Κάποια μέρα, καθώς αντλούσε νερό από ένα πηγάδι, γλίστρησε, από δαιμονική ενέργεια, κι άρχισε να κατρακυλάει μέσα! Θα σκοτωνόταν σίγουρα… Μα καθώς έπεφτε, κρατώντας στα χέρια και το σταμνί, φώναξε μ’ όλη τη δύναμη:
–Παναγία Δέσποινα, βοήθησέ με!
Την ίδια στιγμή βρέθηκε όρθιος έξω από το πηγάδι.
Από τότε βεβαιώθηκε πως η Θεοτόκος τον προστάτευε παντού και πάντοτε, γι’ αυτό και τ’ όνομά της το άγιο δεν έλειπε από το στόμα του.
***
Μίαν ημέρα… Με το ξημέρωμα, έτρεξε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μια μισοσκότεινη γωνιά και βυθίστηκε στην προσευχή και την ικεσία. Σε μια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μάτια και είδε πάνω από το κεφάλι του την εικόνα της Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά και ψέλισσε:
-Ελέησόν με,
η ευωδία των χριστιανών,
η Κεχαριτωμένη,
η Πανάχραντη,
και βοήθησέ με,
δοξασμένη,
πλουσιόφωτη,
η ελπίδα των μετανοούντων,
«διά το μέγα σου έλεος».
Μ’ αυτά τα λόγια, η Θεοτόκος –παράδοξο!- τον κοίταξε και χαμογέλασε! Ο Νήφων έμεινε σαν εκστατικός, ενώ η καρδιά του πλημμύρισε ευφροσύνη κι άρχισε να σκιρτάει γλυκά.
‟Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!’’, σκέφτηκε. ‟Πόσο μεγάλο το έλεός Του! Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!’’.
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν μέσα στην καρδιά του!
Ώρα πολλή προσευχήθηκε κι έκλαψε κι απόλαυσε της Θεοτόκου την αισθητή παρουσία. Ύστερα βγήκε και κίνησε για το σπίτι του.
Κάθησε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: ‟Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας αγαπά ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!…. Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγορία των μετανοούντων;’’.
***
(…) Μια νύχτα είχε πάρει λιγάκι ο ύπνος τον δούλο του Θεού. Ξαφνικά φάνηκε ο διάβολος κρατώντας μιαν αξίνα!
Τη σήκωσε ψηλά για να τον χτυπήσει, μα, πριν προλάβει να την κατεβάσει, κυριεύτηκε από φρίκη και τρόμο, τραβήχτηκε πίσω και χάθηκε σαν καπνός, ξεφωνίζοντας και κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ενώ ο Νήφων, ξύπνιος πια, τον άκουσε να τρίζει τα δόντια και να λέει:
– Αχ, Μαρία! Εσύ, όπως πάντα, με καις! Εσύ, που προστατεύεις αυτό το αγύριστο κεφάλι!
Από τα θυμωμένα εκείνα λόγια του σατανά, ο δίκαιος κατάλαβε ότι η Παναγία τον υπερασπιζόταν και τον σκέπαζε με τη χάρη της, επειδή κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί συνήθιζε να παίρνει λάδι απ’ το καντήλι της και ν’ αλείφεται με πολλή ευλάβεια στο μέτωπο, στον αυχένα, στην καρδιά και σ’ όλα του τα αισθητήρια.
Η μυστική δύναμη, που είχε το άγιο εκείνο λάδι, έτρεψε το διάβολο σε φυγή.
Από τότε, διαπιστώνοντας τη δύναμη που έχει το λάδι από το καντήλι της Θεοτόκου και των αγίων, συμβούλευε τους γνωστούς του να παίρνουν κάθε βράδυ απ’ αυτό, ν’ αλείφονται με πίστη και μετά να κοιμούνται.
("Ένας Ασκητής Επίσκοπος – Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής", Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004)