Τον Αύγουστο η Εκκλησία εορτάζει το τέλος της επίγειας ζωής της Παναγίας, τον θάνατό της, γνωστό ως Κοίμηση, μια λέξη όπου το όνειρο, η μακαριότητα, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά ενώνονται.
Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες που περιβάλλουν τον θάνατο της Παναγίας, της μητέρας του Χριστού. Διάφορες ιστορίες, διανθισμένες με παιδική αγάπη και τρυφεράδα, έχουν φθάσει ως εμάς από τον πρώιμο Χριστιανισμό, αλλά, ακριβώς λόγω της ποικιλίας τους, δεν νιώθουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την “ιστορικότητα” καμιάς απ’ αυτές. Στην Κοίμηση, η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, ούτε στην ημερομηνία και στον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, αυτή η Μητέρα όλων των μητέρων, ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν αυτό συνέβη, η Εκκλησία, αντ’ αυτού, παρατηρεί την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε τον θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.
Ο θάνατός της αναλύεται καλύτερα μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως, που είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Εκκλησίας εκείνη την ημέρα, ως κέντρο όλου του εορτασμού. Η Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συναγμένοι γύρω της, και από πάνω της στέκεται ο ίδιος ο Χριστός, κρατώντας στα χέρια τη Μητέρα Του, η οποία είναι ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του. Εδώ βλέπουμε τον θάνατο κι ό,τι έχει ήδη περάσει σ’ αυτό τον συγκεκριμένο θάνατο: όχι ρήξη αλλά ένωση. Όχι λύπη αλλά χαρά. Και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όχι θάνατος αλλά ζωή. “Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος”, ψάλλει η Εκκλησία, βλέποντας αυτή την εικόνα. “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας. εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε…”.
Τα λόγια μιας βαθύτατης και πολύ όμορφης προσευχής που απευθύνεται στην Παναγία έρχονται τώρα στο νου μας, “Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας!” (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που ξεχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς απ’ αυτή την άδυτη, μυστική Ημέρα. Παρατηρώντας αυτόν τον θάνατο, και στεκόμενοι δίπλα σ’ αυτό το νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν ισχύει πλέον, ότι η διαδικασία του θανάτου ενός ανθρώπου έχει γίνει τώρα μία πράξη ζωής, μία είσοδος σε μία ευρύτερη ζωή, όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που δόθηκε εντελώς στον Χριστό, που Τον αγάπησε έως τέλους· συναντιέται μ’ Αυτόν σ’ εκείνες τις φωτεινές πύλες του θανάτου, κι εκεί ο θάνατος μεταστρέφεται αμέσως σε χαρμόσυνη συνάντηση -η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω στα πάντα.
Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από τον θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού· που έδωσε ζωή στον Σωτήρα και Κύριό μας· που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στον Σταυρό. Και παρατηρώντας η Εκκλησία τον θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε τον θάνατο όχι ως φόβο, τρόμο, τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά. “Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα…” Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της: “Νέκρωσις άφθορος”, αθάνατη κοίμηση. Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντιφατικής και φανερά παράλογης συνυπάρξεως αυτών των λέξεων; Στην Κοίμηση, μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας. Αν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στον θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μια συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητας και μια είσοδος σ’ αυτό. “Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον”, λέγει ο άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α’ Ιωάν. 4,18). Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ό,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ο θάνατος γίνεται “αυγή μυστικής ημέρας”. Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στενοχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή. Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.
Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, “τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον…”. Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη. Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε, τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιώνιας Ημέρας.
(π. Αλέξανδρος Σμέμαν, "Η Παναγία", εκδ. Ακρίτας, σελ. 51- 55)