ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ(1)
κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς(2) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(3).
14 Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη,
και άρχισε κι αυτός να στερείται.
(1) Η ελευθερία της απόλαυσης δεν είναι απεριόριστη,
όπως φαντάζεται ο αμαρτωλός. Έχει 2 ειδών όρια. Τα μεν προέρχονται
από το ίδιο το άτομο και τέτοια είναι η αηδία, οι τύψεις της συνείδησης,
το συναίσθημα της μόνωσης, η κατάπτωση από τα ελαττώματα·
τα άλλα προέρχονται από κάποιες δυσμενείς περιστάσεις εξωτερικές,
τα οποία εδώ εκπροσωπούνται από την πείνα, η οποία ήλθε κατά τη στιγμή αυτή.
Οι δυσμενείς αυτές συνθήκες είναι συμφορές οικιακές ή δημόσιες, ατυχήματα,
ασθένειες κλπ. οι οποίες συντελούν ακόμη περισσότερο στο να πέσει
η ψυχή του αμαρτωλού, ο οποίος δοκιμάζει τώρα την έσχατη αθλιότητα
από την θεία εγκατάλειψη (g). Το έργο της θείας πρόνοιας εκδηλώνεται
με συμπτώσεις. Ακριβώς όταν ο άσωτος τα δαπάνησε όλα, τότε έπεσε η πείνα (p).
Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι
του θείου φόβου, εκεί υπάρχει πείνα ισχυρή, όχι ψωμιού, αλλά αρετής·
όπου υπάρχει ευφορία κάθε κακού, εκεί υπάρχει αφορία κάθε καλού» (Ζ).
«Πείνα ισχυρή γίνεται, όχι πείνα ψωμιού, αλλά πείνα του να ακούσει λόγο Κυρίου» (Θφ).
Παριστάνει αυτό την χειροτέρευση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός,
που απέρριψε το έλεος που του επέδειξε ο Θεός, τις νύξεις του Πνεύματος
και τις προτροπές της συνείδησής του. Όλα αυτά απωθήθηκαν για την απόλαυση
των αισθήσεων με αποτέλεσμα την πλήρη φτώχεια του αμαρτωλού.
Η καρδιά του πλέον γίνεται στείρα και στερημένη από κάθε αγαθό,
και η κατάστασή του είναι όμοια με χώρα, στην οποία κυριαρχεί στέρηση
και πείνα ισχυρή και ξένη με κάθε ανακούφιση.
Διότι ο ουρανός έγινε για αυτόν χάλκινος. Οι δροσιές του Θεού αποσύρθηκαν
και αυτός έγινε σαν γη σιδερένια. Ο αμαρτωλός στερούμενος από κάθε
παρηγοριά και ενίσχυση θεία είναι ελεεινά και άθλια φτωχός. Εκείνο το οποίο
ονειρευόταν ως ευτυχία ο αμαρτωλός απομακρυνόμενος από το Θεό, για να ζει
ελεύθερος από τον έλεγχό του και την επιτήρησή του, αυτό ακριβώς υπήρξε
η δυστυχία του και προκάλεσε την απογοήτευσή του.
(2) Δεν ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που καταπιέζονταν από την πείνα (b).
(3) Η λέξη φανερώνει το απόλυτο κενό καρδιάς, η οποία αφού θυσίασε τα πάντα
στην ηδονή, δεν βρίσκει πλέον μέσα της και γύρω της παρά αντικείμενα λύπης
και απογοήτευσης (g). Άρχισε «να είναι φτωχός, αφού του ξεγλίστρησε κάθε αγαθό
και του απέμεινε μόνη η αδυναμία αυτοσυγκράτησης» (Ζ).