Μια τρικυμία, Κύριε, τρομερή ταράζει
το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.
Η εντολή σου αρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ’ αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, και χειρότεροι από μένα,
Που τους σπλαχνίστηκες. Μη μ’ επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το βάρος και μιας μονάχα μέρας ποιος τ’ αντέχει;
Σε ποιον να τρέξω να σωθώ που οι πίκρες με βαραίνουν;
Η εντολή σου αρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ’ αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, και χειρότεροι από μένα,
Που τους σπλαχνίστηκες. Μη μ’ επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το βάρος και μιας μονάχα μέρας ποιος τ’ αντέχει;
Σε ποιον να τρέξω να σωθώ που οι πίκρες με βαραίνουν;
(Βίβλος β’. Έπη ιστορικά. Τομή α’. Περί εαυτού. PG 37, σελ. 969 – 1.452)