ΟΤΑΝ αισθάνθηκε πώς έφτανε το τέλος του, παρήγγειλε ο Όσιος Αρσένιος στον μαθητή του να μην φροντίσουν να τον θάψουν. Εκείνοι τον άκουσαν ταραγμένοι.
-Δεν ήρθε ακόμη η στιγμή, τους καθησύχασε. Όταν φτάσει, θα σάς το φανερώσω. Πλήν όμως θα ζητήσω ευθύνες από σάς μπροστά στο βήμα του Κριτού, αν τολμήσετε και δώσετε σε άνθρωπο το λείψανό μου.
-Τί να το κανουμε, Αββά; ρώτησαν εκείνοι.
-Δέστε το μ’ ένα σχοινί και σύρτε το ως την κορυφή του βουνού. Από κεί ρίξτε το στην χαράδρα να το φάνε τα όρνια.
Τα έλεγε αυτά ο Άγιος γιατί φοβόταν και την μετά θάνατον δόξα. Όταν έφτασε η τελευταία του στιγμή, οι μαθητές του, που τον είχαν περιτριγυρισμένο, τον είδαν να κλαίει.
-Κι εσύ φοβάσαι τον θάνατο, Αββά; τον ρώτησε κάποιος.
-Πιστέψτε με, παιδιά μου, πώς αυτός ο φόβος δεν έλειψε ποτέ από την ψυχή μου από τότε που έγινα μοναχός, είπε ο μεγάλος στην αρετή και στην άσκηση Ερημίτης και παρέδωσε το πνευμα.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 213)