Κάποτε ο μέγας Πατήρ του κοινοβιακού συστήματος, ο Όσιος Παχώμιος, βρισκόταν σε μια από τις πολυάριθμες μονές που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Ξαφνικά πήρε ειδοποίηση πώς ένας αδελφός από το μοναστήρι των Χηνοβοσκιών, βαριά άρρωστος, τον ζητούσε. Έφυγε βιαστικά με την προαίσθηση πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πήρε μαζί του και δυο-τρεις από τους γεροντότερους μοναχούς.
Δεν είχε φθάσει καλά-καλά στο μέσο του δρόμου η μικρή συνοδεία, όταν ο Όσιος στάθηκε εκστατικός. Ο αέρας είχε γεμίσει από μελωδικούς ήχους ψαλμωδίας. Ο άνθρωπος του Θεού ύψωσε το βλεμμα στον Ουρανό και είδε την ψυχή του αδελφού να ανεβαίνει, ενώ προπορευόνταν τάγματα αγγελικά που έψαλλαν τα υπερκόσμια εκείνα άσματα.
Οι μοναχοί που τον συνόδευαν ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν τίποτε και απορούσαν γιατί είχε σταθεί έτσι στην μέση του δρόμου.
-Ας μην αργοπορούμε, Πάτερ, του υπενθύμισαν, για να προλάβουμε τον ετοιμοθάνατο.
-Περιττό, τους αποκρίθηκε εκείνος, και η ικανοποίηση ήταν διάχυτη στην μορφή του. Ο αδελφός μας πορεύεται την στιγμή αυτή την μακαρία οδό.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 206-207)