666. Όταν προσεύχεσαι για άλλους, λόγου χάριν για τους οικείους σου ή για ξένους, που δεν σου το ζήτησαν καν, να προσεύχεσαι γι’ αυτούς με φλογερό ζήλο, όπως θα προσευχόσουν για τον ίδιο τον εαυτό σου. Θυμήσου την κορυφαία εντολή του Θεού: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. ιθ’ 19, κβ’ 39, Λευιτ. Ιθ’ 18). Να τηρής την εντολή σε κάθε περίστασι, δηλαδή να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Μην ξεφεύγεις από τον Κύριο, τον «ερευνώντα νεφρούς και καρδίας» (Αποκ. β’ 23). Αλλοιώς, θα αποδοκιμάση την προσευχή σου.
667. Όταν διαβάζουμε κάποια προσευχή από τη Σύνοψι για πρώτη φορά, την αισθανόμαστε βαθύτερα, γιατί είναι ακριβώς η πρώτη φορά. Κατόπιν όμως, με τη συχνή επανάληψι, μας συγκεντρώνει τον νου και την καρδιά ολοένα λιγώτερο. Παύει να μας ενδιαφέρη όπως πρώτα και πρέπει να βιάζουμε τον εαυτό μας ώστε να νοιώθουμε βαθειά την κατάνυξί της. Πώς θα κατορθώση κανείς να νοιώθη αυτή την αρχική και τόσο επιθυμητή κατάνυξι; Με τα εξής μέσα: Να υποθέτουμε ότι διαβάζουμε για πρώτη φορά αυτές τις εξαίσιες προσευχές, που η συνήθεια, με τον καιρό, ατόνησε την επίδρασί τους μέσα μας. Να σταματάμε την προσοχή μας σε κάθε τους λέξι, να ρουφάμε το νέκταρ του νοήματός της με παρθενική γεύσι. Το ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν ελκύεται πάντοτε ζωηρά από τη θεία αλήθεια και δεν μένει σταθερά πάνω της, είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Η παραμονή στην αλήθεια του Θεού, αλλοίμονο, κουράζει τις αδύνατες ψυχές και αρχίζουν να ρεμβάζουν σε άλλα. Όσο συχνά συμβαίνει αυτό κατά την προσευχή, το ίδιο γίνεται και αναφορικά με την πίστι, τη φιλία μας προς τους άλλους, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον και γενικά με κάθε αρετή. Παντού, δείχνουμε αστάθεια απέναντι των θείων αληθειών.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 261-262)