Κατέβηκε μια μέρα στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία, πήγε και κάθησε στο σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού που βρέθηκε στον δρόμο του.
Την στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχονται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλάρηδες, άγριοι στην όψη. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι όρμησαν στο σπίτι.
Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Όταν τους αντίκρισε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικέες κραυγές:
-Θεέ μου, σώσε με.
Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά:
-Τώρα στην δύση της ζωής σου θυμάσαι τάχα τον Θεό; Πολύ αργά το σκέφτηκες. Γιατί δεν Τον φώναζες από την αυγή; Τώρα μας ανήκεις.
Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι, απέσπασαν με βία την ψυχή του και με θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν.
Ο Αββάς έμεινε σαν πεθαμένος από την θλίψη και την τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε, για ωφέλεια των άλλων, τί του είχε φανερώσει ο Θεός.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.204)