Ο μπάτουσκα Σεραφείμ αγαπούσε υπερβολικά τα παιδάκια, που παίζανε μαζί του, σαν νάτανε κ᾿ εκείνος μικρό παιδί. Τ᾿ αγκάλιαζε, τάσφιγγε στο στήθος του λέγοντας συγκινημένος: «Μικροί θησαυροί μου!».
….Η Λειτουργία μόλις είχε τελειώσει. Βγαίνοντας από την εκκλησία οι προσκυνητές έσπευσαν προς το κτίριο του μοναστηριού που στεγάζει το κελλί του περίφημου "σταρετς"’ πατέρα Σεραφείμ, που είχε τη φήμη ότι κάνει θαύματα, θεραπεύει αρρώστους και γνωρίζει το μέλλον. Γιατί, βασικά, αυτόν είχαν την επιθυμία να χαιρετήσουν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους επισκέπτες βρισκόταν η οικογένεια του συγγραφέα Ακσάκωβ. Η Νάντια Ακσάκοβα, κοριτσάκι ακόμη, εκείνη την εποχή, θα θυμόταν για όλη της τη ζωή αυτό που είδε στην ”Έρημο του Σαρώφ”…
Ένας καλόγερος, τους έδειχνε το δρόμο. Σε λίγο οι προσκυνητές φτάνουν μπροστά σε μια χαμηλή πόρτα. Ο οδηγός είπε ”Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς τους αμαρτωλούς.”
Σιωπή. Το ”αμήν” που θα τους έδινε την άδεια να μπουν, δεν ακούστηκε από κανένα.
-Προσπαθήστε εσείς οι άλλοι, είπε ο γέροντας. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά πρόφεραν ο καθένας με τη σειρά τους την ευχή.
– Αν δεν απαντάη, θα πη πως δεν είναι μέσα στο κελλί του, είπε ο καλόγερος. Θα πήδηξε από το παράθυρο ακούγοντας στην αυλή το θόρυβο των αμαξιών σας. Πάμε να δούμε.
Ακολουθώντας τον οδηγό τους, οι προσκυνηταί, έστριψαν στη γωνία του κτιρίου και βρέθηκαν κάτω από το παράθυρο του κελλιού του πατρός Σεραφείμ. Κάτω στη γη, διακρινόταν καθαρά τα ίχνη δυο ποδιών που φορούσαν ”λάπτι”.
-Το ‘σκασε, αναστέναξε ο γέρο καλόγερος, κουνώντας το κεφάλι.
Για να τον δει κανείς, πρέπει να ψάξη στο βάθος του δάσους , όπου έχει ένα ερημητήριο.
-Δεν έχετε πολλές πιθανότητες να τον βρείτε, είπε ο ηγούμενος του μοναστηριού βλέποντας την ομάδα των προσκυνητών. Θα κρύβεται μεσ’ τους θάμνους, θα ξαπλώνη μεσ’ το χορτάρι. Πάρτε όσα πολλά παιδιά μπορείτε. Αφήστε τα να τρέξουν μπροστά από σας.
"Το δάσος -διηγείται η Νάντια Ακσάκοβα- γινόνταν όλο και πιο πυκνό. Η υγρή του σιωπή μας τύλιγε. Μόλις και μετά βίας βλέπαμε καθαρά κάτω από το θόλο των πανύψηλων ελατιών. Νοιώθαμε κάπως βαρειά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό δάσος. Ευτυχώς μια αχτίνα ήλιου έλαμψε ανάμεσα από τα φορτωμένα βελόνες κλαδιά. Πήραμε πάλι κουράγιο και βαλθήκαμε να τρέχουμε από κει που πρόβαλε το φως. Ένα πράσινο ξέφωτο πλημμυρισμένο από ήλιο, ανοίχτηκε μπροστά μας. Εκεί στα πόδια ενός ελάτου, που φύτρωνε ξέχωρα από τα’ άλλα, ένα γεροντάκι ζαρωμένο, σκυφτό ως το χώμα, έκοβε γρήγορα με το δρεπάνι του τα μεγάλα βλαστάρια των χορταριών. Ακούγοντας θόρυβο ανασηκώθηκε, έστησε το αυτί του προς τη μεριά του μοναστηριού και σαν τον παγιδευμένο λαγό, ώρμησε προς το δάσος, αλλά γρήγορα λαχανιάζοντας, στάθηκε, κοίταξε φοβισμένα προς τα πίσω και πέφτοντας μπρούμητα μεσ’ το χορτάρι έγινε άφαντος.
-π.Σεραφείμ, π.Σεραφείμ! είμασταν καμμιά εικοσαριά που τον φωνάζαμε έτσι.
Στο άκουσμα των παιδικών φωνών μας, δεν μπόρεσε να κρατηθή στην κρυψώνα του. Το γέρικο κεφάλι του φάνηκε πάνω από το χορτάρι. Με το δάχτυλο πάνω στο στόμα, έμοιαζε να μας ζητά να μην προδώσουμε την παρουσία του στους μεγάλους.
Αφού έκανε πέρα τα χόρτα για να μας ανοίξη ένα πέρασμα, κάθισε και μας έγνεψε να πλησιάσουμε. Η μικρή Λίζα πλησίασε πρώτη και αφού ρίχτηκε στην αγκαλιά του, ακούμπησε το δροσερό μαγουλάκι της στον τραχύ ώμο του γέροντα.
– Θησαυροί μου! Χρυσά μου! Μουρμούριζε σφίγγοντας καθένα πάνω στο αδύνατο στήθος του.
Γεμάτα εμπιστοσύνη, ευτυχισμένα, τον φιλούσαμε.
Αλλά ο νεαρός βοσκός ο Σιόμα γύρισε πίσω και έτρεξε προς το μοναστήρι φωνάζοντας: «Απ’ εδώ! Απ’ εδώ! Εκεί είναι ο πάτερ Σεραφείμ».
Ντραπήκαμε. Οι φωνές μας και τα αγκαλιάσματά μας μας φάνηκαν σαν προδοσία.
Γυρνώντας πάλι πίσω στο μοναστήρι, η μικρή Λίζα, που ο γέροντας είχε σφίξει πρώτη στην αγκαλιά του, πλησίασε την αδελφή της και παίρνοντάς της το χέρι, είπε: «Ο π.Σεραφείμ κάνει πως είναι γέρος στην πραγματικότητα όμως είναι παιδί σαν κι εμάς, έτσι δεν είναι Νάντια»;
Πράγματι, ποτέ, σ’ όλη της τη ζωή, γράφει στα γερατειά της η Νάντια Ακσάκωφ, δεν συνάντησε βλέμμα με τέτοια παιδική καθαρότητα σαν του πατέρα Σεραφείμ. Ποτέ δεν είδε ένα χαμόγελο όμοιο με το δικό του. "Έτσι γελά ένα νεογέννητο", – λένε οι γρηές παραμάννες- "όταν παίζη στον ύπνο του με τους Αγγέλους".
(από το βίο του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, της Ειρήνης Γκοραΐνωφ , εκδ. Τήνος, Αθήνα, σελ 5-7, μτφρ . Πίτσα Κ. Σκουτέρη)