- Γέροντα, ποια είναι η βοήθεια που δέχονται οι κεκοιμημένοι με την προσευχή μας;
- Να σου πω ένα παράδειγμα: Αν μια μέρα με έβρισκες στο υπόγειο και έλεγες στην Γερόντισσα: «κρίμα είναι, δεν τον βάζουμε στον επάνω όροφο, ώστε, όσο ζήση, να βλέπει τον ήλιο;», τι λες, δεν θα το έκανε η Γερόντισσα;
- Σίγουρα θα το έκανε, Γέροντα.
- Έ, λοιπόν, αν θα το έκανε αυτό η Γερόντισσα, ο Θεός δεν θα χαρίσει στους κεκοιμημένους την ανακούφιση που του ζητάμε; Δεν θα τους μεταφέρη σε καλύτερη φυλακή ή ακόμη και σε διαμέρισμα;
Από νέος γνώριζα μια γριούλα η οποία, αντίθετα με την κόρη της που ήταν πολύ ελεήμων, αυτή ήταν πολύ τσιγκούνα. Μόνο σ’ εμένα δεν τσιγκουνευόταν, γιατί με αγαπούσε πολύ. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό της δεν είχε γίνει η εκταφή της καθώς έλεγα την ευχή, μου συνέβη κάτι παράξενο. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι ένας νέος με φώναξε να πάμε να δούμε την γριούλα, επειδή με ζητούσε. Με πήρε και με πήγε στον τάφο της. Άνοιξε την πλάκα και είδα την γριούλα να φωνάζη: «Καλόγερε, σώσε με! Καλόγερε, σώσε με!». Ήταν μισολειωμένη και είχε μια αφόρητη δυσωδία. Την πόνεσα τόσο πολύ που την αγκάλιασα σφιχτά με πόνο και την ασπάσθηκα. Παρόλο που μύριζε πολύ άσχημα, δεν ήθελα να την αποχωριστώ, εάν εκείνη δεν με αποχωριζόταν.
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε το γεγονός αυτό. Όταν υπάρχη αγάπη αληθινή με πόνο, ούτε σάπιες σάρκες σιχαίνεσαι, ούτε δυσωδία. Ενώ, όταν βλέπω κοσμική γυναίκα με κοσμικές ομορφιές και αρώματα, αηδιάζω εσωτερικά, αυτήν την γριούλα, επειδή την πόνεσα, δεν ήθελα να την αποχωριστώ παρ’ όλη την δυσωδία.
Παράξενα πράγματα στην πνευματική ζωή! Είχε ανάγκη από πολλή προσευχή, γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός να την δω σ’ αυτήν την κατάσταση.
Μετά έκανα προσευχή για την ψυχή αυτή. Ύστερα από δύο μήνες είδα ότι βρέθηκα σε ένα χάσμα που ήταν σαν χωνί. Δυστυχώς εκεί μέσα βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι, με άγρια μορφή, μαύροι, που ταλαιπωρούνταν φοβερά. Πιο πάνω, είδα την γριούλα επάνω σε ένα λευκό σύννεφο, φαινόταν μακριά, ήταν όμως κοντά. Ήταν σαν μικρό παιδί, με τα χαρακτηριστικά του δικού της προσώπου, και δίπλα της ένας Άγγελος, μάλλον ο Φύλακας Άγγελός της, της έτριβε το πρόσωπο και της το καθάριζε.
Είχε γλυκεία μορφή. Την αγκάλιασα, ένιωσα μία αγαλλίαση, άλλο πράγμα!
Είχε γλυκεία μορφή. Την αγκάλιασα, ένιωσα μία αγαλλίαση, άλλο πράγμα!
Οι κεκοιμημένοι είναι υπόδικοι, είναι σκλαβωμένοι. Καμμιά φορά, όταν θυμάμαι ένα πατριωτικό τραγούδι, το λέω αλληγορικά για τους κεκοιμημένους.
«Λευτεριά, λευθέρωσέ μου, το αδύνατο κορμί, λευτεριά,
για χάρισε μου μια εναρμόνιο φωνή.
Δώσε φλόγα στην καρδιά μου που την μάραναν πόνοι,
να σου ψάλω την χαρά μου σαν ανοίξεως αηδόνι.
Το τραγούδι ν’ αντηχήση και βαθιά στην σκλάβα γη,
λίγο βάλσαμο να χύσει, μεσ’ του δούλου την ψυχή».
για χάρισε μου μια εναρμόνιο φωνή.
Δώσε φλόγα στην καρδιά μου που την μάραναν πόνοι,
να σου ψάλω την χαρά μου σαν ανοίξεως αηδόνι.
Το τραγούδι ν’ αντηχήση και βαθιά στην σκλάβα γη,
λίγο βάλσαμο να χύσει, μεσ’ του δούλου την ψυχή».
Αυτό το λέω και για μένα. Μήπως κι εμένα δεν με μάραναν οι πόνοι;
Σκλαβωμένος είμαι σ’ αυτήν την ζωή. Αλλά το «σκλάβα γη», που αναφέρεται στους ραγιάδες, το λέω για τους κεκοιμημένους που είναι σκλαβωμένοι και παρακαλώ τον Πολυεύσπλαγχνο Θεό να χύσει «λίγο βάλσαμο» μέσα στις ψυχές τους.
Σκλαβωμένος είμαι σ’ αυτήν την ζωή. Αλλά το «σκλάβα γη», που αναφέρεται στους ραγιάδες, το λέω για τους κεκοιμημένους που είναι σκλαβωμένοι και παρακαλώ τον Πολυεύσπλαγχνο Θεό να χύσει «λίγο βάλσαμο» μέσα στις ψυχές τους.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος",
σελ. 146-148)