Ένας νέος πόθησε ν’ αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίσει.
-Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στον δρόμο μου τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείσει. Έφυγε αμέσως στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν’ ασκητεύει μόνος.'Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του, που δεν ήταν καθόλου καλή Χριστιανή.
Στην αρχή ο νέος Ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνει τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε την μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του, που είχε σαν μοναχός, και στο τέλος κατάντησε να μην δίνει σημασία για την σωτηρία του.
Καποτε αρρώστησε βαριά και λίγο έλειψε να πεθάνει.Ένας αδελφός, που από αγαπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτει εξαντλημένος σε βαθιά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγούνταν αργότερα, ένιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στην σκοτεινή άβυσσο της κολασης. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε την μητέρα του. Τον είδε κι εκείνη η δυστυχισμένη και σάστισε.
-Κι εσύ, γιε μου, του είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πώς θέλεις να σώσεις την ψυχή σου; Έγινες καλόγερος, μά δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο μοναχός από την δίκαιη εκείνη παρατήρηση, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθεί. Ευχόταν την στιγμή εκείνη ν άνοιγε πιο βαθιά ο Άδης να τον κρύψει, παρά ν’ ακούει τον έλεγχο της μανας του. Στην δύσκολη θέση που βρισκόταν, του φανηκε πώς άκουσε την προσταγή:
-Πάρτε τον πίσω. Του χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθεί.
Ύστερα απ’ αυτό, ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον αδελφό του όσα είχε δει κι ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για την σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δακρυα πικρά, βαθιά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
-Μην κάνεις έτσι, αδελφέ, του έλεγαν οι Γέροντες, θ’ αρρωστήσεις πάλι από την υπερβολική σου θλίψη.
-Αν δεν υπέφερα, Πατέρες μου, τους έλεγε εκεινος, το ντρόπιασμα της μητέρας μου, πώς θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κανει ο Κριτής μπροστά στους αγγέλους, στους Δικαίους και σ' ολους τους συνανθρώπους μου την φοβερή στιγμή που θα με κρίνει;
Με την μελέτη αυτήν ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σε αγιότητα.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερικλη Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.205-206)