Είναι συγκινητικά όσα διαβάζουμε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών, που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από τον γήινο κόσμο» για ν αφήσουν σ’ αυτόν την λάμψη του είναι τους και να πέσουν ύστερα όρμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Όταν έμαθαν οι πολυάριθμοι άσκητες, στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου, πώς ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του, μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησή τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στον θάνατό του έλαμψε σ’ όλη της την πληρότητα.
Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχθεί μια έκφραση ήρεμης ευτυχίας.
Όταν ένιωσε γύρω του τους συνασκητές του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να πει. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθιά συγκίνηση, στέκονταν μ’ ευλάβεια μπροστά σ’ αυτή την μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθεί γύρω. Περίμεναν ν’ ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μά εκείνος είχε μεταρσιωθεί, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ουρανια.
-Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζει.
Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών. Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, την μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν’ απλώνει το ευλογημένο χέρι του, για να πάρει κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητές του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.
- Να ο χορός των αποστόλων και των Προφητών!
Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φώς ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.
-Με ποιον συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητες του.
-Οι Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κοπο και δυο δακρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.
-Δεν έχεις πια ανάγκη από μετανοια, μακάριε Σισωη. Συ μετανοούσες σ’ όλη σου την ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.
-Δεν ξέρω, αδελφοί μου, αν εχω βάλει ακόμη αρχή. Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φοβο.
-Ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Δόξα Σοι!
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ’ αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε δει τον Ιησού, που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να πεί, μά ολα το βεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, η υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθεί στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, ολα μαρτυρούσαν την επίσκεψη του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδερφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.203-204)