ΔΥΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ αδέλφια συμφώνησαν ν’ ασκητέψουν. Βγήκαν στην έρημο κι έφτιαξαν δυο χορτοκαλύβες σε αρκετή απόσταση την μια από την άλλη. Έβαλαν και αυστηρούς κανονισμούς στον εαυτό τους, να μην βγαίνουν έξω από τις καλύβες τους και να μην βλέπονται μεταξύ τους, για να μην σκορπίζεται ο νους τους στα εγκόσμια, αλλά να κάνει καθένας μόνος με σιωπή το εργόχειρό του, να προσεύχεται αδιαλείπτως και ν’ αγωνίζεται για την Βασιλεία των Ουρανών.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο νεώτερος αρρώστησε βαριά. Όταν το έμαθαν οι γύρω Ερημίτες, πήγαν να τον επισκεφθούν. Τον βρήκαν σε έκσταση.
-Τι είδες, αδελφέ; τον ρώτησαν έκπληκτοι όταν συνήλθε.
-Οι θείοι Άγγελοι, τους φανέρωσε εκείνος, που είχε πάψει πια να ζει για τον γήινο κόσμο, πήραν τον αδελφό μου κι εμένα και μας ανέβαζαν στον Ουρανό. Οι δυνάμεις του σκότους όρμησαν να μας εμποδίσουν. Εμείς όμως περιτριγυρισμένοι από τους προστάτες μας, περάσαμε ανενόχλητοι. Εκείνοι τότε, ντροπιασμένοι, φώναζαν:
«Μεγάλη δύναμη έχει η αγνότητα...».
Καθώς εκμυστηρευόταν αυτά ο αδελφός στους Πατέρες, εκοιμήθη. Εκείνοι έστειλαν να ειδοποιήσουν τον αδελφό του, αλλά τον βρήκαν νεκρό!
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδρλφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 208)