ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ, αφοσιωμένος στον Χριστό, άφησε τα εγκόσμια και πήγε στο όρος Σινά ν’ ασκητέψει. Βρήκε μια ερειπωμένη καλύβα, την επιδιόρθωσε κάπως κι αποφάσισε να μείνει εκεί.
Πάνω από την παλιά μισοσπασμένη πορτούλα της καλύβας είδε μια μικρή ξύλινη επιγραφή. Θα την είχε χωρίς άλλο αφήσει εκεί ο προκάτοχός του. Ο νέος Ερημίτης διάβασε: «Μωυσής προς τον Θεόδωρον παρουσιάζομαι και μαρτυρώ».
Κάθε πρωί, ύστερα από την προσευχή του, τα μάτια του έπεφταν στην επιγραφή και σαν να είχε μπροστά του τον άγνωστο, που του την κληροδότησε, τον εξέταζε: «Που να βρίσκεσαι τάχα τώρα, ανθρωπε, και μου φωνάζεις Είμαι παρών και μαρτυρώ”; Νιώθω την υπαρξή σου, μά δεν βλεπω το χέρι που χάραξε τούτα τα σοφά λόγια».
Καθώς έλεγε αυτά, τυπωνε βαθιά στο μυαλό του πόσο σύντομα διαβαίνει ο άνθρωπος την γέφυρα του χρόνου, για να περάσει στην αιωνιότητα.
Τόσο τον απασχολούσε η μελέτη του θανάτου, που δεν έμενε σχεδόν καθόλου καιρός ν’ ασχοληθεί με τίποτε άλλο, ούτε με το εργόχειρό του, που ήταν η καλλιγραφία. Είχε πάρει μερικές παραγγελίες, μά δεν προλαβε να τις τελειώσει. Πεθανε. Οι αδελφοί που του είχαν δώσει δουλειά, όταν το εμαθαν, πηγαν στην καλύβα του να πάρουν τα βιβλία τους. Μα δεν βρήκαν τίποτε άλλο γραμμένο στα χαρτιά τους απ’ αυτά τα αινιγματικά λόγια: «Συγχωρεστε με, κύριοί μου και αδελφοί, γιατί εχοντας καθημερινό λογαριασμό με τον θανατο, δεν ευκαίρησα να γράψω για σάς».
(Γεροντικό Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.200-201)