ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΕΣ κουβέντιαζαν κάτω από την σκιά μιας φοινικιάς.
-Όταν στείλω τον υποτακτικό μου σε δουλειά κι αργήσει να γυρίσει, στενοχωριέμαι, είπε ο πρώτος. Είναι τάχα κακό; αμαρτάνω;
-Εγώ, Αββά, αποκρίθηκε ο άλλος, όταν συμβεί ν’ αργήσει έξω ο μαθητής μου, κάθομαι στο κατώφλι της πόρτας και τον περιμένω. Αν μου πει ο λογισμός μου πως ο αδελφός αργεί, του απαντώ αμέσως: αν προλάβει ο άλλος αδελφός και φθάσει πρώτος, ο Άγγελος της ψυχής σου, να σε οδηγήσει σήμερα στον Κύριό σου, τι γίνεται; Είσαι τάχα έτοιμος να παρουσιαστείς;». Κάνοντας αυτές τις σκέψεις συντρίβεται η ψυχή μου και κλαίω τις αμαρτίες μου. Όσο περιμένω, τόσο μου δίνεται πιο πολλή ευκαιρία να συλλογίζομαι: «Άραγε ποιος αδελφός θα προφτάσει πρώτος, ο κάτω ή ο άνω;».
- Σ’ ευχαριστώ, Αββά, είπε με θαυμασμό ο πρώτος Γέροντας. Σήμερα μου έκανες ένα από τα πιο ωφέλιμα μαθήματα. Με την σκέψη του θανάτου νικάμε όλες τις αδυναμίες μας. Από την στιγμή αυτή θα βάλω αρχή να σε μιμηθώ.
Και δεν στενοχωριόταν πια όταν έλειπε ο μαθητής του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 201-202)