Ο Άγιος Νεκτάριος, ο Αγιορείτης Γέροντας Νεκτάριος και η Παναγία. Ένα σύγχρονο θαύμα στον Άθωνα.
Διήγηση του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ροδοστόλου κ.κ. Χρυσοστόμου (από το βιβλίο του "Θεομητορικά και εξόδια στον Άθωνα", σελ. 12-17 - διασκευασμένο)
Τον μήνα Απρίλιο του έτους 1981, μετά από δεκαετείς εν κόσμω προσπάθειες για όσο το δυνατόν μοναχοπρεπέστερη διαβίωση, πεισθήκαμε (οι περί τον ιερομόναχο Κύριλλο) ότι τα δεδομένα και οι συναφείς συγκυρίες δεν μπορούσαν να συμβάλλουν σε αυτό που διακαώς ζητούσε η ψυχή μας. Γι΄αυτό αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε και να έλθουμε προς οριστική εγκαταβίωση στο Άγιο Όρος, στο Περιβόλι της Παναγίας, στην ωραιότερη πατρίδα εκείνων που θέλουν να ζήσουν ως μοναχοί και να πεθάνουν οσιοπρεπώς.
Πριν καταλήξουμε οριστικά στο κελλί που βρισκόμεθα σήμερα (Αγ.Νικόλαος Μπυραζέρη) περιδιαβαίναμε και ερευνούσαμε τα οπουδήποτε έρημα κελλιά, για να δούμε πού και ποιο θα διαλέγαμε προς οριστική διαμονή.
Σε εκείνες τις προσπάθειες και τις ανά την ιερή χερσόνησο πορείες, βρεθήκαμε να περνάμε έξω από την καγκελόπορτα του Ιβηρίτικου κελλιού του Αγίου Ονουφρίου, το οποίο γειτονεύει με την Ιερά Μονή Φιλοθέου και είδαμε στον κήπο του ένα ηλικιωμένο μοναχό, κάθιδρο και εντελώς ατημέλητο, που με κινήσεις όμως που πρόδιδαν πολυχρόνια καλλιεργητική εμπειρία και μυική σιγουριά στο ανεβοκατέβασμα της μακροστύλιαρης δικέλλας, έσκαβε κατάβαθα και αναποδογύριζε τελείως το πολλά υποσχόμενο χώμα. Στις δε καταπράσινες απλωσιές της αντικρυνής πλευράς του κτήματος, δυο καλοθερμμένα μουλάρια, ξεσαμάρωτα κι αμολυτά, να καταχαίρονται τις ανοιξιάτικες γλυκοζεστασιές και ξένοιαστα να μασουλάνε τις ποικίλες χλωροτρυφεράδες.
Το παρουσιαστικό του, σε συνάρτηση με κάποιες επιφυλακτικότητες και προκαταλήψεις που κουβαλούσαμε από τον κόσμο, αυτομάτως μόρφωσε μέσα μας την γνώμη και την απόφαση να τον προσπεράσουμε όσο το δυνατό πιο βιαστικά και να συνεχίσουμε τάχα αδιάφοροι τον δρόμο.
Σταμάτησε όμως αμέσως εκείνος το σκάψιμο και το βολοκόπημα και ατενίζοντάς μας, πρότεινε να περάσουμε «μέσα, για ένα ποτήρι νερό».
Μας ξάφνιασε η πρότασις και ως δια μαγείας άλλαξε τους λογισμούς της επιφυλακτικότητας και της «συνέσεώς μας». Μας φάνηκε δε και τόσο φιλάδελφη και καλωσυνάτη η πρόσκλησίς του, ώστε καταλάβαμε ότι θα διαπράτταμε αγένεια αν αδιαφορούσαμε, προσποιούμενοι επί πλέον και τους …κωφούς. Παραμερίσαμε λοιπόν κάθε ενδοιασμό και αδίστακτα βηματίσαμε προς το κελλί του.
Προσκυνήσαμε κατά τα εθισμένα στο εκκλησάκι και ακολούθως απολαμβάναμε στο αρχονταρίκι του το «αγιορείτικο» κέρασμα και τον μεστό απλότητας και αγιωσύνης, όπως αποδείχθηκε λόγο του.
Τώρα που τον βλέπαμε από τόσο κοντά, διαπιστώναμε εντελώς διαφορετικά πράγματα από εκείνα που νομίσαμε στην αρχή και εκ του μακρόθεν. Το ύφος του πατρός Νεκταρίου - αυτό ήταν το όνομα του γέροντος - και η εκφορά του λόγου του, παρέπεμπαν σε χρόνους και γεροντάδες του Λαυσαικού και θύμιζαν σκηνικά και δεδομένα περιγραφών του Ευεργετινού….
Πώς μπορούσε να έχει τόση ηρεμία και ιλαρότητα το πρόσωπο ενός ορεσίβιου σκαφτιά και σκληροδίαιτου ξωμάχου; Και μιλούσε με τόση απλότητα και γαλήνη. Και παρουσίαζε μια εσωτερική καλλιέργεια και ευγένεια ψυχής, που καθόλου, μα καθόλου, δεν συμφωνούσε με το άξεστο και αγροίκο της κορμοστασιάς του και με το απαράδεκτο της ενδυμασίας και της υποδήσεώς του.
Μεταξύ των άλλων μας είπε: «Πατέρες, μου φαίνεστε καλλιεργημένοι και γραμματιζούμενοι. Εγώ δεν γνωρίζω γράμματα.
Γι΄αυτό θα σας διηγηθώ ένα θαύμα που έγινε σε μένα τον ανάξιο από τον Άγιο Νεκτάριο με εντολή της Παναγίας μας και εσείς σας παρακαλώ να το γράψετε στο περιοδικό που γράφουν όλα τα θαύματα του Αγίου και της Προστάτιδας του Τόπου μας.
«Κατά τον Φεβρουάριο που μας πέρασε (1981), είχα αρρωστήσει βαρειά. Ήμουν πολύ κρυωμένος και με μεγάλο πόνο στο στήθος. Και η καρδιά μου πονούσε συχνά και δυνατά, ώστε έφτασα στο σημείο να αναγκασθώ να ζητήσω βοήθεια γιατρού, πράγμα που ποτέ δεν το συνήθιζα. Έστειλα ένα εργάτη στην Μονή Φιλοθέου, απ΄αυτούς που ξυλεύουν στα εδώ ένα γύρο, και κάλεσα τον πατέρα Σάββα. Όταν ήρθε παρέα με ένα καλογέρι, είχε αρχίσει να σκοτινιάζει. Με εξέτασε προσεκτικά και μου είπε ότι έχω πνευμονικό οίδημα, πως είναι πολύ σοβαρή η κατάστασις και πως έπρεπε αμέσως να βγω έξω και ει δυνατόν μάλιστα με ελικόπτερο, για να μπω το συντομότερο σε Νοσοκομείο.Του είπα, πως από τότε που ήρθα στο Άγιο Όρος, 40 τόσα χρόνια, δεν πήγα στον κόσμο. Αφού και στις Καρυές έχω να πάω 7 χρόνια, μια και οι γείτονες και οι εργάτες που δουλεύουν στο Φιλοθεΐτικο δάσος, πρόθυμα με εξυπηρετούν σε ό,τι χρειάζομαι. Δεν μου αρέσει αυτή η ιδέα. Αλλά ας περάσει τούτη η δύσκολη νύχτα να σκεφθώ καλά και το πρωί τα ξαναλέμε του είπα.
Έφυγε και έμεινα μόνος. Έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα κουράγιο ούτε ξύλα να πάρω από την στοίβα και να τα ρίξω στην σόμπα. Υπέφερα και είπα: Ας πάω να ανάψω τουλάχιστο τα καντήλια, να πω δυο λόγια στην Παναγία και να ξαπλώσω. Σβαρνιστός περισσότερο παρά βαδίζοντας πήγα στο ναό. Άναψα τα καντήλια, στάθηκα μπροστά στο προσκυνητάρι που είναι η εικόνα της Παναγίας και παραδίπλα του Αγίου μου Νεκταρίου και με παράπονο της είπα:
-Παναγία μου, δες πώς πονώ και πόσο υποφέρω. Δεν έχω καμμιά βοήθεια. Στην ζωή μου δεν ήμουν επιμελής, για νάχω τώρα δικαίωμα και παρρησία να σου ζητήσω εκείνα που υποσχέθηκες στους Αγιορείτες μοναχούς, στα παιδιά Σου.
Εκείνη την ώρα θορύβησαν παράξενα και χλιμίντρισαν πολύ παραπονιάρικα τα μουλάρια μου, που τα είχα κλεισμένα στο σταύλο και επί δυο μέρες ούτε τα τάισα κι ούτε τα πότισα καθόλου. Της λέω το λοιπόν:
-Τα΄κους; Κι αυτά βοήθεια, τροφή και νεράκι ζητούν από μένα. Ξέρω ότι δεν είμαι άξιος βοηθείας, δεν αξίζω περισσότερο απ΄ό,τι αυτά. Αλλά αν με κοιτάξεις με τόσο ενδιαφέρον, όσο και εγώ θα έδειχνα σ΄αυτά, θα μου ήταν αρκετό, αν ούτε κι΄αυτό το αξίζω. Ό,τι νομίζεις κάνε. Συ είσαι η Μάνα, ο γιατρός και το αφεντικό σε τούτον τον Τόπο.
Προσκύνησα, γύρισα στην κέλλα μου και ξάπλωσα στο κρεββάτι. Έκανε φαρμακερό κρύο. Πονούσα πολύ και θυμάμαι, πως όταν έβηχα, έφτυνα και αίμα. Σκεπάστηκα με την μπατανία και προσπάθησα να ζεσταθώ και να ησυχάσω.Σε λίγο όμως αισθάνθηκα κάτι περίεργο. Παρουσία ανθρώπου στα διπλανά μου, και πως κάποιος με άγγιζε και στο πλευρό. Γυρίζω, κοιτάζω και τι να δω; Τον Άγιο Νεκτάριο, όπως είναι στην εικόνα του. Μου λέει:
-Πονάς πολύ;
-Ναι Άγιέ μου. Υποφέρω.
-Η Παναγία μας, με έστειλε να σε κάνω καλά. Πού πονάς; Εδώ; με ρώτησε και πίεσε και σταύρωσε το στήθος μου. Κι΄ύστερα αφού με ευλόγησε σταυροειδώς όλον, μου είπε:
-Είσαι πλέον καλά, συνέχισε τον αγώνα σου.
-Άγιέ μου σε ευχαριστώ, πρόλαβα να πω και αυτόματα χάθηκε από μπρός μου…
Σηκώθηκα και κατάλαβα πως ήμουν ολότελα καλά. Δεν αισθανόμουν κανένα πόνο. Ευχαρίστησα την Παναγία και τον Άγιο και φρόντισα τα ζώα μου.
Το πρωί μου ξανάρθαν οι Φιλοθεΐτες, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να απορούν, να σταυροκοπιούνται και να υμνολογούν την προστάτισσα του Όρους μας Παναγία και τον Άγιό μου. Και από τότε και μέχρι τώρα, όπως βλέπετε, τίποτα δεν έχω. Και τον κήπο μου σκάβω και ούλες τις δουλιές του κελλιού μου κάνω. Δόξα τω Θεώ..
Πιστεύουμε πως εκείνη η συνάντηση, μας συνέβη κατά χάρη Θεού και την εκλάβαμε ως εύνοια και ευλογία της Παναγίας. Φρονούμε ότι επιβεβαιωτικώτερος τρόπος αποδείξεως της ειδικής για τους Αγιορείτας μοναχούς προνοίας της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, σύμφωνα με τις υποσχέσεις Της, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
…Ευθύς μετά την αναχώρησή μας και καθ΄οδόν, σχολιάζοντες το εξαίσιο γεγονός, θαυμάζαμε την εκπληκτική απλότητα του πατρός Νεκταρίου στην Θεοτόκο και την έκφραση της τελείας ταπεινώσεώς του, η οποία ετελεσφόρησε αμέσως. Γιατί, μόλις έβαλε τον εαυτό του πιο κάτω και από τα μουλάρια, τότε τον επισκέφθηκε η χάρις της Παναγίας μας και τον λύτρωσε από την δεινότητα της κατάστασής του.
…Φροντίσαμε να διασταυρώσουμε τα λεχθέντα για το θαύμα από πλευράς Φιλοθεΐτών πατέρων και δη από τον πατέρα Σάββα, που ήταν γιατρός πολύπειρος στην Θεσσαλονίκη και με λαμπρή θητεία στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Επιβεβαιώθηκαν όλα. Ο πατήρ Σάββας μάλιστα πρόσθεσε ότι τα «ευρήματα» τον έκαναν να είναι κάτι παραπάνω από βέβαιος, πως το επόμενο πρωί θα τον εύρισκαν πεθαμένο.
..Ο Γέροντας Νεκτάριος κοιμήθηκε εν Κυρίω το 1990.
(πηγή: βιβλίο ”Η ΠΑΝΤΩΝ ΑΝΑΣΣΑ, Μεσίτις πρός Θεόν”)