδησία. Αξιώθηκα να σκέφτομαι και να επιθυμώ. Βλέπεις την καρδιά μου, βλέπεις τα κρυμμένα στα βάθη της λόγια, που σκοπεύω να εκφράσω με τον νου και τα χείλη μου. Γνωρίζεις τι επιθυμώ πριν Σου το ζητήσω.
Κάνε εκείνο που είναι ευάρεστο σ’ Εσένα, κάνε εκείνο που το πανάγιο και πάνσοφο θέλημά Σου επιλέγει και ορίζει για μένα. Θα εκφράσω, ωστόσο, την επιθυμία της καρδιάς μου… Άνοιξέ μου την πύλη της μετάνοιας, Φιλάνθρωπε!
Βλέπεις την αδυναμία μου, την αδυναμία τόσο της ψυχής όσο και του σώματός μου. Δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω τα πάθη και τους πειρασμούς. Οδήγησε με μακριά, στη μόνωση και την ησυχία. Εκεί θα μπορέσω να βυθιστώ ολόκληρος, και με τον νου και με την καρδιά και με το σώμα, στη μετάνοια…
Διψώ για μετάνοια!… Σπλαχνικέ Κύριε, σβήσε την άσβεστη δίψα που με κατακαίει! Χάρισέ μου μετάνοια! Πανάγιε Κύριε, μη μου στερήσεις αυτό το δώρο…Ένας δούλος Σου, αγιασμένος και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, είπε: «Μακριά από την ησυχία δεν μπορεί να πραγματωθεί τέλεια μετάνοια». Αυτός ο λόγος συντάραξε την αμαρτωλή ψυχή μου, χαράχτηκε στη μνήμη μου και, κάθε φορά που τον φέρνω στον νου μου, με τρυπά σαν ξίφος… Πολυέλεε Κύριε! Χάρισέ μου τη μετάνοια πού ασφαλίζεται με την ησυχία. Χάρισέ μου μετάνοια σαν κι εκείνη που είχαν όλοι όσοι κλήθηκαν κοντά Σου, όλοι όσων τα ονόματα είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής, όλοι όσοι αξιώθηκαν αιώνια να βλέπουν τη δόξα Σου και αιώνια να δοξολογούν το έλεός Σου…
Φίλοι μου πιστοί, φίλοι που δεθήκατε μαζί μου με τα δεσμά της χριστιανικής αγάπης, μη θρηνήσετε για μένα, μη λυπηθείτε για την αναχώρησή μου. Αναχωρώ σωματικά, για να σας πλησιάσω περισσότερο πνευματικά. Φαινομενικά με χάνετε, στην πραγματικότητα όμως με κερδίζετε.
Εμπιστευθείτε με στη μετάνοια. Αυτή θα με ξαναφέρει κοντά σας εξαγνισμένο και φωτισμένο. Και τότε θα σας μεταδώσω λόγο σωτηρίας, λόγο Θεού.
Άνοιξέ μου την πύλη της μετανοίας, φιλάνθρωπε Κύριε! Χάρισε σωτηρία αιώνια σ’ εμένα και σ’ όλους τούς φίλους μου, που με αγάπησαν στο όνομά Σου.…
(Από το προσωπικό ημερολόγιο του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ ✞ 30 Απριλίου 1867)