ΕΝΩ περπατούσε κάποτε φιλοσοφώντας πολύ βαθιά στην έρημο ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε:
-Ποιος είσαι;
-Ιερεύς της Ισίδος, αποκρίθηκε εκείνο, σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος, δεν είναι έτσι; Άκουσε λοιπόν: Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παίρνουν λίγη άνεση.
Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει για τις τιμωρίες του Άδη και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους φυλακισμένους του.
-Όσο απέχει ο ουρανός από την γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να δούμε ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο, γιατί εχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλά όταν κάποιος ευσεβής στην γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλο, παίρνουμε μικρή παρηγοριά.
-Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε ο Όσιος.
Ύστερα ρώτησε πάλι το κρανίο:
-Υπάρχουν και μεγαλύτερα βασανιστήρια;
-Ω, βέβαια. Κάτω από μας.
-Ποιοι πάνε εκεί;
Εμείς, που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκουμε κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται ανελέητα.
Όταν πήρε τις πληροφορίες που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε τον δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους Χριστιανούς.
(Γεροντικό Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 207)